Απόφαση 281/2019 Γ’ Tμ.ΣτΕ- Υπαλληλική προσφυγή λόγω επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης υπαλλήλου OTA
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 102 παρ. 2 και 4 και 103 παρ. 4 και 6 του Συντάγματος, συνάγεται ότι η καθιερούμενη με την παρ. 2 του άρθρου 102 του Συντάγματος διοικητική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού έναντι της κρατικής διοίκησης περιλαμβάνει την κατοχύρωση του διοικητικού έργου των οργανισμών αυτών, όχι όμως και την εξουσία να αποφασίζουν με δικά τους όργανα για θέματα, όπως αυτά της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων τους, στα οποία περιλαμβάνεται και η επιβολή σε βάρος τους πειθαρχικών ποινών και τα οποία δεν συνιστούν τοπική υπόθεση (βλ. ΣτΕ 16/2015 Ολομ. σκέψη 23, 4077/2009 7μ. σκέψη 9, 3767/2001 σκ. 7, σχετ. ΣτΕ 371/1985 Ολομ.). Συνεπώς, η εκ του νόμου ανάθεση της πειθαρχικής αρμοδιότητας επί των υπαλλήλων των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, αντίστοιχα στα πειθαρχικά συμβούλια Δυτικής Ελλάδαςκαι Αττικήςδεν αντιβαίνει στις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις.Με την 36610/24.9.2012 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών,εκδοθείσα κατ’ επίκληση του άρθρου 146Β παρ. 1 του ν. 3528/2007, συστάθηκαν πειθαρχικά συμβούλια στις Περιφέρειες για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ Βαθμού που ευρίσκονται εντός των ορίων τους Ειδικότερα, όσον αφορά τις Περιφέρειες Αττικής, Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, τα συσταθέντα πειθαρχικά συμβούλια, με αρμοδιότητα επί των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ Βαθμού που ευρίσκονται εντός των ορίων τους, είναι: α) το Α΄ Πειθαρχικό Συμβούλιο των υπαλλήλων του Δήμου Αθηναίων, η αρμοδιότητα του οποίου εξαντλείται στην άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί των υπαλλήλων του δήμου αυτού, με αποτέλεσμα η αναγραφή του ως κοινού στην απόφαση αυτή να μην ασκεί, κατά νόμο, επιρροή και β) το Β΄ Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι κοινό για τους υπαλλήλους των Περιφερειών Αττικής και Βορείου και Νοτίου Αιγαίου και των Δήμων (πλην του Δήμου Αθηναίων) που εμπίπτουν στην εδαφική τους περιφέρεια.
Από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 2 εδάφια β΄, δ΄ και παρ. 3 εδάφιο α΄ του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο υπηρετεί ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος, γίνονται οι κοινοποιήσεις αντιγράφου της προσφυγής και της πράξης του Προέδρου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου, τόσο στην περίπτωση που το πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο επέβαλε την πειθαρχική ποινή, αποτελεί όργανο αυτού του ν.π.δ.δ. (εδάφιο β΄), όσο και στην περίπτωση που το πειθαρχικό συμβούλιο αποτελεί όργανο της κρατικής διοίκησης (εδάφιο δ΄). Από την συστηματική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων σε συνδυασμό με τον σκοπό θέσπισής τους, ο οποίος συνίσταται στην κοινοποίηση της πειθαρχικής δίκης στις εμπλεκόμενες σ’ αυτήν διοικητικές αρχές, συνάγεται ότι, για την ταυτότητα του λόγου, οι παραπάνω κοινοποιήσεις στο νομικό πρόσωπο που υπηρετεί ο υπάλληλος διενεργούνται και στην περίπτωση που το πειθαρχικό συμβούλιο δεν αποτελεί ούτε όργανο του νομικού αυτού προσώπου ούτε της κρατικής διοίκησης, αλλά ανήκει σε άλλο νομικό πρόσωπο, στις κατά τόπους Περιφέρειες, όταν ασκούν πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού που ευρίσκονται εντός των ορίων τους. Περαιτέρω, με την διενέργεια της ως άνω προβλεπόμενης στο άρθρο 21 παρ. 2 εδάφιο δ΄ του π.δ. 18/1989 κοινοποίησης, το νομικό πρόσωπο, στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, καθίσταται κύριος διάδικος στην πειθαρχική δίκη, δοθέντος μάλιστα ότι στην δίκη αυτή δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 44 του π.δ. 18/1989, η άσκηση παρέμβασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον χρόνο της τέλεσης των αποδιδομένων στον προσφεύγοντα πειθαρχικών παραπτωμάτων, ίσχυε ο Κώδικας Κατάστασης Προσωπικού Ο.Τ.Α. (ν. 1181/1981, Α΄ 204). Σύμφωνα με τα άρθρα 164 παρ. 1, 165 παρ. 1, 166 και167 του Κώδικα Κατάστασης Προσωπικού Ο.Τ.Α. (ν. 1181/1981, Α΄ 204) την ποινή της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλει ο πειθαρχικός δικαστής λόγω αδικαιολόγητης αποχής του δημοσίου υπαλλήλου από την εκτέλεση των καθηκόντων τουεπί τριάντα τουλάχιστον ημέρες. Το δε πειθαρχικό αδίκημα παραγράφεται μετά από μία πενταετία ενώ οικατά του υπαλλήλου απευθυνόμενες πράξεις προς δίωξη του αδικήματος διακόπτουν την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας δεν δύναται να υπερβείτην επταετία.
