Εμβολιασμός & Δημόσιο Δίκαιο στην εποχή του Covid-19
Ι. Εισαγωγή
Η πανδημία του Covid-19 έχει σημάνει «συναγερμό» στα υγειονομικά συστήματα όλων των χωρών ανά την υφήλιο, ενώ παράλληλα συνιστά και ένα πολύπτυχο φαινόμενο, με οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές αλλά και νομικές συνέπειες. Η Ελλάδα, καθώς και η πλειοψηφία των χωρών στην Ευρώπη, έλαβαν πρωτόγνωρα μέτρα περιορισμού συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, όπως της ελευθερίας της κίνησης, της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας, τα οποία μάλιστα, συνδυάστηκαν και με την επιβολή χρηματικών προστίμων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των πολιτών, με σκοπό τον περιορισμό των άσκοπων μετακινήσεων και της αποφυγής του συνωστισμού, ο οποίος ευνοεί την ευρύτερη μετάδοση του ιού [1]. Όλα τα ως άνω μέτρα ελήφθησαν με απώτερο στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας, η οποία θεμελιώνεται συνταγματικά στο άρθρο 21 παρ. 3, στη γενική υποχρέωση του κράτους να «μεριμνά για την υγεία των πολιτών». Το κράτος εξάλλου, μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην αυτονομία των πολιτών του, ώστε να αποκλεισθεί η μετάδοση σοβαρών ασθενειών και ο κίνδυνος επιδημίας ή πανδημίας. Η ανωτέρω διαπίστωση γίνεται δεκτή από την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), καθώς η προστασία της υγείας, ως υπέρτατου αγαθού, προηγείται κάθε άλλου αγαθού.
ΙΙ. Υποχρεωτικός εμβολιασμός & ελευθερία του ατόμου
Ο εμβολιασμός συνιστά, ίσως το αποτελεσματικότερο «όπλο» πρόληψης της μετάδοσης ασθενειών, συνεπώς και της προστασίας της δημόσιας υγείας. Η διενέργειά του, ωστόσο, εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του προσώπου [2]. Το ίδιο ισχύει για κάθε ιατρική πράξη, με βάση την ιατρική δεοντολογία και τις θεμελιώδεις αρχές της ενημέρωσης και της συναίνεσης. Ο εμβολιασμός δεν γίνεται να είναι υποχρεωτικός, αφού κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στην αρχή της ανθρώπινης αξίας και στην προσωπική ελευθερία [3].
Τα εμβόλια εδώ και αρκετά χρόνια αποτελούν πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας και των πάσης φύσεως αντιεμβολιαστικών κινημάτων, με τους τελευταίους να προσπαθούν, είτε να απομειώσουν την χρησιμότητά τους, είτε να τα εντάξουν ως κομμάτι ενός ευρύτερου σχεδίου μιας παγκόσμιας ελίτ που προσπαθεί να «ελέγξει την ανθρωπότητα». Σε αυτό το σημείο, δέον κρίνεται να αναφερθεί ότι η αξία των εμβολίων κατά την άποψη της συντριπτικής πλειοψηφίας του υγιώς σκεπτόμενου κόσμου, καθώς και του ίδιου του γράφοντος, είναι αναντίρρητη. Αναμφισβήτητα, το πολυπόθητο εμβόλιο κατά του νέου κορωναϊού, θα αποτελέσει κατάκτηση της επιστήμης και ακολούθως ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς θα διαφυλάξει τα υπέρτατα αγαθά της ανθρώπινης ζωής και της υγείας, ενώ ταυτόχρονα θα επαναφέρει την ομαλότητα στην καθημερινότητά μας. Κρίσιμος είναι ο διαχωρισμός μεταξύ ενός υποχρεωτικού εμβολιασμού με καθολική ισχύ κατά του Covid-19, ο οποίος με ταυτόχρονη δυνητική ποινικοποίηση της άρνησης εμβολιασμού, σύμφωνα με το άρθρο 285 ΠΚ, κατά το οποίο προβλέπονται ποινικές κυρώσεις σε όποιον διαδίδει μεταδοτική ασθένεια, θα δημιουργήσει συνταγματικά ζητήματα και σίγουρα δεν θα επιβληθεί εύκολα σε μια ευνομούμενη φιλελεύθερη δημοκρατία, της ισχυρής σύστασης για εμβολιασμό, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο νόμο 4675/2020 και η οποία δυνητικά μπορεί να μεταβληθεί σε υποχρέωση, καθώς και της προσωπικής αυτονομίας.
Από την μια πλευρά, υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού του πληθυσμού συνηγορεί το υπέρτερο αγαθό της προστασίας της δημόσιας υγείας, έναντι της ήσσονος σημασίας ελευθερίας του ατόμου. Ειδικά στην εν λόγω εξαιρετικά μεταδοτική, κατά πως φαίνεται, πανδημία, όπου η συναίνεση στην ιατρική πράξη δεν επιδρά μόνο στο υποκείμενο της απόφασης, αλλά θέτει σε διακινδύνευση και την υγεία των άλλων [4]. Ένα αποτελεσματικό εμβόλιο θα αποτελέσει το ηπιότερο μέσο για τον έλεγχο και την ανάσχεση της πανδημίας, εν συγκρίσει με τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που επιβάλλονται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως. Αυτό εξυπηρετείται υπό το φως και της αρχής της αναλογικότητας, κατά την οποία οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος πρέπει να είναι πρόσφοροι, κατάλληλοι και αναγκαίοι για την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού.
Από την άλλη πλευρά κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού τάσσονται όσοι, αφενός μεν εστιάζουν στις αρνητικές συνέπειες που δύνανται να προκαλέσουν σπανίως τα εμβόλια, όπως αυτοάνοσα νοσήματα και αφετέρου αυτοί που θεωρούν ότι λόγω ακριβώς της φύσεως τους, επιβάλλεται προτού επιχειρηθεί ο εμβολιασμός, να προηγηθεί έγκυρη ενημέρωση του ατόμου και εν συνεχεία συνειδητή συναίνεσή του [5].
ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει νομικός και ηθικός προβληματισμός, περί του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του Covid-19, υπό το πρίσμα μάλιστα που αυτός θεσπιστεί καθολικώς στο σύνολο του πληθυσμού, ώστε να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή, με απώτερο στόχο την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας [6]. Στον πολιτισμό της χώρας μας δεν υπάρχει η έννοια του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αλλά είναι κάτι το οποίο πιθανόν να συζητηθεί ευρέως στο άμεσο μέλλον, ειδικά αν η ισχυρή σύσταση για εμβολιασμό, δεν αποδώσει απτά αποτελέσματα.
Στην περίπτωση όμως όπου το εμβόλιο, θα είναι μεν προαιρετικό, με ισχυρή σύσταση δε προς την διενέργεια του και, όλως εξαιρετικώς, θα προβλέπεται ως υποχρεωτικό μόνο για όσους αντιμετωπίζουν σοβαρά και χρόνια προβλήματα υγείας, ήτοι τις ευπαθείς ομάδες, ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας, κατά την άποψη του γράφοντος, κρίνεται συνταγματικώς, με δικαιολογητικούς λόγους την προστασία της δημόσιας υγείας, καθώς και το δικαίωμα στην ατομική υγεία των ευάλωτων πληθυσμών, το οποίο εμπεριέχει πλέον την έννοια του καθήκοντος για κάθε έναν από μας ξεχωριστά, προκειμένου να μην υπερμεταδοθεί η νόσος και να μη τεθεί σε υπαρξιακό κίνδυνο το ήδη επιβαρυμένο δημόσιο σύστημα υγείας.
Μεταφορτώστε το πλήρες κείμενο εδώ
Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει νομικός και ηθικός προβληματισμός, περί του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του Covid-19, υπό το πρίσμα μάλιστα που αυτός θεσπιστεί καθολικώς στο σύνολο του πληθυσμού, ώστε να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή.
Source/ Author:Σπυρίδων Λογαράς