Τέχνη και Θρησκευτική Ελευθερία
Καλλιτεχνική δημιουργία με τη μορφή ζωγραφικής και γλυπτικής εμφανίζεται για πρώτη φορά σε πρωτόγονους λαούς. Ο σκοπός του «καλλιτέχνη» τότε ήταν όχι τόσο να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο, τις ανησυχίες του, τα συναισθήματά του μέσα από μια έμπνευση (μολονότι αναπόφευκτα έργο ανθρώπου φέρει έστω και ανεπαίσθητα την σφραγίδα τις προσωπικότητας του δημιουργού) αλλά να εξυπηρετήσει έναν συγκεκριμένο λειτουργικό σκοπό. Ο σκοπός αυτός ως επι το πλείστον ήταν μεταφυσικός δηλαδή σχετιζόταν με τη μαγεία ή με τη λατρεία του Θείου όπως το αντιλαμβανόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος. Για αυτό το λόγο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δημιουργημάτων των πρωτόγονων καλλιτεχνών ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές συγκεκριμένες ομοιόμορφες νόρμες τις οποίες τηρούσαν ευλαβικά οι δημιουργοί περιορίζοντας την ελευθερία τους κατά την εκτέλεση του έργου τους. Δηλαδή οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες επιστράτευαν την “τέχνη” τους (εδώ τέχνη ορίζεται ως η επιτηδειότητα στο σχέδιο ή στην απόδοση ηθελημένης μορφής στην ύλη) για ανάγκες της φυλής τους, ήτοι ήταν εντολοδόχοι των συγκοινωνών τους για την εξυπηρέτηση των αναγκών της φυλής. Με τη γέννηση της Φιλοσοφίας και του θεάτρου στην Αρχαία Ελλάδα και την ταυτόχρονη για πρώτη φορά αμφισβήτηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων, των παραδόσεων και των μύθων που χρησιμοποιούνταν έως τότε για την εξήγηση του κόσμου, οι καλλιτέχνες αρχίζουν να δημιουργούν τα έργα τους (πολλά από τα οποία συνέχισαν πάντως να εξυπηρετούν έναν λειτουργικό σκοπό ως επί το πλείστον μεταφυσικό) με ελευθερία αποτύπωσης με γνώμονα το προσωπικό τους αισθητήριο (βλ. E. H. GOMBRICH «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» σελ. 7-90, εκδ. 16η, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Έκτοτε αρχίζει να εντοπίζεται αυτό που έμελε να γίνει το κοινό στοιχείο όλων των έργων τέχνης. Δηλαδή η έκφραση της ανάγκης του καλλιτέχνη να εκδηλώσει εν ελευθερία μια παρόρμησή του για δημιουργία. Αυτή η δημιουργία μπορεί είτε να μην έχει κίνητρο της την επικοινωνία του καλλιτέχνη με τους άλλους (δηλαδή να μην έγινε με σκοπό την κοινοποίηση του έργου), είτε να έχει κίνητρο αυτό το μοίρασμα του εσωτερικού κόσμου ή του βιώματος του καλλιτέχνη με άλλους αποδέκτες κοινωνούς του έργου του. Στην πρώτη περίπτωση η επιτυχία του στο έργο του εξαρτάται από το εάν η ολοκλήρωση του ήταν λυτρωτική για αυτόν, δηλαδή εάν εκπλήρωσε την ανάγκη του να εκδηλώσει την παρόρμησή του με τον πλέον ικανοποιητικό και ευδαίμονα για εκείνον τρόπο. Στη δεύτερη περίπτωση η επιτυχία του έργου του απαιτεί επιπροσθέτως και την αποτελεσματική μετάδοση του βιώματος ή του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη στους αποδέκτες του έργου. Στην τελευταία περίπτωση βέβαια ο αποδέκτης δεν αναμένεται να βιώσει με ταυτόσημο με τον δημιουργό τρόπο την εμπειρία της σχέσης με το έργο, αλλά παραλλαγμένο μέσα από το πρίσμα της δικής του ψυχοσύνθεσης και των δικών του προσωπικών βιωμάτων. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι πολλά από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης της ανθρωπότητας (αρχιτεκτονικής, κλασσικής μουσικής, ζωγραφικής κλπ) αποτελούν έκφραση θρησκευτικού συναισθήματος του καλλιτέχνη – δημιουργού τους δηλαδή σχετίζονται με το μεταφυσικό και συγκεκριμένα με τη λατρεία του θείου. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στην πραγματικότητα η τέχνη με κεφαλαίο “Τ” δεν υπάρχει ως έννοια. Υπάρχουν μόνο οι καλλιτέχνες (βλ. E. H. GOMBRICH «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» σελ. 15, εκδ. 16η, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Είναι άνθρωποι με ιδιαίτερες ευαισθησίες, ιδιαίτερες ανάγκες, εκλεπτυσμένους εσωτερικούς “πομπούς” και “δέκτες” τους οποίους ανθρώπους, θα μπορούσε, με κάποια δόση υπερβολής, να ειπωθεί, ότι μπορούν να νιώσουν και να καταλάβουν σε βάθος μόνο καλλιτέχνες. Παρ’ όλα ταύτα τα έργα τους μπορούν να καταλάβουν και να νιώσουν όλοι οι άνθρωποι. Δεν είναι όμως όλοι οι άνθρωποι καλλιτέχνες και συνεπώς δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να δημιουργήσουν έργο τέχνης. Ούτε είναι όλα τα έργα τέχνης της ίδιας ποιοτικής στάθμης. Δηλαδή είναι δυνατή η ποιοτική ιεράρχηση στα έργα τέχνης (βλ. E. H. GOMBRICH «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» σελ. 7-90, εκδ. 16η, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Ωστόσο, το ότι είναι ικανός ο άνθρωπος - καλλιτέχνης να δημιουργήσει έργο τέχνης δεν σημαίνει ότι όλες οι εκδηλώσεις του με έργο ή μη λόγο είναι έργα τέχνης. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι ο καλλιτέχνης παραμένει άνθρωπος με τις αδυναμίες τα πάθη του ή αλλιώς με την αρετή και την κακία που συνθέτουν την ανθρώπινη φύση. Και ένας καλλιτέχνης μπορεί να γίνει βασανιστής, δολοφόνος, παιδεραστής, πλαστογράφος, υβριστής και όλα αυτά όχι στο πλαίσιο εκδήλωσης της προαναφερόμενης ανάγκης καλλιτεχνικής έκφρασης αλλά στο πλαίσιο εκδήλωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς (στην αποδοκιμαστέα εκφανση της) όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι που πράττουν ομοίως, όταν ενεργούν με ιδιοτέλεια σε βάρος των υπολοίπων συνανθρώπων τους. Τέτοιες εκδηλώσεις συμπεριφοράς δεν μπορούν βέβαια να γίνουν ανεκτές από το δίκαιο με κανένα όχι μόνο νομικό αλλά και λογικό, ηθικό ή φιλοσοφικό υπόβαθρο μόνο και μόνο επειδή υποκείμενό τους είναι καλλιτέχνης. Εξ όλων των ανωτέρω, προκύπτει ότι η πρόσδοση της ιδιότητας του καλλιτέχνη σε έναν άνθρωπο δεν μπορεί να του χορηγεί a priori κάποια άδεια ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς ούτε να του επιφυλάσσει κάποιο ειδικό καθεστώς νομικής ασυλίας στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και με την πολιτεία. Και ενώ ίσως φαίνεται να μην είναι τόσο αναγκαίο (αν όχι και αδύνατον) να προσδιορίσουμε σε επιστημονικό, κοινωνικό ή φιλοσοφικό επίπεδο τον όρο Τέχνη, δεν συμβαίνει το ίδιο σε νομικό επίπεδο. Από τη στιγμή που ο όρος Τέχνη εμφανίζεται σε κανόνα δικαίου είναι υποχρεωτικός ο ορισμός του, προκειμένου να διαπιστώνει ο ερμηνευτής του δικαίου πότε πληρούται το πραγματικό του κανόνα δικαίου ώστε να αποφαίνεται ότι επέρχονται και οι προβλεπόμενες σε αυτόν έννομες συνέπειες. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει όταν ο όρος εντοπίζεται στο Σύνταγμα και απολαμβάνει εξέχουσας συνταγματικής προστασίας ως ατομικό δικαίωμα. Και στο βαθμό που τέτοιος ορισμός δεν είναι εφικτός με κριτήρια καλλιτεχνικά ή επιστημονικά, τότε θα πρέπει να γίνει με κριτήρια νομικά. Αυτήν ακριβώς τη δυσχέρεια να ορίσουν την τέχνη με κριτήρια καλλιτεχνικά ή επιστημονικά αντιμετωπισαν η θεωρία και η Νομολογία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Κατ’ αρχάς, από άποψη νομικού ενδιαφέροντος, τέχνη δεν είναι αναγκαστικά κάθε έργο που χαρακτηρίζεται ως τέτοιο από τον δημιουργό του αφού το πεδίο εφαρμογής ενός ατομικού δικαιώματος πρέπει προφανώς να καθορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια και όχι με βάση την προσωπική αντίληψη του εκάστοτε φορέα του (βλ. https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-16/ Ερμ. αρ. 16 Σ Σπ. Βλαχόπουλου σελ. 8). Παρ’ όλα ταύτα σύμφωνα με μία υποστηριζόμενη άποψη (μη κρατούσα), ο,τιδήποτε ο δημιουργός ονομάζει ως έργο τέχνης είναι τέτοιο, και απολαμβάνει απεριόριστη προστασία υπερισχύοντας έναντι όλων των άλλων εννόμων αγαθών, μη υποκείμενο σε οιοδήποτε γενικό ή ειδικό περιορισμό. Μια τέτοια άποψη είναι εσφαλμένη, αφού η εξαίρεση από τη μια μεριά της καλλιτεχνικής δημιουργίας από όλους τους περιορισμούς του νόμου και η παραδοχή από την άλλη μεριά ότι το τι είναι και τι δεν είναι έργο τέχνης δεν καθορίζεται από κάποιο όργανο ή φορέα με συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια, αλλά από τον ίδιο το δημιουργό του, Θα οδηγούσε αναπόδραστα στο άτοπο αποτέλεσμα να εναπόκειται στο ίδιο το υποκείμενο (ανάλογα με τον αυτοπροσδιορισμό του ως καλλιτέχνη) να αποφασίζει κυριαρχικά για το εύρος των δικών του δικαιωμάτων. Τέτοια παραδοχή Θα οδηγούσε αναπόδραστα σε προφανώς άτοπα αποτελέσματα. Θα γινόταν δεκτό παραδείγματος χάριν ότι έχουν δικαίωμα κάποιοι να εμφανιστούν γυμνοί, συμμετέχοντες σε ομαδική σεξουαλική πράξη ενώπιον παιδιών, σε προαύλιο νηπιαγωγείου ή την ώρα παιδικής παράστασης νηπιαγωγείου, προκειμένου να εκφράσουν τις «καλλιτεχνικές» τους ανησυχίες (όπως τις αντιλαμβάνονται οι ίδιοι) σχετικά με τον πουριτανισμό που θεωρούν ότι επικρατεί στην εκπαίδευση των παιδιών ή να πράξουν ομοίως εντός Ιερού Ναού την ώρα την ιεροτελεστίας, προκειμένου να εκφράσουν τις «καλλιτεχνικές» τους ανησυχίες (όπως τις αντιλαμβάνονται οι ίδιοι) σχετικά με τον πουριτανισμό που θεωρούν ότι επικρατεί στους κόλπους της συγκεκριμένης θρησκείας ή θα έπρεπε να γίνει δεκτή η τέλεση ακόμη και κακουργημάτων εν ονόματι της καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως ανθρωποκτονίες, βιασμούς, βασανισμούς ζώων κλπ (βλ. και Δαγτόγλου ατομικά δικαιώματα σελ. 660, 662, 663 εκδ. 1991). Το ανωτέρω όμως είναι προφανώς απαγορευμένο από το Συνταγματικό νομοθέτη, δίχως να μπορεί ούτε με την πλέον διασταλτική ερμηνεία να υποστηριχτεί ότι το αρ. 16 Σ υπερβαίνει τις επιταγές όλων των υπολοίπων άρθρων (μεταξύ των οποίων και των αρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, και 13 παρ. 1 τα οποία μάλιστα ανήκουν στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρητέων άρθρων).
Περαιτέρω, σε μία προσέγγιση του προβλήματος κυρίως από την αποφατική του πλευρά, ήτοι προσπαθώντας να οριστεί τι από τα δημιουργήματα δεν είναι έργο τέχνης εμφανίστηκε η θεωρία της αποκλειστικότητας, που κατίσχυε παλιότερα στη γερμανική θεωρία και νομολογία, σύμφωνα με την οποία η τέχνη και η πορνογραφία είναι εντελώς αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Τη δε θέση αυτή ασπαζόταν και η ελληνική νομολογία τουλάχιστον κατά τη δεκαετία 1970-1980, όπου εφόσον διαγιγνωσκόταν βάσει κάποιων κριτήριων (όπως ο υπερβολικός και οχληρός τρόπος περιγραφής των γενετήσιων συμβάντων, ο σκοπός σεξουαλικής διερέθισης, ο αποσπασματικός χαρακτήρας του επίδικου αντικειμένου και η μη σύνδεσή του με άλλες εκδηλώσεις της ζωής ή με οποιοδήποτε ανθρώπινο προβληματισμό, η πρόθεση του δημιουργού να κερδοσκοπήσει μέσω της ερωτικής διέγερσης), ο χαρακτήρας ενός δημιουργήματος ως πορνογραφήματος-ασέμνου, που προσέβαλλε την αιδώ, τούτο αυτοδικαίως συνεπαγόταν ότι δεν ήταν έργο τέχνης και προς τούτο έπρεπε να απαγορευθεί η θέση του σε κυκλοφορία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 30 του ν. 5060/1931 και 14 παρ. 3 περ. δ του Σ. Παρατηρείται δε ότι, ακόμα και εάν στο έργο αναγνωριζόταν κάποια αισθητική αξία, εφόσον ξεπερνούσε το όριο που έθετε ο νόμος, ήτοι την αιδώ αυτών που έρχονταν σε επαφή μαζί του, τότε απέβαλλε το χαρακτήρα του ως έργου τέχνης και καθίστατο άσεμνο. Αναφέρεται σχετικά η ΑΠ 668/1973, ΠοινΧρΚΓ,σελ.720, που προσδιορίζοντας επαρκώς την έννοια του πορνογραφήματος ως την «εκχυδαίζουσα και διαλαλούσα κατά τρόπο οχληρό περιγραφή γενετήσιων συμβάντων, που παρουσιάζονται κατά τρόπο υπερβολικό, με λεπτομέρειες και χωρίς καμία νοηματική σύνδεση με άλλες εκδηλώσεις της ζωής» κρίνει ότι το επίδικο βιβλίο υπό τον τίτλο «Σώμα» είναι άσεμνο, επειδή α) δεν συνδέεται η αηδής, προκλητική και υπερβολική περιγραφή του γεννητικού οργάνου της γυναίκας προς άλλες εκδηλώσεις της ζωής και β) ο συγγραφέας έχει πρόδηλο σκοπό προκλήσεως αισθησιακής διέγερσης κατωτέρων ενστίκτων. Συνεπώς, καταλήγει η απόφαση, το έργο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έργο τέχνης διότι ούτε προκαλεί κάποια αισθητική συγκίνηση ή απόλαυση, ούτε αφυπνίζει συναισθήματα λεπτά, ούτε αποβλέπει στην ηθικοποίηση του ατόμου, τα οποία αποτελούν διακριτικά στοιχεία του έργου τέχνης. Βλ. επίσης και ΑΠ219/1975, ΠοινΧρ ΚΕ, σελ. 578, όπου αναφέρεται ρητά στο σκεπτικό της απόφασης, ο όρος πορνογράφημα ως ακολούθως: «το εν λόγω βιβλίο δεν δύναται να θεωρηθεί έργο τέχνης ή επιστήμης, εφόσον από το συνδυασμό των εκτιθέμενων περικοπών προς το υπόλοιπο περιεχόμενο του, εμφανίζει μόνο τα χαρακτηριστικά του πορνογραφήματος, προφανώς κατά την ετυμολογία της λέξεως, καθώς και λόγω της αισχρότητας του συνόλου των θεμάτων, με τα οποία ασχολείται, τα οποία προκαλούν αηδία και αποστροφή στους αναγνώστες». Στο ίδιο σκεπτικό και η 12654/1978 ΤριμΠλημΑθ, ΠοινΧρΚΗ,σελ.644, όπου καταλήγει: «κάθε φορά που ο δράστης της παρασκευής, εμπορίας κλπ ενός θίγοντος την αιδώ και συνακολούθως τα ήθη έργου κερδοσκοπεί διερεθίζων τους γενετήσιους πόθους άλλων, το έργο δεν εμπίπτει στην κατηγορία του καλλιτεχνήματος, και η κυκλοφορία του είναι αξιόποινη παρά την τυχόν μικρή ή μεγάλη αισθητική του αρτιότητα.» (βλ. διπλωμ. Εργασια δημοσ. Στο διαδίκτυο της ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΦΩΤΕΙΝΗ: «ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» σελ. 57, ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΜΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2012-2013). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η ΑΠ 668/1973 με το ανωτέρω σκεπτικό θέτει και κάποια διακριτικά στοιχεία του έργου τέχνης, ήτοι την αναγκαιότητα αυτό να προκαλεί κάποια αισθητική συγκίνηση ή απόλαυση, να αφυπνίζει συναισθήματα λεπτά και να αποβλέπει στην ηθικοποίηση του ατόμου. Τα ανωτέρω κριτήρια διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση του εδαφίου β της παρ. 1 του αρ. 16 το Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «η ανάπτυξη και η προαγωγή τους (μεταξύ των οποίων και της τέχνης) αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Αντίθετη άποψη ακολούθησε η 3654/1986 του Πλημμελειοδικείου Λάρισας και αργότερα η ΜΠρΑθ 5208/2000 (υπόθεση βιβλίου Ανδρουλάκη) και η 6294/2011 ΠΠΡ ΑΘ (υπόθεση προβολής ταινίας κώδικα Ντα Βίντσι). Αξιοσημείωτη είναι η ΑΠ 427/2012. Στην συγκεκριμένη υπόθεση ο κατηγορούμενος εγκατέστησε σε ιστοσελίδα και δημόσια διέθεσε βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα από ερωτικές σκηνές ηθοποιών, περιεχόμενες σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, που είχαν παραχθεί από ημεδαπούς παραγωγούς και αποτελούσαν αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας τους, υπάγονταν δηλαδή υπό την προστασία της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τον τρόπο δε που οι επίμαχες σκηνές προβάλλονταν, αποσυνδεδεμένες από τη νοηματική ροή της πνευματικής δημιουργίας, στην οποία κάθε μια ήταν καλλιτεχνικά ενταγμένη, παρείχαν την εντύπωση στιγμιότυπων πορνογραφικού περιεχομένου, με σκοπό την ερωτική διέγερση των επισκεπτών της ιστοσελίδας του κατηγορουμένου, και αποτελούσαν υπό την έννοια αυτή άσεμνα δημοσιεύματα. Και καταλήγει «η παρουσίαση με αυτόν τον τρόπο ερωτικών σκηνών πορνογραφικού περιεχομένου σε μέσο στο οποίο έχουν δυνατότητα πρόσβασης νέα άτομα προκαλούν το κοινό αίσθημα και ειδικότερα την αιδώ των ανθρώπων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρ. 30 του ν. 5060/1931 “Ασεμνα κατά τις περιπτώσεις του προηγουμένου άρθρου θεωρούνται τα χειρόγραφα, έντυπα εικόνες και λοιπά αντικείμενα, όταν, σύμφωνα με το κοινό αίσθημα, προσβάλλουν την αιδώ. Δεν θεωρούνται άσεμνα τα έργα τέχνης ή επιστήμης και ιδίως αυτά που ανήκουν στην πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητας ή που συμβάλλουν στην προώθηση της ανθρώπινης γνώσης, εκτός από την περίπτωση όπου προσφέρονται προς πώληση, πωλούνται ή παρέχονται ειδικά, σε πρόσωπα ηλικίας κάτω των 18 ετών και για σκοπούς άλλους, εκτός από τη σπουδή. Για το χαρακτηρισμό έργου ως ανήκοντος στις παραπάνω εξαιρέσεις ο εισαγγελέας μπορεί να προκαλέσει συμβουλευτική γνωμοδότηση πενταμελούς επιτροπής, την οποία διορίζει ο ίδιος από παιδαγωγούς, καθηγητές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και μέλη συλλόγων για την προστασία της παιδικής ηλικίας ή όπου δεν υπάρχουν τέτοια πρόσωπα, τριμελούς επιτροπής από παιδαγωγούς και λογίους”. Δηλαδή ο νομοθέτης υποχρεώνει τον Εισαγγελέα (και ακολούθως το ποινικό δικαστήριο που θα αναλάβει την εκδίκαση τη υποθέσεως) να προσδιορίσει εάν ένα δημιούργημα είναι ή όχι έργο τέχνης (βλ. υπόθεση “outlook” και υπόθεση «Gerhard Harderer») και του χορηγεί τη δυνατότητα να συνεπικουρηθεί στην ενέργεια του αυτή γνωμοδοτικά από ειδική επιτροπή που συγκροτεί ο ίδιος. Παρ’ όλα ταύτα, δεν έχει καταστεί δυνατόν να διατυπωθεί ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της τέχνης. Σημειώνεται ότι το γερμανικό ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει εάν το κάθε συγκεκριμένο έργο φέρει την καλλιτεχνική ιδιότητα χρησιμοποίησε τρεις ταυτόχρονα ορισμούς (που παρουσιάζουν πάντως επιμέρους αδυναμίες) ο καθένας από τους οποίους καταλαμβάνει ορισμένες ειδικότερες εκφάνσεις και χαρακτηριστικά της τέχνης (που παρουσιάζουν πάντως επιμέρους αδυναμίες) : α) ως κάθε έργο που ανήκει σε αναγνωρισμένο καλλιτεχνικό είδος όπως ποίηση ζωγραφική γλυπτική κτλ. β) ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δημιουργικής φαντασίας και γ) ως ανθρώπινο δημιούργημα που επιδέχεται και χρήζει πολλαπλής ερμηνείας και όχι μονοσήμαντης θεώρησης (βλ. https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-16/ Ερμ. αρ. 16 Σ Σπ. Βλαχόπουλου σελ. 8).
Στις περιπτώσεις που ο ερμηνευτής του δικαίου αποφαίνεται ότι πρόκειται για έργο τέχνης και συνεπώς βρισκόμαστε στο προστατευτικό πεδίο του αρ. 16 Σ ισχύουν τα ακόλουθα. Κατά μια άποψη της θεωρίας και της Νομολογίας, στους περιορισμούς των χρηστών ηθών υπόκειται και η - σύμφωνη με το Σύνταγμα και τους νόμους- άσκηση της ελευθερίας της τέχνης και της επιστήμης (άρθρο 16 Συντ.). Η μόνη διαφορά είναι πως οι περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να είναι τόσο εντατικοί και εκτεταμένοι (όπως ισχύει στο άρθρο 14 Συντ.) ούτε να είναι ειδικοί, δηλαδή να τίθενται αποκλειστικά και μόνο για την τέχνη και την επιστήμη (αυτή τη σημασία έχει η απουσία της επιφύλαξης υπέρ του νόμου από τη συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη του άρθρου 16 Συντ.). (Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, σελ. 328.). Για αυτό και η έννοια περί του τι είναι έργο τέχνης ή επιστήμη εκτιμάται πως δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, τις κρατούσες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις (πρωτίστως, των ειδικών τέχνης και των επιστημόνων), αλλά και την αλήθεια [Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, ό.π., σελ. 328 και 330-331. βλ. και δημοσιευμένη στο διαδίκτυο διπλ. εργασία «ΤΑ ΧΡΗΣΤΑ ΗΘΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ» Άννα Καλούδη ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020). Κατά την κρατούσα στη θεωρία και στη Νομολογία άποψη, η καλλιτεχνική ελευθερία είναι μεν «ανεπιφύλακτη», δεν είναι όμως απεριόριστη (Για την προβληματική των περιορισμών των «ανεπιφύλακτων» ατομικών δικαιωμάτων, βλ., αντί άλλων, Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ, Συνταγματικό δίκαιο, τόμ. Γ’ (Θεμελιώδη δικαιώματα), 1988, σελ. 261 επ. και Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3Π έκδ., 2006, σελ. 82., Δαγτόγλου ατομικά δικαιώματα σελ. 660, 662, 663 εκδ. 1991). Αντιθέτως, μπορεί να περιοριστεί όταν αυτό επιβάλλεται για λόγους προστασίας άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων και αγαθών. Η καλλιτεχνική ελευθερία (όπως και κανένα άλλο συνταγματικό δικαίωμα) δεν υπερισχύει a priori και σε κάθε περίπτωση εις βάρος άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων και γενικότερα συνταγματικών ρυθμίσεων (βλ. και ΣτΕ 2568/1991 ΝΟΜΟΣ). Τούτο άλλωστε προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 5 παρ. 1 και 25 παρ. 3 Σ. (βλ. και διπλωμ. Εργασια δημοσ. Στο διαδίκτυο της Παναγιωτοπουλου Φωτεινη: «ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» σελ. 38 επ., ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΜΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2012-2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με μια άποψη, όταν το προβαλλόμενο δια του τύπου ή της τηλεόρασης ή του διαδικτύου έργο τέχνης απολαμβάνει την αυξημένη προστασία του αρ. 16 Σ, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του αρ. 14 και 15 Σ (βλ. https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-16/ Ερμ. αρ. 16 Σ Σπ. Βλαχόπουλου), πλην όμως τούτο δεν αναιρεί την υποχρέωση στάθμισης του όταν αυτό συγκρούεται σε άλλο έννομο αγαθό (Βλ. και ΕΔΔΑ, Günduz κ. Τουρκίας, 4.12.2003, παρ. 40, Erbakan κ. Τουρκίας, 6.10.2006, παρ. 56, Sürek κ. Τουρκίας, 8.7.1999, παρ. 62). Κατ’ άλλη άποψη όταν επιλέγεται ως μέσο μετάδοσης ή προβολής ενός καλλιτεχνικού προϊόντος, το ραδιόφωνο ή η ραδιοτηλεόραση, τα έργα τέχνης υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς του αρ. 15 παρ. 2 Συντ. (βλ. ΣτΕ 3490/2006, 2838/2014, Πυργάκης Δ., Ελευθερία του λόγου και η ελευθερία της τέχνης μέσω της ραδιοτηλεόρασης (Άρθρο 15), σε: Συλλογικό, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, όπ. π., σελ. 368 – 369.). Το ίδιο άλλωστε το αρ. 15 παρ. 2 εδ. γ’ αναφέρεται ρητά στα “προϊόντα του λόγου και της τέχνης” (βλ. https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/eleftheria-ths-texnhs-kai-koinovoyleutikos-elegxos/#_ftn16, και διπλωμ. Εργασια δημοσ. Στο διαδίκτυο της Παναγιωτοπουλου Φωτεινη: «ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» σελ. 38 επ., ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΜΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2012-2013). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λάβει χώρα μια πρακτική εναρμόνιση των συγκρουόμενων εννόμων αγαθών, ώστε να διατηρήσουν και τα δύο την κανονιστική τους εμβέλεια. Η εναρμόνιση αυτή αποτελεί υποχρέωση του κοινού νομοθέτη, άλλως ο δικαστής καλείται να σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα, προκειμένου να διαπιστωθεί ποιο από τα έννομα αγαθά υπερτερεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τα κριτήρια της στάθμισης θα πρέπει να εντοπισθούν, κυρίως στη βαρύτητα της προσβολής αλλά και στην ένταση του περιορισμού της ελευθερίας της Τέχνης. Η πρακτική αυτή εναρμόνιση έχει πραγματοποιηθεί από τον έλληνα Νομοθέτη του Ν.5060/1931 περί ασέμνων δημοσιευμάτων, υπό την σκέπη του οποίου υπάγεται σήμερα και η πορνογραφία. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου, «δεν θεωρούνται άσεμνα τα έργα τέχνης ή επιστήμης… εκτός από την περίπτωση όπου προσφέρονται προς πώληση, πωλούνται ή παρέχονται ειδικά, σε πρόσωπα ηλικίας κάτω των 18 ετών και για σκοπούς άλλους, εκτός από τη σπουδή». Δηλαδή μεταξύ της προσβολής της αιδούς (ενηλίκων), και της ελευθερίας της τέχνης, κατισχύει η δεύτερη. Πλην όμως εισάγεται ένας περιορισμός στην ελευθερία τέχνης, όταν τα άσεμνα προσφέρονται σε πώληση, πωλούνται ή παρέχονται ειδικά σε ανήλικα πρόσωπα, και για σκοπούς άλλους, εκτός από τη σπουδή. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, προκρίνεται το έννομο αγαθό της ανηλικότητας. Παρατηρείται δηλαδή, ότι ο νομοθέτης έδωσε προβάδισμα στην προστασία της ανηλικότητας, διασφαλίζοντας, όμως ταυτόχρονα, το δικαίωμα του καλλιτέχνη για διάδοση (και) του καλλιτεχνήματος με πορνογραφικό περιεχόμενο στους ενηλίκους (βλ. διπλωμ. Εργασια δημοσ. Στο διαδίκτυο της Παναγιωτοπουλου Φωτεινη: «ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» σελ. 38 επ., ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΜΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2012-2013). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΟλΑΠ 13/1999 (υπόθεση όρου «βούλγαροι» στο λεξικό Μπαμπινιώτη) που έκρινε (με ισχυρή πάντως μειοψηφία) ότι περιορισμοί στο δικαίωμα της επιστημονικής ελευθερίας που κατοχυρώνει το αρ. 16 Σ μπορούν να παραχθούν μόνο από στάθμιση με το ατομικό δικαίωμα του αρ. 2 παρ. 1 Σ, αφορά συγκεκριμένη περίπτωση σχετικά με πόρισμα της επιστήμης και όχι έργο τέχνης, ενώ σημειώνεται ότι από τότε και εντεύθεν δεν σημειώθηκε στροφή στην ως άνω κρατούσα άποψη θεωρίας και Νομολογίας περί στάθμισης του δικαιώματος του έργου τέχνης με τα λοιπά ατομικά δικαιώματα (για τη συνταγματική θεμελίωση των εκφάνσεων του δικαιώματος στην προσωπικότητα και για το θέμα της στάθμισης μεταξύ των συγκρουομένων ατομικών δικαιωμάτων βλ. και Γ. Πλαγιανάκου “Το δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας” σελ. 165 και εκεί παραπομπές και ΠΠρΑθ 6294/2011, 33/2018 ΠΠΡ ΚΩ, 530/2012 ΜΠΡ ΡΟΔ (ΑΣΦ), 5208/2000 ΜΠΡ ΑΘ). Περαιτέρω, η προσωπικότητα περιλαμβάνει κάθε αγαθό που συνδέεται στενά με το πρόσωπο, ως ύπαρξη φυσική, ηθική, κοινωνική και πνευματική, όπως είναι η τιμή, η υπόληψη, η ελευθερία κ.ά. (Ολ. ΑΠ 13/1999, ΕλλΔ/νη 40, 752). Μεταξύ των διαφόρων εκδηλώσεων του δικαιώματος της προσωπικότητας, το οποίο είναι ενιαίο, περιλαμβάνεται η ψυχική υπόσταση του προσώπου, δηλαδή ο ψυχικός και συναισθηματικός του κόσμος (Α. Γεωργιάδη, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», έκδ. 1996, παρ. 186, σελ. 86). Πτυχή της προσωπικότητας που χρήζει προστασίας είναι και η θρησκευτική συνείδηση. Η θρησκευτική συνείδηση εκφράζει το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου σχετικά με τη φυσική ή μεταφυσική θεώρηση του κόσμου, και μάλιστα με το θείο, και συμπροσδιορίζει την ταυτότητα ενός φυσικού προσώπου, ανεξάρτητα αν συνδέεται με διδαχές ενός συγκεκριμένου δόγματος, εκφράζει αθεϊστικές απόψεις ή απλώς πρεσβεύει ηθικοφιλοσοφικές βιοθεωρίες. Σε κάθε περίπτωση, τα θρησκευτικά ή ιδεολογικά «πιστεύω» δίνουν το στίγμα της ηθικοπνευματικής ατομικότητας και εντάσσονται στη γενικότερη ελευθερία της συνείδησης, η οποία προστατεύεται ως στοιχείο της προσωπικότητας. Προσβολή της προσωπικότητας αποτελεί και η καθύβριση θρησκείας, η οποία δύναται να γίνει αμέσως ή εμμέσως, εγγράφως, προφορικώς ή έργω, με βάναυση ή χυδαία έκφραση ή πράξη, και αφορά στα δόγματα, τα έθιμα ή τα λατρευτικά σύμβολα και σκεύη των πιστών (33/2018 ΠΠΡ ΚΩ). Ειδικότερα, για το ζήτημα της σύγκρουσης του δικαιώματος του καλλιτέχνη στη δημιουργία και του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του αποδέκτη του έργου στην έκφανση της θρησκευτικής του ελευθερίας και συγκεκριμένα του θρησκευτικού του συναισθήματος, παραθέτω αυτούσια, όπως αναφέρονται από τον Σπ. Βλαχόπουλο, στο έργο του «Τέχνη και θρησκεία. Η αμοιβαία ανεκτικότητα ως τρόπος επίλυσης συνταγματικών συγκρούσεων», σε: ΔτΑ 67/2016. σ. 45-54, καθώς και σε ερμ. κατ’ αρ. του Συντάγματος, αρ. 16 Σ, στο διαδικτυακό τόπο syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-16/ τα ακόλουθα αποσπάσματα (τα οποία απηχούν και την κρατούσα άποψη) : «Η απαγόρευση προσβολής του θρησκευτικού συναισθήματος σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται στον καλλιτέχνη να φέρνει σε επαφή με το βλάσφημο έργο τους πιστούς χωρίς τη θέλησή τους. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να έχει συνταγματική αξίωση να εξαναγκάζει τους συνανθρώπους του να υποστούν προσβολή του θρησκευτικού τους συναισθήματος χωρίς την θέλησή τους. Μια τέτοια συμπεριφορά (να εξαναγκάζω τους συνανθρώπους μου να υποστούν προσβολή του θρησκευτικού τους συναισθήματος χωρίς τη θέλησή τους) δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην καλλιτεχνική ελευθερία του άρθρου 16 παρ. 1 Συντ. Έτσι, ο πιστός έχει αξίωση να μην έρθει σε επαφή με ένα «βλάσφημο» έργο στον δρόμο χωρίς τη θέλησή του και αντιστοίχως ο καλλιτέχνης δεν έχει αξίωση να εξαναγκάσει τον πιστό να δει τον βλάσφημο ζωγραφικό του πίνακα ή τη βλάσφημη καλλιτεχνική του αφίσα στον δρόμο (βλ. και ΣτΕ 1319/2004 ΝΟΜΟΣ). Η προτροπή που έχει εκφρασθεί από κάποιους «ας στρέψει το βλέμμα του αλλού» δεν είναι πειστική. Τι νόημα έχει άραγε η προτροπή να στρέψω το βλέμμα μου αλλού, όταν έχω δει αυτό που προσβάλλει το θρησκευτικό μου συναίσθημα; Σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται τρόπος και να μην προσβληθεί το θρησκευτικό συναίσθημα και ταυτόχρονα να μην περιορισθεί η καλλιτεχνική ελευθερία. Έτσι, σύμφωνα με την ίδια κρατούσα άποψη, μια βλάσφημη ταινία μπορεί να προβληθεί στο διαδίκτυο εφόσον υπάρχει σχετική επισήμανση στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου και αντιστοίχως μια βλάσφημη γελοιογραφία μπορεί να δημοσιευθεί στις εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας εφόσον υπάρχει ειδοποίηση στην πρώτη σελίδα.». Τα ανωτέρω καθίστανται περισσότερα επιτακτικά μετά την κατάργηση με τυπικό νόμο της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων, αφού σε αντίθετη περίπτωση το κατοχυρωμένο κατά τα ανωτέρω στο Σύνταγμα θρησκευτικό συναίσθημα του πιστού θα έμενε παντελώς απροστάτευτο σε οιαδήποτε προσβολή οσοδήποτε βάναυση και εάν είναι. Έτσι, παραδείγματος χάρη, πίνακας, σχέδιο ή αφίσα, απεικονίζει εσταυρωμένη (σε Σταυρό με την αναρτημένη επ’ αυτού την επιγραφή ΙΝΒΙ) τη μορφή μιας γυμνόστηθης εγκύου γυναίκας, της οποίας η μορφή και η έκφραση του προσώπου παραπέμπει καταφανώς στο πρόσωπο της Παναγίας (και ειδικά στην εικόνα της Παναγίας της “Αμώμου Συλλήψεως” ή της Παναγίας της Λούρδης) (ειδικά για το σύμβολο του Σταυρού βλ. δημ. στο διαδίκτυο διδακτορική διατριβή Πάχου - Φώκιαλη, Αγλαΐας – Μαρίας με θέμα «Η νομική προστασία των θρησκευτικών συμβόλων: το παράδειγμα του σταυρού» Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Τμήμα Νομικής, Τομέας Δημοσίου Δικαίου 2019), όποιο και εάν είναι το μήνυμα που ο δημιουργός της θέλει να μεταδώσει, προσβάλλει βάναυσα το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών της χριστιανικής θρησκείας. Ως εκ τούτου, εφόσον κριθεί, με βάση τα προαναφερόμενα αναλυτικά εκτιθέμενα κριτήρια, από τον ερμηνευτή του δικαίου, ότι η ως άνω απεικόνιση εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο το αρ. 16 Σ ως έργο τέχνης, τότε, με βάση τις παραδοχές της παραπάνω (κρατούσας) άποψης, επιτρέπεται να αναρτηθεί σε δημόσιο χώρο εντός ή εκτός διαδικτύου ή να προβληθεί δημοσίως, μόνο με προηγούμενη προειδοποίηση των αποδεκτών πριν έρθουν σε οπτική επαφή με την επίμαχη απεικόνιση ότι δύναται αυτή να θίξει το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών της χριστιανικής θρησκείας. Σε περίπτωση παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης, επέρχονται οι ακόλουθες έννομες συνέπειες : α) Ο θιγόμενος πιστός έχει έναντι των υπευθύνων για την ανάρτηση ή την προβολή του επίμαχου πίνακα, σχεδίου ή αφίσας την αξίωση της άρσης της προσβολής της προσωπικότητας του (στην έκφανση της θρησκευτικής του ελευθερίας) με την αφαίρεση του αντικειμένου από το δημόσιο χώρο στον οποίο του παρέχεται οπτική πρόσβαση χωρίς την προηγούμενη προειδοποίηση και της μη επανάληψης στο μέλλον εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις του κινδύνου επανάληψης της προσβολής, με την απαγόρευση της εκ νέου ανάρτησης ή προβολής αυτού και τέλος σε περίπτωση υπαιτιότητας την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (αρ. 13 Σ, 57, 59, 932 ΑΚ), οι δε αξιώσεις αυτές μπορούν να εγερθούν, είτε στο πλαίσιο προσωρινής δικαστικής προστασίας (αίτημα ασφαλιστικών μέτρων - προσωρινή διαταγή), είτε με τακτική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, του τόπου που έγινε η ανάρτηση ή προβολή και εάν πρόκειται για διαδίκτυο οιουδήποτε τόπου (αρ. 35 ΚΠολΔ, ΕφΔωδ 220/2013), β) Ο Εισαγγελέας παραγγέλλει την αφαίρεση του επίμαχου πίνακα, σχεδίου ή αφίσας από το δημόσιο χώρο που είναι αναρτημένο (με τρόπο που παρέχεται οπτική πρόσβαση σε οιονδήποτε χωρίς την προηγούμενη προειδοποίηση), κατ’ αρ. 14 παρ. 3 περ. α του Συντάγματος [για την απευθείας στο Σύνταγμα (χωρίς να απαιτείται η έκδοση νόμου) θεμελιούμενης εξουσίας του Εισαγγελέα για παραγγελία κατάσχεσης του εντύπου βλ. Δαγτογλου ατομικά δικαιώματα σελ. 523 εκδ. 1991].
Καλλιτεχνική δημιουργία με τη μορφή ζωγραφικής και γλυπτικής εμφανίζεται για πρώτη φορά σε πρωτόγονους λαούς.
Source/ Author:ethemis.gr