Επί συνεχούς αδικαιολόγητης αποχής υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, η οποία προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται απ’ αυτόν, δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής του πειθαρχικού αυτού παραπτώματος, το οποίο έχει διαρκή χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 1885/2017 σκ. 4, 3227/2015 σκ. 8, 3732/2011 σκ. 7, 2247/2003 σκ. 7), για όσο χρονικό διάστημα ο υπάλληλος ευρίσκεται συνεχώς εκτός υπηρεσίας. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που το παραπεμπτήριο έγγραφο αφορά μέρος μόνον του διαστήματος αποχής, το οποίο αρκεί, κατά νόμο, για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, η δε Διοίκηση δεν υποχρεούται να εκδίδει νέα παραπεμπτήρια έγγραφα και για μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα συνεχούς αποχής του υπαλλήλου. Αντίθετη εκδοχή θα συνεπαγόταν την άσκοπη επιβάρυνση της Διοίκησης με την άσκηση αλλεπάλληλων πειθαρχικών διώξεων για κάθε χρονικό διάστημα αποχής, κατά το οποίο συμπληρώνεται το όριο των ημερών που απαιτείται κατά νόμο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης (βλ. άρθρα 166 παρ. 4 στ. γ΄ του Κώδικα Κατάστασης Προσωπικού Ο.Τ.Α. και 109 παρ. 1 περ. η΄ Υ.Κ.). Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος προσφυγής περί παραγραφής του αποδιδόμενου στον προσφεύγοντα πειθαρχικού παραπτώματος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα, αυτός απουσίαζε συνεχώς από την υπηρεσία του στο Δήμο Αθηναίων τουλάχιστον από 1.4.2002 έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (1.10.2015), ήτοι για χρονικό διάστημα πέραν των 13 συναπτών ετών. Δεν ασκεί δε επιρροή ότι το παραπεμπτήριο έγγραφο αναφέρεται μόνον στο αρχικό διάστημα απουσίας του προσφεύγοντος από την υπηρεσία, εφόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται ρητώς ότι αυτός απουσιάζει αδικαιολόγητα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1.4.2002 μέχρι 1.10.2015, ο δε προσφεύγων, όπως προκύπτει από το υπόμνημά του και την παράσταση του δικηγόρου του ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, απολογήθηκε και για το μεταγενέστερο του αναγραφομένου στο παραπεμπτήριο έγγραφο χρονικό διάστημα αποχής του, επικαλούμενος λόγους υγείας που ανέκυψαν από το έτος 2005 και μετά (πρβλ. ΣτΕ 2164/2014 7μ.). Τελικώς το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή καθώς κι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί που προέβαλε ο προσφεύγων κρίθηκαν αβάσιμοι.
Επιμέλεια: Δήμητρα Μαντουβάλου /Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
Επί συνεχούς αδικαιολόγητης αποχής υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, η οποία προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται απ’ αυτόν, δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής του πειθαρχικού αυτού παραπτώματος, το οποίο έχει διαρκή χαρακτήρα, για όσο χρονικό διάστημα ο υπάλληλος ευρίσκεται συνεχώς εκτός υπηρεσίας.Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που το παραπεμπτήριο έγγραφο αφορά μέρος μόνον του διαστήματος αποχής, το οποίο αρκεί, κατά νόμο, για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, η δε Διοίκηση δεν υποχρεούται να εκδίδει νέα παραπεμπτήρια έγγραφα και για μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα συνεχούς αποχής του υπαλλήλου
Source/ Author: