Ενδοοικογενειακή Βια - Ποινική Διαμεσολάβηση
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, από τις διατάξεις του Ν. 3500/2006 και τους σκοπούς στους οποίους ο νόμος αυτός αποβλέπει, προκύπτει ότι η προηγούμενη διερεύνηση από τον αρμόδιο Εισαγγελέα της δυνατότητας ποινικής διαμεσολαβήσεως, πριν ακολουθήσει την ποινική διαδικασία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, έχει αναχθεί από τον νόμο σε ειδική δικονομική προϋπόθεση, για την έγκυρη άσκηση της προβλεπόμενης επί των ανωτέρω παραβάσεων ποινικής διώξεως. Αν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και η τυχόν ασκηθείσα πάσχει από απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1 β ΚΠΔ), η οποία αφορά την προδικασία και πρέπει, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 παρ. 2 Κ ΠΔ, να προτείνεται μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψε ότι κατόπιν της εγκλήσεως, ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χανίων ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου, με παραπομπή αυτού δι’ απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρα 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 και άρθρο 308 παρ. 1α ΠΚ) και η υπόθεση προσδιορίστηκε προς εκδίκαση, χωρίς να ακολουθήσει η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Η ποινική δίωξη ασκήθηκε χωρίς την προηγούμενη διερεύνηση από τον αρμόδιο ως άνω Εισαγγελέα της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης με αποτέλεσμα η ασκηθείσα, κατά τα άνω, δίωξη να πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Ο κατηγορούμενος, με την αίτηση του προσέφυγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ισχυριζόμενος ότι της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του δεν προηγήθηκε η επιβαλλόμενη από τον Ν. 3500/2006 διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης, με αποτέλεσμα η σε βάρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη να πάσχει από απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1 β ΚΠΔ). Το Συμβούλιο πλημμελειοδικών Χανίων με το προσβαλλόμενο 180/2018 βούλευμά του, υιοθετώντας το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης, απέρριψε την αίτηση, δεχόμενο, όπως και η προτείνουσα εισαγγελέας, ότι η παράλειψη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης από τον αρμόδιο εισαγγελέα δεν αποτελεί λόγο απόλυτης ακυρότητας. Δεν επιφέρει δηλαδή ακυρότητα της κίνησης της ποινικής δίωξης, κατά την έννοια του άρθρο 171 παρ. 1 β ΚΠΔ, ούτε επίσης καθιστά απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη. Ωστόσο, με την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία για της διερεύνηση της δυνατότητας ποινικής διαμεσολάβησης, η οποία, αποτελεί ειδική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής διώξεως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. β του ΚΠΔ και ως εκ τούτου συντρέχει ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για απόλυτη ακυρότητα κρίθηκε ως ουσία βάσιμος.
Καταληκτικά, με βάση το ανωτέρω σκεπτικό το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου διέταξε την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος και την κήρυξη της ασκηθείσας ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης(άρθρα 485 παρ. 1, 519 ΚΠΔ).
N. 3500/2006 Άρθρο 13 παρ. 5 : '' Η άρνηση ενός εκ των διαδίκων μερών να δεχθεί τη διαμεσολάβηση ή η αποτυχία ολοκληρώσεώς της, για οποιαδήποτε αιτία, δεν επάγονται σε βάρος αυτών καμία αρνητική ουσιαστική ή δικονομική συνέπεια στην ποινική δίκη που επακολουθεί''.
Source/ Author:www.areiospagos.gr