Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: το εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δ.Ε.Ε.

July 08, 2021: Νομολογία Νομικά Νέα

posts


ethemis

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: το εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δ.Ε.Ε.

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εξασφάλιση ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης αποτελεί μίαν από τις βασικές επιδιώξεις της Ε.Ε., για την πραγματοποίηση της οποίας θεμελιώθηκε ο θεσμός του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (εφ’ εξής Ε.Ε.Σ.), που εισήχθη με την απόφαση – πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίηση από την απόφαση – πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ. Η υιοθέτηση του Ε.Ε.Σ. συνιστά το πρώτο και σημαντικότερο μέτρο εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές υποθέσεις και οφείλεται στις προσπάθειες της Ένωσης για στενότερη δικαστική συνεργασία στον τομέα των ποινικών υποθέσεων (ά. 82 παρ. 1 της Σ.Λ.Ε.Ε.) και την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, η οποία υιοθετήθηκε από το πεδίο του οικονομικού δικαίου. Η ανάγκη θέσπισης και εφαρμογής του γίνεται ολοένα και πιο φανερή, καθώς το φαινόμενο της διασυνοριακής εγκληματικότητας εντείνεται και ούτως για την καταπολέμησή του απαιτείται η λήψη δραστικών μέτρων εκ μέρους της Ε.Ε..

Στο πλαίσιο αυτό σημαντικότατο εργαλείο στο νομικό οπλοστάσιό της αναδεικνύεται το Ε.Ε.Σ.. Όμως, παρ’ όλο που βάσει των πλεονεκτημάτων του υιοθετείται από τις επί μέρους εθνικές έννομες τάξεις και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ακώλυτη και ταχεία δικαστική συνεργασία τους, δεν πρέπει να παραβλέπονται οι αρνητικές διαστάσεις του, καθώς μεταξύ άλλων πολλάκις το δικονομικό σύστημα ενός κράτους – μέλους αφομοιώνει στη λειτουργία του στοιχεία άλλων δικονομικών τάξεων, συχνά εντελώς διαφορετικά, ώστε να γεννώνται ζητήματα ασφαλείας δικαίου, ενώ άλλοτε δεν ελέγχεται το διττό αξιόποινο. Κεντρικό χαρακτηριστικό της νέας νομοθεσίας για το Ε.Ε.Σ. είναι η προώθηση της διακρατικής συνεργασίας στην ποινική καταστολή με την παράλληλη κάμψη παραδοσιακών εγγυήσεων για τον εκζητούμενο. Προς ταύτα κρίνεται αναγκαίος και απαράβατος κανόνας κατά την εφαρμογή και λειτουργία της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων.

Σε εθνικό επίπεδο σχετικός είναι ο Ν. 3251/2004 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 127/09-07-2004), διά του οποίου η ελληνική έννομη τάξη επιχειρεί να συμμορφωθεί με την τελευταία απόφαση – πλαίσιο του Συμβουλίου και να ενσωματώσει, περαιτέρω, τις Οδηγίες 2012/13/ΕΕ και 2013/48/ΕΕ.

Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί μία σύντομη πλην όμως περιεκτική προσέγγιση των βασικών σημείων της ταυτότητας του Ε.Ε.Σ. και μάλιστα μέσω της νομολογίας του Δ.Ε.Ε., καθώς η τελευταία όχι μόνον φανερώνει την ίδια τη φιλοσοφία του θεσμικού αυτού εργαλείου δικαστικής συνεργασίας των κρατών – μελών, αλλά, έτι περαιτέρω, χαράσσει εκείνες τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέλιξη της πλέον διακρατικής ποινικής διαδικασίας σε ενωσιακό επίπεδο.

Β. ΕΝΝΟΙΑ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΚΟΜΒΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ Ε.Ε.Σ.

Το Ε.Ε.Σ. αποτελεί δικαστική απόφαση εκδιδομένη όχι από ευρωπαϊκό δικαιικό όργανο, αλλά από κράτος – μέλος προς τη σύλληψη και παράδοση καταζητουμένου από άλλο κράτος – μέλος είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης είτε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας. Φέρει δε χαρακτηριστικά τόσο εθνικού εντάλματος σύλληψης (άμεση εκτελεστότητα) όσο και εθνικής δικαστικής απόφασης (την τελική απόφαση παράδοσης του εκζητουμένου εκδίδει δικαστική αρχή). Μάλιστα, στην έννοια της δικαστικής αρχής το Δ.Ε.Ε. σταθερά δεν περιλαμβάνει τις αστυνομικές αρχές, ενώ έχει κρίνει ότι, εφ’ όσον μία τέτοια πράξη επικυρωθεί από εισαγγελική αρχή, τότε πληρούται ταύτη η προϋπόθεση. Έχει δε μορφή πιστοποιητικού, καθώς συνιστά κοινό έντυπο για όλα τα κράτη – μέλη με πληροφορίες για τον εκζητούμενο και το τελεσθέν αδίκημα.

Περαιτέρω, ενδιαφέρουσες κρίνονται οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Δ.Ε.Ε. για ορισμένες έννοιες και όρους σχετικά με τις περιπτώσεις της δυνητικής άρνησης εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. (πρβλ. το ά. 12 Ν. 3251/2004, όπως ισχύει). Ως προς την έννοια της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης (παρ. 1 περ. στ΄), γίνεται δεκτόν, εξασφαλιζομένου του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, ότι εμπίπτει όχι μόνον όποια κατέληξε σε κρίση επί της ενοχής και συνακόλουθη επιβολή ποινής ή και μέτρου στερητικών της ελευθερίας (ακόμη και κατ’ έφεση, εφ’ όσον, βέβαια, εχώρησε επανεξέταση της ουσίας και των νομικών στοιχείων της υπόθεσης), αλλά και όποια κατέληξε σε δικαστική απόφαση περί συνολικής ποινής, μεταβαλλομένου έτσι του ύψους ποινής, υπό τον όρο, όμως, ύπαρξης εξουσίας εκτίμησης. Έτσι, αποκλείονται δίκες άγουσες σε αποφάσεις περί την εκτέλεση επιβληθείσης ποινής (λ.χ. επί ανακλήσεως αναστολής εκτελέσεως), εκτός και εάν αφ’ ενός υπάρχει περιθώριο ουσιαστικής κρίσης και εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και αφ’ ετέρου μεταβάλλεται το ύψος ή ακόμη και η φύση της αρχικά επιβληθείσης ποινής. Ωστόσο, ζήτημα γεννάται σε έννομες τάξεις, όπως η ελληνική, όπου πέραν της ανάκλησης υφίσταται και η άρση της αναστολής, που επισύρει αθροιστική έκτιση των ποινών και κατ’ επέκταση η εν λόγω στάση του Δ.Ε.Ε. δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

Στην ανωτέρω περίπτωση ιδιαίτερης σημασίας κρίνεται μεταξύ άλλων και η αυτοπρόσωπη κλήτευση και παραλαβή της απόφασης διά επιδόσεως (παρ. 2 περ. δ΄). Το Δ.Ε.Ε., εμμένοντας στη μετά βεβαιότητας πραγματική γνωστοποίηση και λήψη γνώσης της κλήτευσης στην ως άνω δίκη, έκρινε ότι κλήτευση μη παραδοθείσα απ’ ευθείας στον άμεσα ενδιαφερόμενο, αλλά σε άλλον ενήλικα ευρισκόμενο στη διεύθυνσή του, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση παράδοσης του εγγράφου κλήτευσης στον πρώτο, δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, εφ’ όσον δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας από το εν λόγω ένταλμα ο χρόνος της τυχόν πραγματικής παράδοσης του εγγράφου στον άμεσα ενδιαφερόμενο.

Επίσης, διάκριση λαμβάνει χώρα μεταξύ του κατοίκου και του διαμένοντος στην Ελλάδα (παρ. 1 στ. ε΄). Στην πρώτη έννοια εμπίπτουν οι έχοντες πραγματική κατοικία και σταθερή εγκατάσταση στο κράτος, ενώ στη δεύτερη οποιοσδήποτε διαμένει σε αυτό για χρονικό διάστημα τέτοιο, ώστε να έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς αντίστοιχους προς εκείνους του κατοίκου. Πρόκειται, δηλαδή, για ελαστική και ουσιαστική ερμηνεία των όρων προς όφελος του εκζητουμένου, με αποτέλεσμα η εκάστοτε κρίνουσα αρχή να οφείλει να συνεκτιμήσει συνολικά και συνδυαστικά διάφορα αντικειμενικά και ουσιαστικά δεδομένα, όπως η φύση και οι συνθήκες παραμονής, οι οικονομικοί, επαγγελματικοί και οικογενειακοί δεσμοί, χωρίς δε να απαιτούνται κατ’ ανάγκην περαιτέρω στοιχεία, λ.χ. διοικητικά (κατοχή αδείας παραμονής αορίστου χρόνου κ.ά.). Βέβαια, αξίζει να τονισθεί ότι το Δ.Ε.Ε. έχει κρίνει στο πλαίσιο της αποτελεσματικότητας της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης ότι είναι δυνατή η θέσπιση εθνικών περιορισμών των λόγων άρνησης εκτέλεσης Ε.Ε.Σ., ενώ, περαιτέρω, έκρινε ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος, ακόμη και εάν η σχετική αξιόποινη πράξη τιμωρείται στο κράτος εκτέλεσης απλώς με πρόστιμο, υπό τον απαρέγκλιτο, όμως, όρο της πραγματικής δέσμευσής του για εκτέλεση της επιβληθείσης στον εκζητούμενο στερητικής της ελευθερίας ποινής, άλλως εξοβελίζεται η αποτελεσματικότητα του εντάλματος. Επειδή, όμως, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό και ιδίως εν όψει των μεγάλων αποκλίσεων των ποινών στα κράτη – μέλη, έχει υποστηριχθεί στη θεωρία για αυτές τις περιπτώσεις, έως ότου υπάρξει κάποια μεταβολή, η κατ’ εξαίρεση τουλάχιστον μετατροπή της ανωτέρω ποινής σε χρηματική.

Ιδιαίτερος προβληματισμός ανακύπτει, όσον αφορά την εκ μέρους του Δ.Ε.Ε. ερμηνευτική προσέγγιση της εννοίας της αφαιρούμενης περιόδου κράτησης στο κράτος εκτέλεσης του εντάλματος (ά. 33 του Ν. 3251/2004). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ά. 6 παρ. 1 και 3 της Σ.Ε.Ε. και το ά. 49 παρ. 3 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., έκρινε ότι μέτρα, όπως ο κατ’ οίκον περιορισμός, η επιτήρηση με χρήση ηλεκτρονικής συσκευής, η υποχρέωση εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα και η αφαίρεση ταξιδιωτικών εγγράφων, δεν ενέχουν τον απαιτούμενο εκείνον καταναγκαστικό χαρακτήρα, ώστε να νοηθούν ως μέτρα στέρησης της προσωπικής ελευθερίας αντίστοιχα προς τη φυλάκιση, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου στην έννοια της κράτησης. Και, ενώ prima facie φαντάζει ορθή η θέση αυτή, ιδίως εάν αναλογισθεί κανείς το είδος, τη διάρκεια, τα αποτελέσματα και τους λοιπούς κανόνες εκτέλεσης των μέτρων αυτών, εν τούτοις γεννώνται αντιρρήσεις τόσο εν όψει των σύγχρονων τάσεων εναλλακτικών μέτρων κράτησης αντί του παραδοσιακού εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα όσο και σε περιπτώσεις ορισμένων εθνικών εννόμων τάξεων, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, όπου ορισμένα των ανωτέρω μέτρων και ιδίως η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα ενώπιον κάποιας αρχής, η απαγόρευση μετάβασης ή διαμονής στο εξωτερικό και ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση («βραχιολάκι») αποτελούν υποκατάστατα της προσωρινής κράτησης (πρβλ. ά. 282επ. του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύουν). Για τον λόγο αυτόν προτείνεται αλλαγή της ανωτέρω ερμηνείας του Δ.Ε.Ε. και μεταστροφή της αντίστοιχης νομολογίας, δεδομένου ότι η τελευταία δεν επιτρέπει στην ουσία την υιοθέτηση και παγίωση διαφορετικής στάσης από την εκάστοτε εθνική δικαστική αρχή.

Γ. ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ Ε.Ε.Σ.

Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει το Ε.Ε.Σ. σε σχέση με έναν ευρύτατο και γενικό κατάλογο εγκληματικών συμπεριφορών, για τις οποίες εκτελείται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου από το κράτος εκτέλεσης (ά. 10 παρ. 2 του Ν. 3251/2004). Εν όψει αυτών επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση η παράδοση του εκζητουμένου, καταργουμένου του προαναφερθέντος ελέγχου, όπερ έχει προκαλέσει έγερση εντόνων αντιρρήσεων με πειστικότατα και μάλλον αναντίλεκτα επιχειρήματα.

Δυνάμει της εν λόγω πρόβλεψης, κάποιο κράτος – μέλος ενδεχομένως θα βρεθεί αντιμέτωπο με το οξύμωρο να καλείται να παραδώσει σε άλλο κράτος – μέλος εκζητούμενο, τον οποίον, όμως, κανονικά δεν νομιμοποιείται και αδυνατεί να συλλάβει ελλείψει αξιοποίνου κατά τη δική του έννομη τάξη, ώστε να τίθεται υπό αμφισβήτηση η βασική αρχή της νομιμότητας και το θεμελιώδες στο ποινικό δίκαιο δόγμα «nullum crimen nulla poena sine lege», που διέπει τόσο την ευρωπαϊκή νομική επιστήμη όσο και τις επί μέρους εθνικές έννομες τάξεις και μάλιστα με κανόνες συνταγματικής ισχύος (πρβλ. τα ά. 6 και 7 του ελ. Σ.). Εν τούτοις, κατά την πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., ήδη από τα πρώτα χρόνια, δεν τίθεται ζήτημα παράβασης θεμελιωδών αρχών ούτε του ά. 6 παρ. 2 της Σ.Ε.Ε., διότι οι ως άνω αξιόποινες πράξεις «προσβάλλουν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια σε τέτοιο βαθμό, ώστε δικαιολογημένα να μην απαιτείται έλεγχος του διττού αξιοποίνου», ενώ, περαιτέρω, έκρινε ότι «σκοπός του Ε.Ε.Σ. δεν είναι η εναρμόνιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών και του ουσιαστικού αντικειμενικών υποστάσεων». Η επιχειρηματολογία αυτή είναι καθαρά σκοπιμότητας, αφήνοντας ούτως αναπάντητα επιτακτικά πραγματικά ερωτήματα.

Οι δε ανωτέρω κατηγορίες των εγκληματικών συμπεριφορών είναι τόσο ευρείες, ώστε ο εκζητούμενος να μην είναι σε θέση να γνωρίζει εξ αρχής ακριβώς ποιες είναι οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες παραδίδεται στην αλλοδαπή. Η δε τυποποίηση των αδικημάτων δεν πραγματοποιείται με όρους ταυτόσημους στα κράτη – μέλη και κατ’ αποτέλεσμα καλείται ο Ευρωπαίος πολίτης να γνωρίζει πώς τυποποιείται καθεμία των εγκληματικών αυτών συμπεριφορών στα διάφορα επί μέρους κράτη. Η αβεβαιότητα ταύτη συνεπάγεται την πραγματική αδυναμία του κατηγορούμενου να χαράσσει και να ακολουθεί συγκεκριμένη υπερασπιστική γραμμή, ούτως ώστε να προσβάλλεται κατάφωρα και να πλήττεται ανεπανόρθωτα το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

Όσον αφορά το ελληνικό κράτος, διατήρησε κατ’ αρχήν το διττό αξιόποινο, πλην όμως υιοθέτησε εξαιρέσεις (ά. 10 παρ. 2 του Ν. 3251/2004) κατά μεταφορά του ά. 2 παρ. 2 της απόφασης – πλαισίου για τριάντα δύο (32) κατηγορίες εγκλημάτων, θεωρώντας την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και τις εγγυήσεις του ά. 13 επαρκή αντισταθμίσματα της απουσίας του ελέγχου του διττού αξιοποίνου. Ωστόσο, κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιάζονται αναμφιβόλως τόσο θεμελιώδεις διατάξεις του ελ. Σ. όσο και η δέσμευση του ελληνικού κράτους έναντι των πολιτών του για την οριοθέτηση του αξιοποίνου και, αντίστροφα, την ελευθερία τους, ενώ, περαιτέρω, χρησιμοποιείται ως όργανο από άλλες χώρες επιδιώκουσες την ικανοποίηση του jus puniendi τους, στη διάθεση των οποίων θέτει τους μηχανισμούς του.

Αξίζει, ακόμη, να επισημανθεί ότι μέσω της παρ. 1 του ά. 27 της απόφασης – πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ εισήχθη τρόπον τινά περιορισμός και της αρχής της ειδικότητας ως προς την πράξη, για την οποίαν το παραδοθέν πρόσωπο διώκεται ή καταδικάζεται, εν συγκρίσει με εκείνην, που αφορούσε η παράδοσή του. Σύμφωνα με το Δ.Ε.Ε., προκειμένου να διαπιστωθεί εάν κάποια διαδικαστική πράξη παραπέμπει σε αξιόποινη συμπεριφορά διαφορετική από εκείνην του Ε.Ε.Σ., πρέπει να αντιπαραβάλλονται αφ’ ενός η περιγραφή της συμπεριφοράς στο τελευταίο και αφ’ ετέρου η περιεχόμενη στη νέα διαδικαστική πράξη. Τυχόν μεταβολές σε στοιχεία χωροχρόνου, οι οποίες, όμως, πρώτον, απορρέουν από στοιχεία σχετικά με την πράξη του εντάλματος και συλλεγέντα κατά τη διαδικασία, που κινήθηκε στο κράτος έκδοσής του, δεύτερον, δεν αλλοιώνουν τη φύση της πράξης και, τρίτον, δεν συνεπάγονται κάποιον λόγο μη εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ., είναι καθ’ όλα αποδεκτές κατά το Δ.Ε.Ε. στο πλαίσιο επιτάχυνσης της διαδικασίας και διευκόλυνσης της δικαστικής συνεργασίας.

Και, παρ’ ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως πειστική η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να τονισθούν οι ακόλουθες εύλογες επισημάνσεις της θεωρίας. Κατ’ αρχάς, ως προς τη μεταβολή του χρόνου τέλεσης της πράξης, του καθοριστικού αυτού στοιχείου της ταυτότητάς της, που μεταξύ άλλων επηρεάζει τον χρόνο παραγραφής (μπορεί να θεμελιώσει λόγο δυνητικής μη εκτέλεσης του εντάλματος, έχοντας οδηγήσει σε παύση της ποινικής δίωξης – ά. 12 παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 3251/2004 / ά. 4 παρ. 4 της απόφασης – πλαισίου), εάν ο χρόνος τέλεσης βρίσκεται εκτός του ευρύτατα προσδιορισθέντος στο ένταλμα, τότε θα πρόκειται αναμφιβόλως για διάφορη πράξη. Περαιτέρω, συλλεγέντα στοιχεία προκαλούντα τέτοιες μεταβολές δεν αποκλείεται να είναι τυχαία ευρήματα και δη για άλλες πράξεις όμοιας φύσεως, στοιχειοθετούσες διαφορετική εγκληματική μονάδα, ώστε να κλονίζεται η προαναφερθείσα θέση του Δ.Ε.Ε..

Δ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων της Ε.Ε., παρ’ ότι έχει διευκολύνει και επιταχύνει τη διακρατική συνεργασία με την ανάπτυξη ενός συνεργατικού συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης, έχει, εν τούτοις, προκαλέσει σύγκρουση μεταξύ της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, που κατ’ αρχήν αφορά το κράτος και κατοχυρώνει τις διακρατικές σχέσεις, αφ’ ετέρου δε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που αφορούν αποκλειστικά το άτομο. Το Ε.Ε.Σ., η πρώτη συγκεκριμένη εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης ποινικών αποφάσεων, έχει αναμφίβολα διανοίξει νέους ορίζοντες στην προσπάθεια της Ένωσης για την καταπολέμηση της διασυνοριακής εκγληματικότητας, καθ’ ο μέτρο ως κεντρικό νομικό εργαλείο έχει συμβάλει τα μέγιστα στην ενίσχυση και αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας των κρατών – μελών, καταργουμένης μάλιστα της ανάμειξης των πολιτικών αρχών, διά της επιτάχυνσης της διαδικασίας παράδοσης των κατηγορουμένων μεταξύ των αρμόδιων δικαστικών αρχών, που στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατικών δικαστικών αρχών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεών τους.

Ωστόσο, προκειμένου να καταστεί η ανωτέρω διακρατική δικαστική συνεργασία ταχύτερη και αποτελεσματικότερη, έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί βασικές αρχές του ποινικού δικαίου, που, ως γνωστόν, αποτελεί το κατ’ εξοχήν εθνικό δίκαιο και η ποινική εξουσία αναπόσπαστο κομμάτι της κρατικής εξουσίας. Έτσι, το Ε.Ε.Σ. από νωρίς έχει αποτελέσει αντικείμενο δριμείας κριτικής τόσο από τη θεωρία όσο και τη νομολογία, καθώς βρίσκεται στο σημείο τομής του ποινικού, του ευρωπαϊκού, του διεθνούς και του συνταγματικού δικαίου. Μολονότι η ιδέα του είναι αξιοθαύμαστη, ο μηχανισμός δημιουργεί προβλήματα κυρίως στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, όταν διακυβεύεται η αποτελεσματικότητά του.

Στο σημείο τούτο αναδεικνύεται βαρυνούσης σημασίας η νομολογία του ιδίου του Δ.Ε.Ε., η οποία παρέχει στον εφαρμοστή την αναγκαία αποσαφήνιση και αυτοτελή νοηματοδότηση όρων του εν λόγω θεσμικού πλαισίου, από την οποίαν κατ’ ουσίαν αδυνατούν τα κράτη – μέλη να παρεκκλίνουν με αντίθετες εθνικές επιλογές. Κατά το εγχείρημά του αυτό το Δ.Ε.Ε. προσπαθεί να εξισορροπήσει αφ’ ενός την εξασφάλιση της κατά το δυνατόν αποτελεσματικής και ταχείας διακρατικής δικαστικής συνεργασίας, αφ’ ετέρου τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγομένων, που καλύπτονται από τη ratio των σχετικών ρυθμίσεων. Όμως, δεν πρέπει να αγνοείται ότι υφίστανται αδυναμίες του θεσμικού αυτού εργαλείου, που επιχειρείται να υπερπηδηθούν με λύσεις σκοπιμότητας και συνακόλουθες εκπτώσεις σε θεμελιώδεις αρχές, καθώς μεταξύ άλλων το ίδιο το Δ.Ε.Ε. συχνά ερμηνεύει και εφαρμόζει τις ρυθμίσεις, παραβλέποντας τόσο τις σύγχρονες πανευρωπαϊκές τάσεις στο ποινικό δίκαιο όσο και τις ιδιαιτερότητες των επί μέρους εθνικών εννόμων τάξεων.

Πρόκληση, λοιπόν, αποτελεί η εξισορρόπηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς η τελευταία ενδεχομένως απειλείται από νομικά εργαλεία της πρώτης κατά την εφαρμογή του θεσμού του Ε.Ε.Σ.. Έτσι, πρώτιστο μέλημα της Ε.Ε. θα πρέπει να συνιστά η θωράκιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τόσο στο επίπεδοενωσιακού δικαίου όσο και στις εσωτερικές έννομες τάξεις. Επιτυχούσης της επίρρωσης της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα εγκαθιδρυθεί και εμπειρικά πλέον η αμοιβαία εμπιστοσύνη, καθώς όλα τα κράτη θα τα σέβονται αποτελεσματικά και ανάλογα. Επίσης, για να είναι πολιτικά εφικτό και να εξασφαλίζει αποτελεσματική και δίκαιη διαδικασία, θα πρέπει το Ε.Ε.Σ. να υποστηρίζεται από ευρύτερη εναρμόνιση ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου των κρατών, καθώς και από ενωσιακό νομικό πλαίσιο με πλήρως κατοχυρωμένα τα ατομικά δικαιώματα και τις δικονομικές εγγυήσεις.

Εάν, απεναντίας, η Ένωση συνεχίσει να υιοθετεί λύσεις σκοπιμότητας αποκλειστικά και μόνον για τη με κάθε τίμημα περιστολή της εγκληματικότητας χωρίς αντίστοιχη πρόνοια για την ανάδειξη αναλόγων εγγυήσεων υπέρ του ατόμου, ήτοι εάν ο ζυγός κλίνει προς την αντεγκληματική λειτουργία εις βάρος της φιλελεύθερης και εγγυητικής όψης του ποινικού δικαίου, τότε το αποτέλεσμα πιθανότατα ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τα ατομικά δικαιώματα και τελικά ο ενιαίος χώρος ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης θα αναπτύσσεται μονόπλευρα ως πεδίο καταστολής και θα απολλύει τον χαρακτήρα του ως πεδίο επαλήθευσης δικαιωμάτων. Ουδόλως, όμως, είναι δυνατόν το ποινικό δίκαιο να αντιμετωπίζεται ως εύκολη λύση σε περίπλοκα ζητήματα, αλλά, όπως έχει διατυπώσει ο Ουίνφριντ Χάσεμερ (Winfried Hassemer), ιστορικό καθήκον μας είναι να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι δικαιοκρατικές αρχές κατά την ενοποίηση του ποινικού δικαίου.

Τέλος, άπασες οι ανωτέρω επιφυλάξεις δεν αφορούν τον ίδιο τον πυρήνα του Ε.Ε.Σ., που είναι αναντίρρητα σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο, εφ’ όσον, βέβαια, εφαρμόζεται εγγυητικά. Ωστόσο, δεν εκλείπουν στην πράξη φαινόμενα καταχρηστικής άσκησής του ή και παραβίασης δικαιωμάτων εκζητουμένων. Διά τούτο ευθύνεται σίγουρα η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών (όπερ έχει παραδεχθεί και η ίδια η Επιτροπή), που δεν μπορεί, όμως, να επιβληθεί μέσω Συνθηκών ούτε ενωσιακών νομοθετικών πράξεων ούτε της νομολογίας του Δ.Ε.Ε.. Στο πλαίσιο αυτό η επίκληση οποιουδήποτε συλλογιστικού σχήματος άγοντος σε σχετική δικανική κρίση, πολλώ δε μάλλον του Δ.Ε.Ε., λαμβανομένης υπ’ όψιν της αυτόνομης και ιδιαίτερης ταυτότητας του ενωσιακού δικαίου έναντι εκείνου των επί μέρους κρατών – μελών, θα πρέπει να σέβεται τις προϋποθέσεις, που διέπουν την εφαρμογή του εντάλματος από τυπικής λογικής, άρα πρέπει να συλλαμβάνονται ορθώς ο σκοπός θέσπισης των οικείων ρυθμίσεων και η ratio του θεσμού και πάντως υπό τον απαράβατο όρο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικονομικών εγγυήσεων. Αλλά και ο εκάστοτε εθνικός νομοθέτης δεν πρέπει, προκειμένου να υλοποιεί τον ανωτέρω σκοπό, να παραβιάζει θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και δικαιώματα του εκζητουμένου.

Μεταφορτώστε ολόκληρο το κείμενο

 

 

Πρόκληση, λοιπόν, αποτελεί η εξισορρόπηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς η τελευταία ενδεχομένως απειλείται από νομικά εργαλεία της πρώτης κατά την εφαρμογή του θεσμού του Ε.Ε.Σ..



Source/ Author:Γρηγόριος Κων. Αδαμίδης

LATEST POSTS



ethemis map

Προκηρύξεις/ Αγγελίες

Προκηρύξεις, Διαγωνισμοί και Αγγελίες για δικηγόρους, ασκούμενους & νομικούς.

View more
newsroom

ΝewsRoom/      ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα

View more
ethemis case law

Noμολογία

Σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας

View more
ethemis case law

Noμοθεσία

Οι νόμοι που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

View more
ethemis legal studies

Εκπαιδευτικά           Προγράμματα

Για νομικούς & δικηγόρους από εκπαιδευτικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

View more
ethemis.gr

EΚΔΗΛΩΣΕΙΣ            ΦΟΡΕΩΝ

Εκδηλώσεις Nομικού Eνδιαφέροντος από ποικίλους θεσμικούς Φορείς

View more
ethemis international news

Διεθνή                      Νέα

Διεθνή Νομικά Νέα και Αρθρογραφία, Νομολογία ΕΔΔΑ και αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων

View more
ethemis map

Δελτία            Τύπου

Ανακοινώσεις ΔΣΑ, δικαστικών ενώσεων, ανεξάρτητων αρχών, θεσμικών φορέων.

View more
ethemis

Συντακτική            Ομάδα

Η Επιστημονική Ομάδα του Ethemis.gr

View more
ethemis.gr

ΣΥΝΕΔΡΙΑ             ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ             e-ΘΕΜΙΣ

Ο Κατάλογος Συνεδρίων και Εκδηλώσεων που έχει διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Νομικών

View more

newsroom