Η ιατρική αμέλεια και η ποινική της αξιολόγηση

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ/ January 14, 2024: Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα NewsRoom


ethemis

Η ιατρική αμέλεια και η ποινική της αξιολόγηση

Για τους υπηρετούντες τη Δικαιοσύνη αντικείμενο που χρήζει, αναμφιβόλως, ιδιαίτερης προβληματικής αλλά και θεωρητικής προσέγγισης είναι το ιατρικό δίκαιο (εν προκειμένω θα μας απασχολήσει η ιατρική ποινική ευθύνη, παρέρχεται η μελέτη της αστικής ευθύνης). Ο ιατρός, ως επιστήμων που βαρύνεται με ιδιαίτερη ευθύνη έναντι του ασθενούς, συν τω χρόνω, λόγω της υπερεξειδίκευσης, της αλματώδους εξέλιξης της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, καθώς και της ευρύτερης συστηματοποίησης αυτής, υπόκειται υπό περιστάσεις στη βάσανο του Ποινικού Νόμου. Οι περιστάσεις αυτές συντρέχουν όταν ο ίδιος, μολονότι όφειλε και μπορούσε *εκ των πραγμάτων* να προστατεύσει τον ασθενή, ο οποίος πλέον δεν αντιμετωπίζεται ως ένα άρρωστο ον, δε το έπραξε.

Το αυξημένο ενδιαφέρον της Νομικής Επιστήμης αλλά και της έννομης τάξης για την ευθύνη του Ιατρού συνίσταται, ακριβώς, στο γεγονός ότι ο ιατρός φέρει ευθύνη για μια σειρά από έννομα αγαθά, όπως είναι η υγεία, η σωματική ακεραιότητα και η προσωπική ελευθερία του ασθενή του.  

Προεισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι εφαλτήριο πολλών προβληματισμών υπήρξαν οι παραδόσεις της Καθηγήτριας του Ποινικού Δικαίου, Άγκυς Σπ. Λιούρδη, η οποία με το έργο της και την αφοσίωση της, κατάφερε να εισφέρει πολλά στη μελέτη του εν λόγω γνωστικού αντικειμένου στη Νομική Σχολή Αθηνών διακονώντας με αξιέπαινο σεβασμό την Επιστήμη.

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Πρώτα απ’όλα η μελέτη μας είναι απαραίτητο να ξεκινήσει με την κατωτέρω παραδοχή, ότι δηλαδή μεταξύ της Νομικής και της Ιατρικής αναπτύσσεται μια «έριδα», διότι οι δυο αυτές επιστήμες, μολονότι έχουν στο επίκεντρο τους τον άνθρωπο, ακολουθούν διαφορετικούς κανόνες και αξιοποιούν διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία και προσεγγίσεις κατά την ενάσκησή και πραγμάτωση τους. Είναι δυσάρεστο το γεγονός και παρατηρείται, συχνά, ο νομικός να έρχεται αντιμέτωπος με ανυπέρβλητα προβλήματα, καθώς αγνοεί πληθώρα ιατρικών όρων αλλά και γιατί δεν είναι σε θέση πράγματι να αξιολογήσει το ποινικά σημαντικό από το «ασήμαντο», το ιατρικά κομβικό από το ιατρικά αδιάφορο.

Ανακύπτει, ευλόγως, το ερώτημα αν είναι σε θέση πράγματι ο Ποινικός Δικαστής να *κρίνει* έναν Ιατρό για εγκλήματα με ιδιαίτερη κοινωνικό-ηθική απαξία, αφού είναι αμφίβολο κατά πόσο διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις για να καταλήξει σε μια ορθή δικανική πεποίθηση (quasi). Το ερώτημα αυτό έχει απασχολήσει κατά το παρελθόν τους θεωρητικούς, ενώ είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις γύρω από την εν συνόλω προσέγγιση μεταξύ του αγγλοσαξονικού δικαίου και του ηπειρωτικού δικαίου. Παρέρχεται, ωστόσο, η εν λόγω προβληματική εν προκειμένω, καθώς κάτι τέτοιο θα εξέφευγε του στόχου του παρόντος.

 Προτού, ωστόσο, τολμήσουμε μια βαθύτερη συστηματική προσέγγιση των εν λόγω ζητημάτων, είναι αναπόδραστη ανάγκη να υπογραμμίσουμε το γεγονός, κάνοντας μια σύντομη παρέκβαση ουσιαστικού χαρακτήρα, ότι τα ως άνω μείζονα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα σχετίζονται με περιπτώσεις που αφορούν βλάβες της υγείας και της ακεραιότητας (λ.χ ανθρωποκτονία εξ’αμελείας τελούμενη- 302 ΠΚ). Ο ιατρός, βέβαια, μπορεί να τελέσει κι άλλες αξιόποινες πράξεις σε περιπτώσεις που το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι διαφορετικό από αυτό της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας, όπως λ.χ. στην περίπτωση παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας, 371 παρ.1), ωστόσο η ιατρική αμέλεια δεν καταλαμβάνει αυτές τις περιπτώσεις.

Μετά τη σύντομη ως άνω παρέκβαση και τη συγκεκριμενοποίηση του φάσματος των εξετασθησομένων θεμάτων, νομίζω, πως είμαστε πλέον σε θέση να εμβαθύνουμε στα μεγάλα ερωτήματα που μας απασχολούν γύρω από κάποια βασικά ζητήματα ιατρικής ποινικής ευθύνης. Δομικά η εν λόγω μελέτη βασίζεται σε μια θεωρητική προβληματική-προσέγγιση των τιθεμένων ζητημάτων του γενικού μέρους του ποινικού δικαίου και εν συνεχεία μέσω συγκεκριμένων παραδειγμάτων νομολογιακών στην εξέταση του ειδικού μέρους. Έτσι, πολλές φορές θα καταφύγουμε και θα διαπλέξουμε έννοιες και στοιχεία που συναντώνται στο γενικό μέρος, ιδωμένα υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

Προκειμένου, εντούτοις, να εξασφαλιστεί η αρτιότητα του παρόντος θα πρέπει να δώσουμε έναν ακριβή ορισμό της «ιατρικής ευθύνης» και να αναφερθούμε σε κάποια γενικά στοιχεία της έννοιας.

Η ιατρική ευθύνη, κατά βάση, είναι συνώνυμη με την ιατρική αμέλεια ή το ιατρικό σφάλμα. Σημαίνει ότι ο ιατρός πρέπει να ενεργεί, πάντοτε, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, της ιατρικής δεοντολογίας και να επιδεικνύει προς τον ασθενή εκείνο το ενδιαφέρον που αναμένει η κοινωνία και η πολιτεία να δείξει ένας μέσος εξειδικευμένος γιατρός.

Το κριτήριο αυτό είναι αντικειμενικό. Ο δικαστής, δηλαδή, αναμένει την επιμέλεια ενός μέσου γιατρού. Δεν περιμένει και δεν απαιτεί ούτε ενός Καθηγητή Ιατρικής αλλά ούτε και ενός αρχάριου ή ενός ειδικευόμενου, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη επίβλεψη (αναλυτ. κατωτέρω). Αυτή είναι κατ’αρχάς η έννοια της ιατρικής ευθύνης.

Εν συνεχεία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, πράγματι, η ιατρική αμέλεια, είναι έννοια μεταβαλλόμενη. Θα πρέπει να κρίνεται κάθε φορά το μέτρο επιμέλειας του γιατρού σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που ισχύουν. Παλαιότερα το έλκος στομάχου αντιμετωπιζόταν με αντιόξινα και γάλα. Σήμερα αντιμετωπίζεται με φάρμακα που αναστέλλουν τη ροή των οξέων γαστρικών υγρών του στομάχου και με αντιβιώσεις που καταπολεμούν το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, αν υπάρχει. Σήμερα ένα έλκος θεραπεύεται τις περισσότερες φορές πλήρως, εκτός αν είναι ιατρικά παραμελημένο. Ο γιατρός, λοιπόν, που θα εφαρμόζει θεραπείες προηγούμενων δεκαετιών θα έχει ευθύνη για όποια βλάβη υποστεί ο ασθενής (πρωταρχική ή δευτερογενής).

Επίσης, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι η εξέλιξη της ιατρικής έφερε και μια «αρχή της αναλογικότητας» ως προς το ποια μέθοδο θα χρησιμοποιηθεί στον κάθε ασθενή. Πρώτα, δηλαδή, θα πρέπει ο ιατρός να ακολουθήσει τη μέθοδο που είναι ενδεδειγμένη για τη συγκεκριμένη περίπτωση και που θέτει σε μικρότερο κίνδυνο και προϋποθέτει τη μικρότερη δυνατή επενέργεια στον ασθενή. Λ.χ ενώ είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα υγείας με συντηρητική αγωγή, ο ιατρός προβαίνει στη διενέργεια χειρουργικής πράξης.

Τεκμαίρεται πως η ευθύνη που φέρει ο ιατρός είναι μεγάλη. Δικαιολογητική βάση, μεταξύ άλλων, είναι και η αυξημένη εμπιστοσύνη του ασθενούς απέναντι στον ιατρό στο πλαίσιο της θεραπευτικής σχέσης (Vertrauensprinzip).

Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Hassemer, προσδιοριστικό στοιχείο της Αμέλειας (Zum Begriff des Vorsatzes),  είναι ο  εσωτερικός βαθμός συμβολής ή πρόκλησης  εκ μέρους του πράττοντος σε ένα εξωτερικό γεγονός. Αυτή η παρατήρηση, η οποία εντούτοις μόνο εν μέρει μπορεί να κριθεί ορθή, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας αρχικής προσέγγισης.

Ως αμέλεια (28 ΠΚ) νοείται η αφροντιστία, η απερισκεψία και η απροσεξία,  τιμωρείται δε, διότι ο δράστης της πράξης, μολονότι κατά τις περιστάσεις ήταν σε θέση και όφειλε να επιδείξει τον δέοντα σεβασμό στο έννομο αγαθό, το προσέβαλε κατά τρόπο αφόρητο που δικαιολογεί την παρέμβαση και την παρεχομένη προστασία εκ μέρους του ποινικού νόμου (για τη δομή της Αντικειμενικής Υποστάσεως του εξ’αμελείας εγκλήματος βλ. αναλυτικά  ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Γενικό Μέρος, Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ: Ο κατηγορούμενος αναισθησιολόγος επέλεξε την μέθοδο της γενικής αναισθησίας για την διεξαγωγή καισαρικής τομής επιτόκου, αλλά δεν εκτίμησε σωστά τις δυσκολίες διασωλήνωσής της. Διενήργησε δε προοξυγόνωση της τελευταίας, θεωρώντας όμως εσφαλμένα ότι η διασωλήνωση ήταν εξασφαλισμένη, δε χορήγησε αντιόξινα φάρμακα σε αυτή. Αποτυγχάνοντας, όμως, να διασωληνώσει την επίτοκο επέλεξε να χρησιμοποιήσει για την οξυγόνωσή της λαρυγγική μάσκα. Ο τοκετός διεκπεραιώθηκε επιτυχώς με τη γέννηση υγιούς τέκνου, η λωχίδα, όμως, συνήλθε από το χειρουργείο σε κακή κατάσταση και εμφάνισε δύσπνοια, υποξαιμία και ταχυκαρδία. Οι κατηγορούμενοι της παρείχαν προσωπική μάσκα, όμως τα συμπτώματά της επιδεινώθηκαν. Μετά το πέρας κάποιων ωρών και με την περαιτέρω επιδείνωση των συμπτωμάτων της ασθενούς, η γυναίκα μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε δημόσιο νοσοκομείο όπου και έπεσε σε άγρυπνο κώμα, από το οποίο δεν ξύπνησε ποτέ, μέχρι που κατέληξε.

