"Η χρήση των ηλεκτρονικών υπογραφών στο Ελληνικό Δημόσιο"
Ήδη από το 2001, υφίσταται νομικό πλαίσιο για την εισαγωγή της ηλεκτρονικής
υπογραφής στο Ελληνικό Δημόσιο. Ωστόσο, ο Έλληνας νομοθέτης δεν προχώρησε σε
ανάλογη ρύθμιση αδιαφορώντας για το γεγονός ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στις
συναλλαγές των πολιτών με τις πολυπληθείς δημόσιες υπηρεσίες. Αναλυτικότερα, το
Ελληνικό Δημόσιο έχει δαπανήσει τα τελευταία 15 έτη περίπου 6 δισ. ευρώ
εμμένοντας στη χρήση χαρτιού και έντυπης διαδικασίας δημιουργίας και ροής
εγγράφων. Το συγκεκριμένο καθεστώς αλλάζει με την εισαγωγή του νέου άρθρου 12
στον ήδη υπάρχοντα και εφαρμοστέο νόμο 3979/2011.
Καταρχήν, στην παρ. 1 του άρθρου 12 του παραπάνω νόμου ορίζεται ότι: «όλες οι
διαδικασίες για την έκδοση διοικητικών πράξεων και λοιπών εγγράφων από
τους φορείς του δημοσίου, όπως η σύνταξη, η προώθηση για υπογραφή, η
θέση υπογραφής, η χρέωση προς ενέργεια εισερχομένων εγγράφων, η
εσωτερική διακίνηση, καθώς και η αρχειοθέτησή τους πραγματοποιούνται
αποκλειστικά μέσω Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.), με
χρήση προηγμένης ψηφιακής υπογραφής». Επιπλέον, στο άρθρο 2 του εν λόγω
νόμου αναφέρεται ότι κάθε φορέας του δημοσίου τομέα μεριμνά για την απόκτηση
προηγμένης ψηφιακής υπογραφής από την Αρχή Πιστοποίησης Ελληνικού Δημοσίου
(ΑΠΕΔ) και για τη λειτουργία Συστήματος Ηλεκτρονικής Διαχείρισης Εγγράφων
(ΣΗΔΕ).
Τέλος, ως αρμόδιος συντονιστής για την εφαρμογή των διατάξεων τίθεται η Γενική
Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής και η Γενική Διεύθυνση Μεταρρυθμιστικής Πολιτικής
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής
Ανασυγκρότησης τίθεται αρμόδια για την υποστήριξη των φορέων του δημοσίου
τομέα. Η ισχύς της ρύθμισης αρχίζει για το σύνολο των υπουργείων από την 1η
Ιουλίου 2017. Όπως γίνεται αντιληπτό με την εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου
θα επιτευχθεί μέγιστη δημοσιονομική εξοικονόμηση της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ
κατά έτος σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ (2014).
Συνεπώς, όπως ορθά αναφέρει το άρθρο 13 του Ν. 3979/2011 τα ηλεκτρονικά
έγγραφα που συντάσσονται από όργανο φορέα του δημόσιου τομέα και φέρουν την
προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή του εξουσιοδοτημένου οργάνου που βασίζεται σε
αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας
υπογραφής έχουν την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα έγγραφα που φέρουν
ιδιόχειρη υπογραφή*.
Εντούτοις, ο νέος Κανονισμός 910/2014 που αντικατέστησε την Οδηγία 1999/93 με
ημερομηνία εφαρμογής του την 1η Ιουλίου 2016, εξομοιώνει με ιδιόχειρη υπογραφή
μόνο την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή**. Η εγκεκριμένη υπογραφή είναι η
προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται πλέον σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό
που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και δημιουργείται
από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας υπογραφής. Όπως γίνεται αντιληπτό, είναι
απαραίτητη μια προσαρμογή του άρθρου 12 στον νέο και εφαρμοστέο πλέον
Κανονισμό, έτσι ώστε να μπορούν τα ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν πλέον
εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή να εξομοιωθούν στον απόλυτο βαθμό με τα
παραδοσιακά έγγραφα που φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη τους.
* Αρ.3 Π.Δ 150/2001
** Αρ.12 παρ.3 Κανονισμού 910/2014
Δήμητρα Πηλαβάκη, Δικηγόρος
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια στο Δίκαιο και Πληροφορική
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
"Συνεπώς, όπως ορθά αναφέρει το άρθρο 13 του Ν. 3979/2011 τα ηλεκτρονικά έγγραφα που συντάσσονται από όργανο φορέα του δημόσιου τομέα και φέρουν την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή του εξουσιοδοτημένου οργάνου που βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής έχουν την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα έγγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή."
Source/ Author: