Περιλήψεις αποφάσεων του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί θεμάτων αστικής ευθύνης του Δημοσίου

April 16, 2020: Νομολογία Νομικά Νέα

posts


ethemis

Περιλήψεις αποφάσεων του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί θεμάτων αστικής ευθύνης του Δημοσίου

ΣτΕ 579/2020

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου

Εισηγητής: Χ. Χαραλαμπίδη

Αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ). Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932 ΑΚ). Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του ύψους της είναι ο χρόνος της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης στον πρώτο βαθμό. Λαμβάνονται υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της άσκησης της αγωγής έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο σε πρώτο βαθμό. Δεν αποτελεί μειωτικό παράγοντα του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης ο θάνατος του ενάγοντος πριν από την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και η συνεπεία αυτού μεταβίβαση της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης στον κληρονόμο του (άρθρ. 933 Α.Κ.) και ενάγοντα ομόδικό του. Αυτοτέλεια της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης του θανόντος ενάγοντος απέναντι στην αντίστοιχη αξίωση του άλλου ομοδίκου και κληρονόμου του. Παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης κατ’ άρθρ.12 παρ. 1 ν.3900/2010. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης.

Με το άρθρ. 932 ΑΚ παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η ευχέρεια να επιδικάσει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, εφόσον κρίνει ότι αυτός υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και να καθορίσει το ύψος αυτής, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιόν του. Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι ιδίως η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος και το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος (άρθρο 300 ΑΚ), οι συνθήκες της προσβολής, το είδος, η ένταση και οι συνέπειές της, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του ζημιωθέντος ή οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο στοιχείο που προβάλλει ο ενάγων ή προκύπτει από τις αποδείξεις και ασκεί επιρροή –αυξητικά ή μειωτικά - στο ύψος του ποσού στη συγκεκριμένη περίπτωση και, επομένως, αποτελεί νόμιμο προσδιοριστικό παράγοντα του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία διαλαμβάνεται καθ’ ερμηνείαν του άρθρου 932 ΑΚ με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσης αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται κατ’ αναίρεση, ως παράβαση (εσφαλμένη ερμηνεία) του άρθρου 932 ΑΚ.. Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρ. 932 ΑΚ είναι ο χρόνος της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να λάβει υπόψη και γεγονότα μεταγενέστερα της άσκησης της αγωγής, με απώτατο χρονικό όριο την ημέρα της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο σε πρώτο βαθμό.

Κατά τα άρθρ. 932 και 933 ΑΚ, ο θάνατος προσώπου που έχει επιδώσει στον εναγόμενο αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η συνεπεία του θανάτου μεταβίβαση της εγερθείσας αξίωσης λόγω κληρονομίας σε άλλο πρόσωπο που έχει ομοίως εγείρει αγωγή για την ίδια ιστορική και νομική αιτία δεν συνιστά νόμιμο κριτήριο για τον καθορισμό ποσού χρηματικής ικανοποίησης μικρότερου από το ποσό που θα επιδικαζόταν υπέρ του αρχικού δικαιούχου (θανόντος ενάγοντος) ως «εύλογο», αν δεν είχε επέλθει ο θάνατός του, για τον λόγο ότι ωφελείται πλέον άλλο πρόσωπο (κληρονόμος) και όχι ο αρχικός δικαιούχος και μετέπειτα αποθανών. Τούτο διότι η αξίωση του ενάγοντος και στη συνέχεια θανόντος διαδίκου διατηρεί και μετά το θάνατο αυτού την αυτοτέλειά της απέναντι στην αντίστοιχη αξίωση εξ ιδίου δικαίου του άλλου ενάγοντος που είναι και ο κληρονόμος του και δήλωσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι συνεχίζει τη δίκη ως κληρονόμος της αξίωσης του θανόντος ενάγοντος. Για τον προσδιορισμό δε του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του θανόντος διαδίκου εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της αντίστοιχης χρηματικής ικανοποίησης του εν ζωή διαδίκου, χωρίς να αποτελεί παράγοντα μειωτικό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης ο θάνατος του ενάγοντος πριν από τη πρώτη συζήτηση της υπόθεσης και της συνεπεία αυτού μεταβίβασης της αξίωσης στον κληρονόμο του. Μάλιστα, στην ειδικότερη περίπτωση που η πιο πάνω αξίωση αποσκοπεί να αμβλύνει την ψυχική οδύνη που υφίσταται ο υπερήλικας γονέας από την απώλεια του τέκνου του, το δικαστήριο της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη του την πολύ μεγάλη ηλικία του γονέα, εκτιμά και το ότι η διάρκεια του ψυχικού πόνου που θα βιώνει αυτός θα είναι ενδεχομένως μικρότερη σε σχέση με τη διάρκεια του ψυχικού πόνου γονέα μικρότερης ηλικίας. Ταυτόχρονα, όμως, η πολύ μεγάλη ηλικία του ζημιωθέντος γονέα μπορεί να επιδρά αυξητικά στην ένταση της θλίψης του.

Αποτελεί νομικό ζήτημα επί του οποίου δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου το ζήτημα αν το γεγονός ότι ένας από τους ενάγοντες απεβίωσε μετά την άσκηση αγωγής με αίτημα την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και πριν την πρώτη επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό και η αξίωσή του κληρονομείται από τον ομόδικό του ενάγοντα κατ’ άρθρ. 933 ΑΚ μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ως νόμιμο κριτήριο κατά τον προσδιορισμό του εύλογου ύψους της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης. Είναι παραδεκτός κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 ν. 3900/2010 ο λόγος αναίρεσης. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης διότι η μη λήψη υπόψη από το διοικητικό εφετείο του του θανάτου του αρχικού ενάγοντος και δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης - ομοδίκου ενάγουσας κατά τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά άρθρ. 932 ΑΚ δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφασή του αναιρετέα.

Αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση (άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ). Παραδεκτός λόγος αναιρέσεως κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932 Α.Κ.). Στοιχεία προσδιοριστικά του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Δεν λαμβάνεται υπόψη (για μείωση του ποσού) το πταίσμα των οργάνων του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ..

ΣτΕ 252/2020

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου

Εισηγητής: Χ. Χαραλαμπίδη

Αστική ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ). Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932). Υποχρέωση του θεράποντος ιατρού να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς πριν από την διενέργεια ιατρικών πράξεων σ’ αυτόν. Έγκυρη η συναίνεση μόνο αν έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωσή του από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του και την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Νομικό ζήτημα, για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ, το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρ. 5 της Σύμβασης του Οβιέδο και της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης ενημέρωσης ασθενούς για τα πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών καθεμιάς από τις προτεινόμενες θεραπευτικές μεθόδους. Παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010. Αιτιολογημένη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι στοιχειοθετείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων για τον  θάνατο του συγγενούς τους κατά τη νοσηλεία του σε στρατιωτικό νοσοκομείο λόγω επιπλοκών θεραπευτικής μεθόδου που εφαρμόστηκε στον ασθενή από τον θεράποντα ιατρό του.

Με τους λόγους αναίρεσης τίθεται το ζήτημα ερμηνείας των διατάξεων του  άρθρ. 5 της Διεθνούς Σύμβασης του Οβιέδο και το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης ενημέρωσης του ασθενούς για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα καθώς και τις πιθανές επιπλοκές καθεμιάς από τις περισσότερες θεραπευτικές μεθόδους που μπορεί να εφαρμοστούν για την αντιμετώπιση της ασθένειάς του, και του θανάτου του ασθενούς που επέρχεται κατόπιν εμφάνισης επιπλοκών της μεθόδου που τελικώς εφαρμόζεται από τον ιατρό. Για τα ανωτέρω νομικά ζητήματα δεν  υπάρχει νομολογία του ΣτΕ. Βασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός του άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010 και η αίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτώς. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 της υπερνομοθετικής ισχύος Διεθνούς Σύμβασης της 4ης Απριλίου 1997 του Συμβουλίου της Ευρώπης(Σύμβαση του Οβιέδο), η οποία κηρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2619/1998, 13 και 24 α.ν. 1565/1939 και 47 ν. 2071/1992, ο ιατρός υποχρεούται να λαμβάνει τη συναίνεση του ασθενούς πριν από τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σ’ αυτόν. Η συναίνεση του ασθενούς είναι έγκυρη και ισχυρή μόνο εφόσον έχει προηγηθεί πλήρης ενημέρωση αυτού από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του και την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Ο ιατρός υποχρεούται να ενημερώνει τον ασθενή για το είδος, την εξέλιξη και τη σοβαρότητα της ασθένειας, καθώς και τις μεθόδους αντιμετώπισης και θεραπείας της, κατά τρόπο εξατομικευμένο, με βάση τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκεται ο συγκεκριμένος ασθενής (ιατρικό ιστορικό κ.λπ.), ενώ δεν αρκούν γενικές αναφορές στην ασθένεια, στην πρόγνωση ή στη θεραπεία της. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης ενημέρωσης, ο ιατρός υποχρεούται ιδίως να πληροφορεί τον ασθενή για τους πιθανούς  κινδύνους επιπλοκών, τις παρενέργειες, το επώδυνο ή μη και τις πιθανότητες αποτυχίας της προτεινόμενης θεραπευτικής μεθόδου. Επίσης, υφίσταται υποχρέωσή του να ενημερώνει για την ύπαρξη άλλων θεραπευτικών μεθόδων, καθώς και για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτών σε σχέση με την προτεινόμενη θεραπευτική μέθοδο, μεταξύ άλλων, και ως προς τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών (βλ. ΣτΕ 717/2018, πρβ. ΑΠ 424/2012,  687/2013). Αν η ενημέρωση του ασθενούς δεν είναι πλήρης δεν παρέχεται σε > αυτόν η δυνατότητα να διαμορφώσει ελευθέρως τη βούλησή του και να συναινέσει εγκύρως στην εφαρμογή συγκεκριμένης θεραπευτικής μεθόδου, σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και τους κινδύνους από τις επιπλοκές που συνδέονται με τις διαφορετικές μεθόδους θεραπείας. Η έλλειψη έγκυρης συναίνεσης καθιστά παράνομη αυτή καθεαυτήν την επιλογή της συγκεκριμένης θεραπευτικής μεθόδου εκ μέρους του ιατρού. Αν οι επιπλοκές της παρανόμως επιλεγείσας θεραπευτικής μεθόδου, οι οποίες δεν θα εμφανίζονταν αν είχε  επιλεγεί άλλη μέθοδος θεραπείας, επιφέρουν βλάβη της υγείας ή τον θάνατο  του ασθενούς, δηλαδή αν οι επιπλοκές αυτές συνδέονται αιτιωδώς με την  πιο πάνω βλάβη ή τον θάνατο, στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ. Τούτο δε, ακόμη και αν ο ιατρός κατά την εφαρμογή της αυθαιρέτως και άρα παρανόμως επιλεγείσας θεραπείας διενήργησε τις επιμέρους ιατρικές πράξεις που προβλέπονται σε αυτή σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου, τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες και θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (πρβ. ΑΠ 687/2013).Με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία έκρινε το Διοικητικό Εφετείο ότι ο ιατρός κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσής του, παρέλειψε να ενημερώσει τον ασθενή ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θεραπευτικής μεθόδου που εφαρμόστηκε τελικώς σε σχέση με άλλες θεραπευτικές μεθόδους που υφίστανται για την ίδια ασθένεια, ώστε ο τελευταίος να παράσχει την έγκυρη συναίνεσή του για την επιλογή της, και ότι η παράνομη αυτή παράλειψη συνδεόταν αιτιωδώς με τον θάνατο του ανωτέρω, που επήλθε λόγω επιπλοκών της παρανόμως επιλεγείσας θεραπευτικής μεθόδου, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι οι επιμέρους ιατρικές πράξεις του ιατρού στο πλαίσιο της εφαρμοσθείσας θεραπευτικής μεθόδου διενεργήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. αρχή του δικαίου. Ειδικός Λογαριασμός Προσθέτων Παροχών του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.. Υπαγωγή μετόχων του Ειδικού Λογαριασμού στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου. Η μοναδική περίπτωση όπου, κατ’ εξαίρεση, ο τυπικός νομοθέτης ανέχθηκε για να καταβληθεί η μηνιαία πρόσθετη σύνταξη του Ειδικού Λογαριασμού την παράλληλη λήψη κύριας συντάξεως και από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και από άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο είναι η υπαγωγή του μετόχου στον άλλον αυτόν φορέα ή το Δημόσιο να έχει λάβει χώρα μετά τη συμπλήρωση δέκα τουλάχιστον ετών πραγματικής ασφαλίσεως στον Ειδικό Λογαριασμό. Η κατά παρέκκλιση ρύθμιση του δεύτερου εδαφίου της περιπτώσεως γ’ του άρθρου 33 του ν. 915/1979 είναι στενώς ερμηνευτέα και δεν επιδέχεται ανάλογη εφαρμογή ή διασταλτική ερμηνεία κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας.

ΣτΕ 300/2020

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου

Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας

Αστική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση (άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ). Παραδεκτός λόγος αναιρέσεως κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρ. 932 Α.Κ.). Στοιχεία προσδιοριστικά του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Δεν λαμβάνεται υπόψη (για μείωση του ποσού) το πταίσμα των οργάνων του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ..

Ο ισχυρισμός του άρθρ. 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 ότι δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου ως προς το νομικό ζήτημα εάν μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης περιλαμβάνεται και το πταίσμα των οργάνων του υπόχρεου Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. είναι βάσιμος και ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

Το δικάσαν δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη την ταλαιπωρία που υπέστη η αναιρεσείουσα, την άσχημη κατάσταση της υγείας της, που της αποκλείει ή της περιορίζει δραστικά πολλές κοινωνικές δραστηριότητες, καθώς και τη συνακόλουθη ψυχική κατάστασή της, αφού έκρινε α) ότι αυτή υπέστη από τις παραλείψεις και τα σφάλματα των οργάνων του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου ηθική βλάβη και β) ότι το ποσό των 60.000.000 δραχμών αποτελεί, ενόψει και της κοινωνικής κατάστασής της, εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ακολούθως μείωσε το ποσό αυτό στο ήμισυ (30.000.000 δραχμές) κατ’αναλογία με τον βαθμό του πταίσματος των οργάνων του νοσοκομείου, τον οποίο προσδιόρισε σε ποσοστό 50%. Η κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι η κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ευθύνη του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση από μη νόμιμες διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις ή από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων τους είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από την υπαιτιότητα των οργάνων τους. Συνεπώς, το τυχόν πταίσμα των οργάνων αυτών δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο μεταξύ εκείνων που συνεκτιμώνται (μειωτικά) από το δικαστήριο της ουσίας για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάζεται υπέρ του παθόντος λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ. Επομένως, βασίμως προβάλλεται ο σχετικός λόγος αναιρέσεως.

(Α) Αρκεί για τη θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010 ο ισχυρισμός ότι υφίσταται αντίθεση της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του κρίσιμου για την επίλυση της διαφοράς ζητήματος της ανάλογης εφαρμογής εξαιρετικής διατάξεως νόμου κατά παράβαση γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι εξαιρετικές διατάξεις είναι ως εκ της φύσεως και του σκοπού τους στενώς ερμηνευτέες και δεν επιδέχονται ανάλογη ή επεκτατική εφαρμογή κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας (πρβ. Σ.τ.Ε. 2179/2016).

(Β) Κατ’ άρθρα 33 του ν. 915/1979 (Α’ 103) και 2 του Κανονισμού Παροχών του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (υπ’ αριθμ. 43/3/715/8.4.1981 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, Β΄ 223), δικαιούνται τις πρόσθετες παροχές του Ειδικού Λογαριασμού μόνο οι συνταξιούχοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., οι οποίοι δεν έχουν άλλες αποδοχές εκτός της χορηγούμενης από το Ταμείο αυτό συντάξεως και αποκλείονται των παροχών αυτών οι συνταξιούχοι του ίδιου Ταμείου, οι οποίοι προσδοκούν ή λαμβάνουν συντάξεις ή άλλες ασφαλιστικές παροχές από άλλον (ημεδαπό, βλ. Σ.τ.Ε. 2985/2003) φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο (Σ.τ.Ε. 4888/1988). Κατά τις διατάξεις αυτές, αφενός προϋπόθεση εκ του νόμου για την υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού είναι η προηγούμενη υπαγωγή αποκλειστικώς και μόνον στην ασφάλιση του Κλάδου Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., αφετέρου σε περίπτωση μεταγενέστερης, ήτοι μετά την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού, υπαγωγής των μετόχων του Ε.Λ.Π.Π. στην ασφάλιση άλλου, πέραν του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., φορέα κύριας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου για συνταξιοδότηση, οι μέτοχοι εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. και δεν δικαιούνται πλέον, κατά τη συνταξιοδότησή τους από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., τις πρόσθετες παροχές του Ειδικού Λογαριασμού. Όλως κατ’ εξαίρεση, κατά ρητή και σαφή νομοθετική πρόβλεψη, όσοι εξ αυτών των μετόχων υπήχθησαν μεταγενεστέρως στην ασφάλιση άλλου, πέραν του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., φορέα κύριας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου για συνταξιοδότηση, έχοντας, ωστόσο, ήδη συμπληρώσει τουλάχιστον δεκαετή πραγματική ασφάλιση στον Ειδικό Λογαριασμό, δεν εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού και συνεχίζουν την ασφάλισή τους σε αυτόν, παράλληλα με την ασφάλισή τους στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και στον άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως για τη λήψη κύριας συντάξεως, μετά δε τη χορήγηση κύριας συντάξεως από τον Κλάδο Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. δικαιούνται να λάβουν από τον Ειδικό Λογαριασμό μόνο το μέρος της μηνιαίας πρόσθετης σύνταξης που αναλογεί στην υπερδεκαετή πραγματική ασφάλισή τους στον Ε.Λ.Π.Π. και όχι την πρόσθετη σύνταξη στο ύψος που προσδιορίζεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού Παροχών του Ε.Λ.Π.Π.. Με τα δεδομένα αυτά, η μοναδική περίπτωση όπου, κατ’ εξαίρεση, ο ίδιος ο τυπικός νομοθέτης ανέχθηκε ρητώς και σαφώς, προκειμένου να καταβληθεί η μηνιαία πρόσθετη σύνταξη του Ε.Λ.Π.Π., την παράλληλη λήψη συντάξεως και από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και από άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως (ή το Δημόσιο) είναι η υπαγωγή του μετόχου στον άλλον αυτόν φορέα (ή το Δημόσιο), από τον οποίο ο μέτοχος του Ε.Λ.Π.Π. έλαβε κύρια σύνταξη, να έχει λάβει χώρα μετά τη συμπλήρωση δέκα τουλάχιστον ετών πραγματικής ασφαλίσεως στον Ειδικό Λογαριασμό, οπότε, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ο μέτοχος έχει ήδη συνεισφέρει οικονομικά επί αρκετό χρόνο στον Ειδικό Λογαριασμό και δικαιούται τουλάχιστον τις ασφαλιστικές παροχές που αντιστοιχούν στις ατομικές εισφορές που κατέβαλλε αυτοτελώς υπέρ του Λογαριασμού κατά το χρονικό διάστημα της ασφαλίσεώς του σε αυτόν, η κατά παρέκκλιση δε ρύθμιση αυτή του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 33 του ν. 915/1979, ως αφορώσα στην κατά τα ανωτέρω ειδικώς προβλεπόμενη από αυτή κατηγορία μετόχων, είναι, ως εκ της φύσεως και του κατά τα ανωτέρω σκοπού της, στενώς ερμηνευτέα και δεν επιδέχεται ανάλογη εφαρμογή ή διασταλτική ερμηνεία κατ’ επίκληση της κατοχυρούμενης στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας (πρβ. Σ.τ.Ε. 3323/2000 Ολομ., 2343/2007, 3572/2008 7μ., 1580/2010 Ολομ., 409/2012, 4657/2013, 1523/2018 κ.ά.).

(Γ) Ο αναιρεσίβλητος υπήχθη υποχρεωτικώς κατά τον νόμο στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. λόγω της κύριας ασφαλίσεώς του στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., κατά τον χρόνο δε της υπαγωγής του στην ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού δεν ήταν ασφαλισμένος σε άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο για συνταξιοδότηση και δεν προσδοκούσε, ως εκ τούτου, τη λήψη κύριας συντάξεως από άλλον φορέα πέραν του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετά, όμως, την υπαγωγή του στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. υπήχθη στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., από το οποίο και έλαβε κύρια σύνταξη λόγω γήρατος, κατόπιν υποβολής αιτήσεως και καταβολής εισφοράς εξαγοράς, κατ’ εφαρμογή μεταγενέστερης νομοθετικής ρυθμίσεως (ν. 1539/1985 και κ.υ.α. Φ.20/οικ.293/1.4.1998), έχοντας, ωστόσο, ήδη συμπληρώσει στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. υπερδεκαετή πραγματική ασφάλιση και έχοντας καταβάλει αδιαλείπτως τις αναλογούσες ατομικές ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ε.Λ.Π.Π. από το έτος 1979 μέχρι το έτος 2001. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον ο αναιρεσίβλητος είχε ήδη εισφέρει οικονομικά στον Ειδικό Λογαριασμό για χρονικό διάστημα ανώτερο των δέκα ετών, συνέτρεχε στην περίπτωσή του ο δικαιολογητικός λόγος που, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, επέβαλε τη λήψη από τους μετόχους του Ε.Λ.Π.Π. μόνο της αναλογούσας στην υπερδεκαετή συμμετοχή τους στον Ειδικό Λογαριασμό μηνιαίας πρόσθετης συντάξεως. Επομένως, σύμφωνα με την εξαιρετική διάταξη του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ν. 915/1979, η οποία είναι εφαρμοστέα στην επίδικη υπόθεση ευθέως και κατά το γράμμα αυτής και όχι κατ’ αναλογίαν ούτε κατ’ επέκταση της έκτασης εφαρμογής της, ορθώς κρίθηκε από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούτο μόνο τη μηνιαία πρόσθετη σύνταξη που αναλογεί στον χρόνο ασφαλίσεώς του στον Ειδικό Λογαριασμό, ανεξαρτήτως των ειδικότερων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (πρβ. Σ.τ.Ε. 3778/2013).

 

ΣτΕ



Source/ Author:adjustice.gr

LATEST POSTS



ethemis map

Προκηρύξεις/ Αγγελίες

Προκηρύξεις, Διαγωνισμοί και Αγγελίες για δικηγόρους, ασκούμενους & νομικούς.

View more
newsroom

ΝewsRoom/      ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα

View more
ethemis case law

Noμολογία

Σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας

View more
ethemis case law

Noμοθεσία

Οι νόμοι που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

View more
ethemis legal studies

Εκπαιδευτικά           Προγράμματα

Για νομικούς & δικηγόρους από εκπαιδευτικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

View more
ethemis.gr

EΚΔΗΛΩΣΕΙΣ            ΦΟΡΕΩΝ

Εκδηλώσεις Nομικού Eνδιαφέροντος από ποικίλους θεσμικούς Φορείς

View more
ethemis international news

Διεθνή                      Νέα

Διεθνή Νομικά Νέα και Αρθρογραφία, Νομολογία ΕΔΔΑ και αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων

View more
ethemis map

Δελτία            Τύπου

Ανακοινώσεις ΔΣΑ, δικαστικών ενώσεων, ανεξάρτητων αρχών, θεσμικών φορέων.

View more
ethemis

Συντακτική            Ομάδα

Η Επιστημονική Ομάδα του Ethemis.gr

View more
ethemis.gr

ΣΥΝΕΔΡΙΑ             ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ             e-ΘΕΜΙΣ

Ο Κατάλογος Συνεδρίων και Εκδηλώσεων που έχει διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Νομικών

View more

newsroom