Το δικαστήριο δέχθηκε πως η βλάβη στην υγεία της ασθενούς κατά το στάδιο της ανάνηψής της από την αναισθησία οφείλεται στην παραβίαση, από τον αναισθησιολόγο, του κοινώς αναγνωρισμένου κανόνα της ιατρικής επιστήμης που επέβαλε την αφύπνιση της ασθενούς ενόψει της δυσκολίας διασωλήνωσής της και στην εσφαλμένη εφαρμογή και χρήση της λαρυγγικής μάσκας. Το δικαστήριο αναγνώρισε δε ευθύνη και των δύο ιατρών, δηλαδή και του χειρουργού-γυναικολόγου, για τη μετέπειτα διαχείριση του περιστατικού, αφού κράτησαν στην ιδιωτική κλινική, για περισσότερο από τρεις ώρες – χρονικό διάστημα το οποίο αποδείχθηκε μοιραίο- την ασθενή, η οποία παρουσίαζε σοβαρά συμπτώματα, παρά το γεγονός ότι στην κλινική αυτή δεν υπήρχε δυνατότητα να διακριβωθούν τα αίτια των συμπτωμάτων της.

Στην εν λόγω απόφαση (ΑΠ 1311/2013) θα επανέλθουμε κατωτέρω, καθ’ότι είναι σημαντική η συσχέτιση της ευθύνης στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας σε ιατρικές πράξεις που απαιτούν στη συγκλίνουσα δράση πλειόνων ιατρών διαφορετικής ειδικότητας.

  1. ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Σε αυτό το σημείο θα επανέλθουμε στον προβληματισμό που διατυπώθηκε ανωτέρω εν σχέσει με το οφειλόμενο μέτρο επιμελείας, το οποίο πρέπει να καταβάλλει ο ιατρός και πώς αυτό κρίνεται, ουτώς ώστε να μην υπέχει ποινική ευθύνη.

Σχετικώς, έχουν προταθεί πλείονες θεωρίες. Τα βασικά κριτήρια που τίθενται θα μπορούσαν, ως συνελόντι ειπείν, να ταξινομηθούν και να συστηματοποιηθούν σε δυο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη άποψη είναι αυτή κατά την οποία εφαρμόζεται ένα ανεπιεικές κι αυστηρό κριτήριο, ήτοι αν η βάση της μομφής προς τον ιατρό θα είναι ότι αυτός δεν συμπεριφέρθηκε με βάση τα προσόντα και τις ικανότητες που θα μπορούσε να καταβάλλει ο επιμελέστερος όλων των ιατρών. Κατά τη δεύτερη άποψη, εφαρμόζεται ένα πιο επιεικές κριτήριο, ήτοι εξετάζεται αν ο συγκεκριμένος ιατρός με βάση αποκλειστικά τις δικές του προσωπικές ικανότητες και γνώσεις αντεπεξήλθε επαρκώς.

Κατ’ ορθή και κρατούσα γνώμη το κριτήριο που πρέπει να εφαρμοστεί έχεις ως εξής. Εντάσσουμε τον Ιατρό στο λεγόμενο κύκλο περιβάλλοντος, πώς θα ενεργούσε δηλαδή ο μέσος ιατρός υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Ωστόσο, το κριτήριο αυτό από μόνο του είναι γενικόλογο και δεν μπορεί να αποτελέσει σταθερή και ορθή δικαιοπολιτική βάση για την οριοθέτηση και την συγκεκριμενοποίηση του πλαισίου της ευθύνης. Το Δίκαιο οφείλει να θέτει περισσότερα κριτήρια βάσει των οποίων οι ιατροί πρέπει να εκδηλώνουν μια συγκεκριμένη και επιμελή συμπεριφορά. Αυτό, άλλωστε, τεκμαίρεται κι από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (λ.χ. αρ. 8 ΚΙΔ). Έτσι η ευθύνη του ιατρού κρίνεται :

