Η ανικανότητα προς καταλογισμό και η ψυχοπαθολογία του δράστη

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ/ October 29, 2023: Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα NewsRoom


ethemis

Η ανικανότητα προς καταλογισμό και η ψυχοπαθολογία του δράστη

Χρήστος Κ. Ψαρράς,
Α. Δικηγόρος ΔΣΑ, Μέλος Οργανωτικής Επιτροπής Σπουδαστηρίου Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Ε.Ε.Ν. e-Θέμις
LL.B National and Kapodistrian University of Athens,
LL.M Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg

Η ανικανότητα προς καταλογισμό και η
ψυχοπαθολογία του δράστη.

Το Ποινικό Δίκαιο είναι ο κλάδος εκείνος του Δικαίου
ο οποίος συνυφαίνεται άμεσα με τον Άνθρωπο. Αποτελεί
βασικό ρυθμιστικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής,
αντικείμενο του οποίου είναι η ενασχόληση με το οριακό
φαινόμενο, το έγκλημα. Το Ποινικό Δίκαιο έχει ως πυρήνα
της μελέτης και της ενασχόλησής του, αλλά και της
δικαστηριακής του πρακτικής, τα ανθρώπινα πάθη.
Γι’αυτό, άλλωστε, αναπτύσσει μια διαλεκτική σχέση με
άλλες επιστήμες σε μεγάλο βαθμό, όπως η Φιλοσοφία, η
Ψυχολογία, η Ψυχιατρική κλπ. Συναφώς, αναπόδραστη
ανακύπτει η ανάγκη να τονιστεί ότι θεμέλιο της
συγκρότησης της Ποινικής Επιστήμης είναι η Ποινική
Δογματική (ποινικό δόγμα), προσλαμβάνει δε το
χαρακτήρα του δόγματος, όχι επειδή λόγου χάρη
συνίσταται στην αυθαίρετη κι ετερόνομη επιβολή κανόνων
Δικαίου, αλλά επειδή έχει ως βασικό άξονα την ενδοσυστημική συνέπεια, την εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου και των Αρχών αυτού, όπως ο σεβασμός στην
αξία του ανθρώπου, του κράτους Δικαίου κλπ. Τούτων
δοθέντων, χαρακτηριστικό του Ποινικού Δικαίου είναι ότι
καταφεύγει στη λογική των προτιμήσεων
(Präferenzenlogik).


Είναι δε σαφές και σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, ότι
η εξέλιξη της επιστήμης της Ψυχιατρικής και της
Ψυχολογίας επηρεάζει σαφέστατα το Ποινικό Δίκαιο,
ιδιαίτερα, στα ζητήματα του καταλογισμού (αυτό δε
σημαίνει επ’ουδενί ότι ένα πόρισμα της ιατρικής επιστήμης
υποκαθιστά την αρχή της ηθικής απόδειξης, η οποία
καθιερώνεται στο Ποινικό μας Σύστημα και που οργανώνει
και συναρμόζει τη δικανική σκέψη με βάση την ελεύθερη
εκτίμηση των αποδείξεων, αρ. 177 ΚΠΔ ).
Ενδεικτικό της εξέλιξης στον τομέα είναι ότι, ακόμη,
και η εμφάνιση «νέων» λ.χ ναρκωτικών ουσιών που οι
δυνητικές συνέπειες που έχουν στον άνθρωπο που
εγκληματεί, ως προς το στοιχείο λ.χ εκδήλωσης
εκφάνσεων της προσωπικότητας του σε τέτοιο βαθμό που
να απωθείται η ικανότητα του καταλογισμού, είναι ζήτημα
υπό διερεύνηση (πέραν των «κλασικών» μορφών).

Ωστόσο, είναι σημαντικό για λόγους «συνέπειας» να
αναφερθούμε στις βασικές ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα
που ρυθμίζουν το φαινόμενο. Αυτές είναι οι διατάξεις των
άρθρων 34, 36 ΠΚ (34 ΠΚ λόγος άρσης του
καταλογισμού, 36 ΠΚ λόγος μείωσης του καταλογισμού –
διαφορετικό είναι το θέμα της actio libera in causa της 35
ΠΚ). Οι διατάξεις ρυθμίζουν αρνητικά το θέμα, δίδεται,
δηλαδή, ένας αρνητικός ορισμός για το πότε δεν
καταλογίζεται στο δράστη η πράξη του ή πότε συντρέχει
περίπτωση μειωμένου καταλογισμού. Υφίστανται δύο
στοιχεία, αφενός ένα βιολογικό (ψυχική ή διανοητική
διαταραχή ή διατάραξη της συνείδησης), αφετέρου ένα
ψυχολογικό (αδυναμία διάγνωσης του αδίκου είτε
συμμόρφωση στις περί δικαίου αξιολογήσεις της
κοινωνίας). Ούτως τεκμαίρεται ότι ο νομοθέτης μας
ακολουθεί τη λεγομένη μικτή μέθοδο 2 ή άλλως ενιαία λύση
(gesamte Lösung).

Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των άρθρων 34
ΠΚ και 36 ΠΚ είναι μια σχέση κλιμάκωσης (abgestufter
Ansatz). Εντούτοις, η βασική τους διαφορά, που
προκύπτει έμμεσα, είναι ότι η ένταση που απαιτείται για
την πλήρωση των στοιχείων στην 36 ΠΚ είναι μικρότερη σε σχέση με αυτή του 34 ΠΚ, κάτι που τεκμαίρεται από την επίδραση που ασκεί το ψυχολογικό στοιχείο, διότι στην 36
ΠΚ η επίδραση του βιολογικού στοιχείου δεν οδηγεί σε
πλήρη αποκλεισμό αλλά σε ουσιώδη και σημαντικό
περιορισμό της.

Σημαντικό είναι να τονιστεί και πως η διαζευκτική
αναφορά των λόγων και η διατύπωση των άρθρων που
περιγράφουν την ιδιάζουσα κατάσταση του δράστη,
γίνεται με συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση.
Πρώτα, εξετάζεται το «βιολογικό» κριτήριο, το οποίο
συνιστά την «εισαγωγική πύλη» που μας οδηγεί στην
εξέταση του ψυχολογικού κριτηρίου, διαμορφώνοντας
κατ’αυτό τον τρόπο την αιτιώδη αλληλουχία μεταξύ του
βιολογικού ευρήματος και του ψυχολογικού αποτόκου.
Τούτων δοθέντων, αποφεύγεται η αυστηρή προσέγγιση
μόνο βάση του βιολογικού κριτηρίου αλλά και η
ανασφάλεια δικαίου που αναπόφευκτα γεννάται από την
ψυχολογική μέθοδο. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια
προσπάθεια απονομής ουσιαστικής Δικαιοσύνης.


Είναι διαφορετική η προβληματική του αν η αδυναμία
διάγνωσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης δεν
οφείλεται σε κάποια ψυχική ή πνευματική διαταραχή ή
διατάραξη της συνείδησης ή αν ο δράστης έπασχε κατά το
χρόνο τέλεσης από πάθηση, η οποία, εντούτοις, δε συνδέεται αιτιωδώς με την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Τεκμαίρεται, δηλαδή, εκ των ως άνω
ρηθέντων ότι απαιτείται μεταξύ όλων αυτών των «πόλων»
ένα συνδετικό στοιχείο, ένα σημείο αναφοράς (sinnvoles
Anknüpfungspunkt).


Παράδειγμα 1 (νευρώσεις, ICD, Nr. 300): O A
κατηγορείται για την τέλεση του εγκλήματος της Εμπορίας
Ανθρώπων από το 2010 έως και το 2020. ( 323 Α ΠΚ.)
Παράλληλα, ο Α πάσχει από ψυχαναγκαστική νεύρωση.
Ωστόσο, η πάθηση του, ουδόλως, μπορεί να συσχετιστεί
με την τέλεση του εγκλήματος. Ο Α δε μπορεί να υπαχθεί
στο ρυθμιστικό πλαίσιο του κανόνα των 34 ΠΚ ή 36 ΠΚ,
διότι δεν συντρέχει ο προστατευτικός του νόμου σκοπός
(Νormschutzzweck). Είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το
άδικο των πράξεων του αλλά και να συμμορφωθεί με τις
επιταγές της έννομης τάξης (απουσία αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ πράξης και διατάραξης της συνείδησης
ή των πνευματικών λειτουργιών).
Παράδειγμα 2 (ψυχοπαθολογική αντίδραση): O
παιδόφιλος (ICD Nr.302.2) και τοξικομανής (ICD Nr.304) Β
συγκροτεί εγκληματική οργάνωση (187 ΠΚ) με σκοπό τη
διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και τον πορισμό οφέλους
άνω των 75.000 ευρώ. Ο Β, μολονότι, τυγχάνει
τοξικομανής δεν μπορεί να υπαχθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτό δέχεται παγίως η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση, κατά το
Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο, που ενδεχομένως
μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ικανότητας προς
καταλογισμό, εξαιτίας της μακροχρόνιας χρήσης κι εφόσον
έχουν επέλθει τέτοιες αλλοιώσεις στην προσωπικότητα
του Β (το κριτήριο της αλλοίωσης είναι νομικό ή
τουλάχιστον έτσι πρέπει να λαμβάνεται υπ’όψιν). Ωστόσο,
στο ως άνω παράδειγμα η τοξικομανία δε δικαιολογεί ούτε
τη σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, ούτε
τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τον πορισμό
οφέλους άνω των 75.000 ευρώ.


Μετά τη σύντομη αυτή παρέκβαση, παρατηρείται,
ήδη, ότι με βάση την κεντρική σημασία της Αρχής του
Ταυτοχρόνου
(Simultaneitätprinzip ) δεν αρκεί μια γενική,
αφηρημένη προσέγγιση της έννοιας της ανικανότητας
προς καταλογισμό στον εμπειρικό κόσμο, αλλά θα πρέπει
η κρίση περί αυτής να αφορά τη συγκεκριμένη πράξη,
κρίσιμος χρόνος δε είναι ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Δε
μας αφορά μια εν γένει ανικανότητα προς καταλογισμό,
οφειλομένη σε κάποια νόσο ή ψυχοπαθολογική
κατάσταση (επί παραδείγματι την ψυχολογική διαταραχή
διασχιστικής προσωπικότητας ή κάποιας άλλης
διαταραχής της προσωπικότητας – Krankheitswert, Paraphilien und Süchten) ως μια γενική και αόριστη προσέγγιση.


Γενικώς, αδήριτη ανάγκη είναι να ειπωθεί ότι ο
δικαστής πρέπει να προβαίνει σε μια συνθετική-σωρευτική
προσέγγιση των δυο κριτηρίων, να μην αρκείται μόνο στο
ψυχολογικό κριτήριο, που οδηγεί, ενδεχομένως, σε μια
αφόρητη διεύρυνση της ποινικής καταστολής, αλλά και σε
αβεβαιότητα και ανασφάλεια γύρω από την εφαρμογή των
ποινικών κανόνων. Συναφώς, το βιολογικό κριτήριο με τα
οντολογικά στοιχεία του παρέχει έναν ασφαλή δρόμο
χάραξης των γενικών ορίων της ανικανότητας.
Αλλά και πάλι η αμιγής εφαρμογή του βιολογικού
κριτηρίου, ενδεχομένως, να οδηγεί σε μια ανεπιεική λύση
για μια συγκεκριμένη περίπτωση.


Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τυγχάνει
εφαρμογής ένα ουσιαστικό κριτήριο, όχι τυπικό, ένα
κριτήριο που προσάδει κι είναι απότοκο της δυναμικής
διαδικασίας της ποινικής δίκης κι αυτό δεν είναι άλλο από
τη στάθμιση των διαφόρων παραγόντων και τη μελέτη των
συγκεκριμένων περιστάσεων κάτω από τις οποίες
τελέστηκε το έγκλημα και τα ιδιαίτερα στοιχεία της
υποδομής του δράστη (χωρίς να κατατείνει μια τέτοια
προσέγγιση σε «φρονηματικό» δίκαιο. Η διάκριση πρέπει
να είναι πολύ προσεκτική).

Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ή
τουλάχιστον δε θα πρέπει να επικρατεί αυτή η λογική στο
Ποινικό Δικαστήριο, η λογική της πεπατημένης. Όλα είναι
«ρευστά» και κρίνονται in concerto. Αντίθετη άποψη και
αντίληψη θα παραβίαζε βάναυσα θεμελιώδεις
συνταγματικές αρχές, πολλώ δε μάλλον όταν τίθεται
ζήτημα καταλογισμού της πράξης. Όλα αυτά επ’ουδενί
ήθελεν υποτεθεί ότι καθιστούν το Ποινικό Δόγμα διάτρητο.
Τουναντίον, μάλιστα, το εφαρμόζουν στο έπακρο, αφού
πυρήνας του είναι οι βασικές αρχές που διέπουν το
κράτος Δικαίου (Rechtsstaat) και την έννομη τάξη
(Rechtsordnung).
Υπό το καθεστώς του νέου Ποινικού Κώδικα
εγκαταλείφθηκε η επηρεασμένη από το Γερμανό
Ψυχίατρο, Kurt Schneider  , προσέγγιση της έννοιας
«νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών» και
από το έργο του (Klinische Psychopathologie). Από
μερίδα της ελληνικής θεωρίας αυτό χαρακτηρίζεται ορθό,
δεν παύει, όμως, να γεννά προβληματικές και να χρήζει
περαιτέρω διερεύνησης.

Πέρα από τα αναρίθμητα θεωρητικά προβλήματα τα
οποία ανακύπτουν σε σχέση με τα ζητήματα
καταλογισμού, θαρρώ ότι το πιο σημαντικό είναι η
προβληματική τους σε σχέση με τη δικαστηριακή
πρακτική. Πολλές φορές τα δικαστήρια παραβλέπουν
ζητήματα ολκής που σχετίζονται με το θέμα του
καταλογισμού. Αναφαίνεται μια διστακτικότητα ή
απροθυμία στην εφαρμογή των σχετικών κανόνων.
Σημαντικό εργαλείο, αλλά όχι μοναδικό για την
κατάφαση της ανικανότητας αποτελεί η ψυχιατρική
πραγματογνωμοσύνη, στην οποία, ενδεχομένως,
μπορούν να προταθούν πλείονες ψυχοδυναμικές θεωρίες.
Άλλες, όπως αποτυπώνονται στο corpus της
πραγματογνωμοσύνης, μπορεί να αφορούν την
κυριολεκτική αναπαράσταση μιας εσωτερικευμένης
δίωξης. Ο δράστης, δηλαδή, να επιχειρεί να αποβάλλει το
κατακλυσμιαίο άγχος της επιβίωσης του. Μια άλλη
διάσταση μπορεί να αφορά την αδυναμία διάκρισης
μεταξύ κυριολεκτικής και μεταφορικής (υπερφυσικής)
σκέψης. Η σύνδεση, δηλαδή, όλων των παραπάνω
μπορεί να βασίζεται στην από μέρους του δράστη
επίκληση ότι στην συγκεκριμένη πράξη κάποιος
παρακινήθηκε από μια υπερφυσική δύναμη. Αυτή,
ακριβώς, η επίκληση είναι η γέφυρα, η αποτυχημένη
προσπάθεια του δράστη να προσαρμόσει τη σκέψη του στην πραγματικότητα, στον κόσμο της λογικής. Είναι ο διάδρομος που συνδέει τη συνειδητή επιλογή με την
ασυνείδητη παρόρμησή. Κι αυτό τονίζεται, διότι έχει
παρατηρηθεί το φαινόμενο πολλές φορές με την
κατάφαση του δόλου του δράστη, να αποκλείεται και να
απωθείται η ικανότητα του καταλογισμού του. Μια τέτοια
ανεπιεικής λύση προφανώς δεν είναι συμβατή με τους
κανόνες της ποινικής επιστήμης και δε συνάδει με τους
κανόνες της λογικής.
Εντούτοις, σε καμμία περίπτωση αυτός μόνο ο
ισχυρισμός (quasi) θα ήταν αρκετός και καταλυτικός για να
αποκλειστεί η δυνατότητα του καταλογισμού και να αρθεί ή
να μειωθεί αυτός. Μια τέτοια αντίληψη θα ερχόταν σε
ουσιαστική και ευθεία εναντίωση με τον ως άνω
ισχυρισμό, ότι ο Δικαστής, δηλαδή, θα πρέπει να λαμβάνει
υπ’όψιν και το βιολογικό και το ψυχολογικό κριτήριο
σωρευτικώς. Θα έθετε δε εν αμφιβόλω την ποινική
μεταχείριση ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές
διαταραχές ή εκδηλώνουν εγκληματική συμπεριφορά.


Πιο κρίσιμη, κατ’εμέ αναδεικνύεται η εξής παραδοχή.
Προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα, σε μια
εδραία δικανική πεποίθηση, η οποία όχι μόνο θα αντέχει
στη βάσανο της λογικής αλλά και θα κινείται εντός του
πλαισίου της ποινικής δογματικής, θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβουμε υπ’όψιν μας τα χρονικά και τοπικά όρια εκδήλωσης της εγκληματικής ενέργειας.
Προκειμένου να διαμορφωθεί μια σαφής και κι
ολοκληρωμένη εικόνα για την πράξη λ.χ του Γ πρέπει
αναντίρρητα να μελετηθούν τα στοιχεία εκείνα που
εμφανίζουν μια δυναμικότητα. Πολλές φορές παρατηρείται
ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα αμάλγαμα ετερόκλητων
γεγονότων, που διαμορφώνεται σε βάθος χρόνου και που
ενίοτε εκδηλώνεται, ξεσπά μέσω της εγκληματικής
πράξης.


Γεννάται, ευλόγως, το ερώτημα ποιες απ’όλες αυτές
τις παραμέτρους πρέπει να λάβει υπ’όψιν το δικαστήριο
για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Σαφώς,
είναι γνωστή από τη μεθοδολογία του Δικαίου η
συλλογιστική πορεία. Όμως, εν προκειμένω το έργο του
ερμηνευτή και του εφαρμοστή του δικαίου δεν είναι τόσο
απλό ως φαίνεται εξ΄αρχής. Χρειάζεται σίγουρα η
συνδρομή της ιατρικής επιστήμης, της επιστήμης της
ψυχολογίας, αλλά σε κάθε περίπτωση η επεξεργασία των
πορισμάτων αυτών και η υπαγωγή των πραγματικών
περιστατικών στον κανόνα δεν είναι άνευ ετέρου εύκολη.
Πολλές φορές τα Δικαστήρια είναι πολύ επιφυλακτικά
έως και αρνητικά σε ό,τι αφορά την κατάφαση της άρσης
του καταλογισμού ή της μείωσης αυτού. Αυτό διαφαίνεται από ένα άλλο νομολογιακό παράδειγμα το οποίο αφορούσε τοξικομανή μητέρα που διέπραξε το έγκλημα
της παιδοκτονίας του άρθρου 303 ΠΚ και δεν της
αναγνωρίστηκε ο μειωμένος καταλογισμός λόγω της
τοξικομανίας (Rauschzustand), μολονότι συνέτρεχαν όλοι
εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι καθιστούσαν εφαρμοστέο
τον κανόνα (συνθετική επίδραση επιλοχείου κατάθλιψης
και τοξικομανίας). Δεν προέβη, δηλαδή, το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο στη διάκριση των ψυχικών διαταραχών και
στην ουσιαστική επίδραση που αυτές μπορούν να έχουν
ταυτόχρονα, κάτι που έπραξε όμως το Εφετείο
αναγνωρίζοντας και το μειωμένο καταλογισμό (36 ΠΚ).


Ποια είναι, ωστόσο, τα απώτατα εκείνα όρια που
αφορούν τη Δικαιοσύνη για την εκφορά της κρίσης της
από όλα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω; Σε ποιο σημείο
σταματά η σύνδεση του εσωτερικού κόσμου ενός
ανθρώπου με την αντικειμενική εκδήλωση του
εγκληματικού φαινομένου και η συνακόλουθη ποινική του
μεταχείριση, χωρίς να υποπέσουμε στο σφάλμα
διείσδυσης σε τόσο μεγάλο βαθμό στον ψυχικό κόσμο
ενός ανθρώπου, που θα έχει σαν αποτέλεσμα να
καταλυθεί ο αντικειμενικός χαρακτήρας της απονομής της
Δικαιοσύνης;

Ο Υπερασπιστής, βέβαια, στο πλαίσιο της
επιχειρηματολογίας του και της ανάδειξης όλων των
πτυχών της προσωπικότητος ενός ανθρώπου προβάλλει
όλες εκείνες τις εκφάνσεις που κατά την κοινή πείρα
διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην εκδήλωση της
εγκληματικής συμπεριφοράς ως συμπράττων Λειτουργός
στην απονομή της Δικαιοσύνης. Επαφίεται, όμως, στο
έργο του Δικαστή να διακρίνει το «ποινικά» σημαντικό επί
μέρους γεγονός από αυτό το οποίο, ενδεχομένως, είναι
νομικά και ποινικά «ασήμαντο».


Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι απέναντι στο πρόσταγμα
πως η Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι τυφλή,
ενδεχομένως, να χρειαστεί να αντιταχθεί η πεποίθηση ότι
η Δικαιοσύνη πρέπει να έχει τα μάτια της «ορθάνοικτα».
Μια τέτοια παραδοχή αναλύει σε όλη της τη διάσταση την
ανθρώπινη ύπαρξη (Dasein) και επιχειρεί να προσεγγίσει
(όσο δυνατό μπορεί είναι αυτό, αφού ο άνθρωπος έχει
πεπερασμένες πνευματικές ικανότητες) την υψηλή Ιδέα
της Απονομής της Δικαιοσύνης.

Βιβλιογραφία
Χρίστος Κ. Μυλωνόπουλος. Ποινικό Δίκαιο Γενικό
Μέρος, Εκδ. Π.Ν Σάκκουλας

Λεωνίδας Γ. Κοτσαλής, Δικαστική Ψυχολογία και
Ψυχιατρική, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
Schreiber, Die psychiatrische Begutachtung, 1944
Baer, Psychiatrie für Juristen,1988
Schneider, Klinische Psychopathologie,

Χρήστος Κ. Ψαρράς, Α. Δικηγόρος ΔΣΑ, Μέλος Οργανωτικής Επιτροπής Σπουδαστηρίου Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Ε.Ε.Ν. e-Θέμις



Source/ Author:ethemis.gr

LATEST POSTS




ethemis map

Προκηρύξεις/ Αγγελίες

Προκηρύξεις, Διαγωνισμοί και Αγγελίες για δικηγόρους, ασκούμενους & νομικούς.

View more
newsroom

ΝewsRoom/      ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα

View more
ethemis case law

Noμολογία

Σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας

View more
ethemis case law

Noμοθεσία

Οι νόμοι που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

View more
ethemis legal studies

Εκπαιδευτικά           Προγράμματα

Για νομικούς & δικηγόρους από εκπαιδευτικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

View more
ethemis.gr

EΚΔΗΛΩΣΕΙΣ            ΦΟΡΕΩΝ

Εκδηλώσεις Nομικού Eνδιαφέροντος από ποικίλους θεσμικούς Φορείς

View more
ethemis international news

Διεθνή                      Νέα

Διεθνή Νομικά Νέα και Αρθρογραφία, Νομολογία ΕΔΔΑ και αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων

View more
ethemis map

Δελτία            Τύπου

Ανακοινώσεις ΔΣΑ, δικαστικών ενώσεων, ανεξάρτητων αρχών, θεσμικών φορέων.

View more
ethemis

Συντακτική            Ομάδα

Η Επιστημονική Ομάδα του Ethemis.gr

View more
ethemis.gr

ΣΥΝΕΔΡΙΑ             ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ             e-ΘΕΜΙΣ

Ο Κατάλογος Συνεδρίων και Εκδηλώσεων που έχει διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Νομικών

View more

newsroom