  • Αν αυτός ενέργησε μια ιατρική πράξη lege artis, με όσους, δηλαδή γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες αναγνωρίζει η επιστημονική κοινότητα κατά την ενάσκηση του λειτουργήματος της ιατρικής επιστήμης και τέχνης
  • Αν αυτός ενήργησε εντός του πλαισίου του νόμου
  • Αν η ενέργεια του ιατρού ήταν η κατάλληλη και η ιατρικώς ενδεδειγμένη για τη συγκεκριμένη περίπτωση ασθενούς, δεδομένης της πάθησης, τυχόν άλλων συννοσηροτήτων και των περιστάσεων (αφορά ειδικότερα τις λεγόμενες «λίστες αναμονής», τον επείγοντα χαρακτήρα της πράξης, καθώς και την ιατρική των καταστροφών, την προτεραιότητα και την ταξινόμηση σε ιδιάζουσες συνθήκες ορισμένων περιστατικών-Katastrophenmedizin & Triage).
  • Αν έχει τηρηθεί η προηγούμενη απαραίτητη και προσήκουσα ενημέρωση του ασθενούς
  • Αν υφίσταται η απαραίτητη μορφή συναίνεσης (συνδέεται αναπόσπαστα με το ως άνω κριτήριο εν σχέση με την ενημέρωση. Iδιάζουσα η περίπτωση του κλάδου της Εντατικολογίας και των επειγόντων περιστατικών σε σχέση με το ζήτημα της Συναίνεσης).

Συνακόλουθα, προκύπτει και η απάντηση στο εξής ερώτημα, αν δηλαδή ο καταξιωμένος καθηγητής νευροχειρουργικής φέρει την ίδια ευθύνη με έναν νευροχειρουργό χωρίς λ.χ μεταπτυχιακό τίτλο. Στην ουσία του αυτός ο προβληματισμός είναι ένα δίλημμα άνευ δογματικού ενδιαφέροντος τις περισσότερες φορές (ψευδοδίλημμα), διότι αμφότεροι πρέπει να είναι σε θέση να παράσχουν τις ίδιες υπηρεσίες. Άλλωστε η επιστήμη της ιατρικής, οι σύγχρονες μέθοδοι που χρησιμοποιεί και οι κανόνες είναι οι ίδιοι, ισχύουν για όλους και διδάσκονται σε όλους.

Ωστόσο, υπάρχει και μια υποπερίπτωση, η οποία θα ήταν καλό να εξεταστεί. Τι γίνεται λ.χ όταν ο διακεκριμένος ερευνητής έχοντας εξιδιασμένες γνώσεις μπορεί, πιθανώς, να σώσει τον ασθενή με μια νέα μέθοδο, η οποία δεν είναι γνωστή στον μέσο ιατρό; Τι θα συμβεί στην περίπτωση της αποτυχίας της νέας μεθόδου;

Ορθότερο είναι εδώ να ακολουθηθεί η λογική της στάθμισης οφέλους-κινδύνου (Interessenabwägung- analysis of benefits and hasards) και των «ποσοστών επιτυχίας». Αν λόγου χάρη ήταν βέβαιος ο θάνατος του ασθενούς Α μέσω των παραδοσιακών μεθόδων, δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί αμέλεια του ιατρού,  διότι ο θάνατος του Α θα επερχόταν ούτως ή άλλως (διαφορετικό, όμως, είναι το πρόβλημα της ευθύνης του ειδικευομένου ιατρού,  βλ. αναλυτικά Ιατρικό Ποινικό Δίκαιο, Άγκυ Σπ.Λιούρδη, 2η έκδοση).

  1. Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΕΠΙ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΣΑΣ ΔΡΑΣΗΣ  -

(βάσεις κατανομής της ποινικής ευθύνης).

Η υπερεξειδίκευση, η συστηματοποίηση και η αλματώδης πρόοδος της ιατρικής επιστήμης έχουν οδηγήσει σε μεγάλο καταμερισμό της ύλης της ιατρικής επιστήμης (ιατρικές ειδικότητες, ειδικότερα μεταξύ αναισθησιολόγου-χειρουργού). Στις περισσότερες ιατροχειρουργικές πράξεις απαιτείται η συνεργασία και η συγκλίνουσα δράση πλειόνων ειδικοτήτων, πάντα ανάλογα με τη φύση της ιατρικής πράξης, κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο στην ιατρική πρακτική. Έτσι σε περιπτώσεις «συντρέχουσας» αμέλειας πλειόνων έχουμε παραυτουργία.

 Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που στο πλαίσιο της δυναμικότητας μιας ιατροχειρουργικής πράξης επέρχεται το αποτέλεσμα της εγκληματικής ενέργειας από αμέλεια του ενός;

Κατ’αρχήν η ποινική ευθύνη κατανέμεται ανά ειδικότητα (π.χ δεν υπέχει ποινική ευθύνη ο αναισθησιολόγος για πράξη του χειρουργού). Αλλά και πάλι τα πράγματα είναι ρευστά ανάλογα με το υπό κρίση περιστατικό. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι στο πλαίσιο της αλληλουχίας των ενεργειών πάντα μεγάλο ρόλο παίζει η φύση του σφάλματος και η δυνατότητα διάγνωσης από ιατρό διαφορετικής ειδικότητας στο πλαίσιο της ομαδικής συνεργασίας. Εδώ ο κανόνας της ευθύνης κατά ειδικότητα κάμπτεται. Αν η αμελής διενέργεια πράξης, προαπαιτούμενης για την επόμενη ή κατά την ταυτόχρονη διενέργεια άλλης ιατρικής πράξης, μπορεί να διαγνωσθεί από ιατρό και δεν εμπίπτει στο πλαίσιο εξιδιασμένων γνώσεων της ειδικότητας του ενός (κάμψη του αυστηρού κριτηρίου), τότε η αμελής συμπεριφορά βαραίνει και τους άλλους, διότι ήταν, αντικειμενικώς, και οι ίδιοι σε θέση με βάση τις γνώσεις του μέσου ιατρού, όχι μόνο να ελέγξουν την επιμελή εφαρμογή των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, αλλά και γιατί ήταν σε θέση να άρουν τον κίνδυνο που ετέθη, προειδοποιώντας τον ιατρό της αρμόδιας ειδικότητας προς τούτο.

Άρα, βλέπουμε την ευθύνη να διακρίνεται σε δυο υποκατηγορίες πρακτικά, την πρωτεύουσα και τη δευτερεύουσα – το κριτήριο διάκρισης είναι χρονικό αμιγώς, όχι ουσιαστικό, αφού, πλέον, δεν υπάρχει η έννοια του επικεφαλής του χειρουργείου, αλλά της ομαδικής συνεργασίας.

 Επιπλέον, κατά το παρελθόν έχει τεθεί το ερώτημα κατά πόσο στοιχειοθετείται αμέλεια κατά την επιλογή αναισθησιολόγου εκ μέρους του χειρουργού. Κατά τη γνώμη μου, αμέλεια δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί σε αυτή την περίπτωση, διότι αφενός διευρύνεται αφόρητα ο ποινικός κολασμός για πράξεις αξιολογικά άχρωμες (δεν υπάρχει αντικειμενική συνάφεια κινδύνου-Risikozusammenhang), αφετέρου καταλύεται η αρχή της εμπιστοσύνης που διαπερνά το Δίκαιο, ως τάξη πραγμάτων (σχετικώς Βλ. Γενική αναφορά σε μια τέτοια δυνατότητα σε   Michael H. Cohen/David M. Eisenberg, Potential Physician Malpractice Liability Associated with Complementary and Integrative Medical Therapies, Vol. 136 Annals of Internal Medicine Number 8, 2002, 596, 600).

Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η περίπτωση που ο ιατρός διεξάγει σωστά μιαν επέμβαση, αλλά του έχουν δώσει εσφαλμένα εργαστηριακά αποτελέσματα ή μη αποστειρωμένο εργαλείο (αρχή εμπιστοσύνης) ή ο ιατρός διεξάγει μιαν επέμβαση χωρίς προηγούμενη εξέταση, γιατί το μηχάνημα είναι χαλασμένο και δεν υπάρχει χρόνος για αναζήτηση άλλου.

Τούτων δοθέντων, ο γιατρός ευθύνεται για πράξη μόνον όταν:     α) τελεί συγκεκριμένη μυϊκή ενέργεια η οποία προκαλεί αιτιακά τη βλάβη της ζωής ή της υγείας,

 β) δεν τηρεί κάποιον από τους όρους της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης, όπως αυτοί αναφέρθηκαν παραπάνω,

 γ) η πρόκληση του αποτελέσματος οφείλεται στο ότι ο γιατρός δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε, κατά τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής, και μπορούσε, με βάση τις γνώσεις και την εμπειρία του, να καταβάλλει.

Ευθύνη γιατρών από παράλειψη υπάρχει όταν:

αα) Ο γιατρός δεν ενεργεί, μολονότι έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να το κάνει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

ββ) Η παράλειψή του επιφέρει το αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης (π.χ. ο ασθενής πεθαίνει επειδή δεν έγινε έγκαιρη διάγνωση, δεν δόθηκε σωστό φάρμακο, δεν έγινε γρήγορα μια επέμβαση). Η παράλειψη θεωρείται από τη νομολογία ότι επιφέρει ένα αποτέλεσμα, όταν πιθανολογείται με βασιμότητα, που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης θα μπορούσε να αποτρέψει την εμφάνιση του κινδύνου ή να ανακόψει την εξέλιξή του προς τη βλάβη της ζωής ή της υγείας, ώστε τελικά να μην επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, έτσι όπως επήλθε (ΤριμΕφΑθηνών 4549/2000 Αθώωση γιατρού που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία με παράλειψη, διότι το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η άμεση χειρουργική επέμβαση, την οποία όφειλε να κάνει, θα μπορούσε να ανακόψει την αυτοδύναμη εξέλιξη του κινδύνου προς τη βλάβη της ζωής).

Τελικώς, αναπόδραστη ανάγκη είναι να τονιστεί ότι οι συνέπειες της αμελούς συμπεριφοράς ενός ιατρού μπορεί να μην είναι άμεσες, αλλά να εμφανιστούν εις βάθος χρόνου. Επίσης, δε θα πρέπει να παραμερίζεται το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση ασθενούς. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι οι βιολογικές αντιδράσεις του καθενός, όταν λαμβάνει χώρα μια ιατρική πράξη, μπορεί να είναι διαφορετικές, κάτι που εξαρτάται από εντελώς υποκειμενικά κριτήρια, όπως λ.χ ηλικία, άλλες συνυπάρχουσες παθήσεις (ιδιαιτερότητες της αποδεικτικής διαδικασίες). Αυτή την παραδοχή η Νομική Επιστήμη θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπ’όψιν, χωρίς να τίθεται αποκλειστικά ένας γενικός, αυστηρός και ανεπιεικής κανόνας αντιμετώπισης των θεμάτων που άπτονται της ιατρικής αμέλειας.

Χρήστος Ψαρράς, A. Δικηγόρος ΔΣΑ, University of Athens, Universität Heidelberg

"Το αυξημένο ενδιαφέρον για την ευθύνη του Ιατρού συνίσταται, ακριβώς, στο γεγονός ότι ο ιατρός φέρει ευθύνη για μια σειρά από έννομα αγαθά"



Source/ Author:ethemis.gr

LATEST POSTS




ethemis map

Προκηρύξεις/ Αγγελίες

Προκηρύξεις, Διαγωνισμοί και Αγγελίες για δικηγόρους, ασκούμενους & νομικούς.

View more
newsroom

ΝewsRoom/      ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα

View more
ethemis case law

Noμολογία

Σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας

View more
ethemis case law

Noμοθεσία

Οι νόμοι που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

View more
ethemis legal studies

Εκπαιδευτικά           Προγράμματα

Για νομικούς & δικηγόρους από εκπαιδευτικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

View more
ethemis.gr

EΚΔΗΛΩΣΕΙΣ            ΦΟΡΕΩΝ

Εκδηλώσεις Nομικού Eνδιαφέροντος από ποικίλους θεσμικούς Φορείς

View more
ethemis international news

Διεθνή                      Νέα

Διεθνή Νομικά Νέα και Αρθρογραφία, Νομολογία ΕΔΔΑ και αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων

View more
ethemis map

Δελτία            Τύπου

Ανακοινώσεις ΔΣΑ, δικαστικών ενώσεων, ανεξάρτητων αρχών, θεσμικών φορέων.

View more
ethemis

Συντακτική            Ομάδα

Η Επιστημονική Ομάδα του Ethemis.gr

View more
ethemis.gr

ΣΥΝΕΔΡΙΑ             ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ             e-ΘΕΜΙΣ

Ο Κατάλογος Συνεδρίων και Εκδηλώσεων που έχει διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Νομικών

View more

newsroom