Επιμέτρηση συνολικής ποινής – Απόφαση 133/2018 ΑΠ
Στην υπ’ αριθμ. 133/2018 απόφασή του ο Άρειος Πάγος διευκρίνισε τον τρόπο επιμέτρησης της συνολικής ποινής στην περίπτωση αληθινής κατ’ ιδέα συρροής (άρθρο 94 παρ. 2 εδ. α’).
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών στην υπ’ αριθμ. 65-66/2017 απόφασή του κήρυξε την ενοχή του κατηγορουμένου Α. Λ. για τον εξαναγκασμό της 14χρονης κόρης του σε συνουσία με σωματική βία υπό την απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου, το κακούργημα της αιμομιξίας, καθώς και τη διενέργεια ασελγών πράξεων στην ανήλικη που είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα, αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, επικαλούμενος ένα πλήθος λόγων.
Ο Άρειος Πάγος προέβη σε ενδελεχή έρευνα έκαστου λόγου αναίρεσης. Αρχικά, ο Α. Λ. πρόβαλε τον λόγο αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας της απόφασης, επειδή το Εφετείο συνεκτίμησε για την κρίση του περί την ενοχή του τις προανακριτικές καταθέσεις της παθούσας Α. Λ. και της μητέρας της Ε. Κ., χωρίς, ωστόσο, να έχουν αναγνωσθεί αυτές κατά τη δημόσια στο ακροατήριο αποδεικτική διαδικασία. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο τον ισχυρισμό αυτό, διότι ο αναιρεσείων ομολόγησε απερίφραστα όλες τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις, ζητώντας, μάλιστα, συγγνώμη. Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν υπήρχε περίπτωση να διατυπώσει δηλώσεις, παρατηρήσεις ή να παράσχει εξηγήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο των προαναφερθέντων καταθέσεων, για το οποίο δεν υπήρξε καμία αμφισβήτηση, αλλά, αντιθέτως, έμμεση επιβεβαίωση.
Σχετικά με την επίκληση έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που μνημόνευσε ο κατηγορούμενος, με τους οποίους ζήτησε την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μετάνοιας και της επίδειξης καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, το ΣΤ’ τμήμα του Αρείου Πάγου απεφάνθη ότι ο τρόπος πρότασής τους δεν είναι νόμιμος, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνονται δεν είναι πρόσφορα για την κατάφαση της συνδρομής αυτών των ελαφρυντικών περιστάσεων. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και δη να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, παρότι, όπως προκύπτει από την απόφαση, συνόδευσε την κρίση του με ανάλογη αιτιολογία.
Μολαταύτα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάσισε την εν μέρει αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο ως προς τις διατάξεις της περί επιμέτρησης των ποινών και καθορισμού συνολικής ποινής. Ειδικότερα, το Εφετείο τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης είκοσι ετών για το αδίκημα του βιασμού, σε ποινή κάθειρξης είκοσι ετών για την εγκληματική ενέργεια της αιμομιξίας και σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών για το έγκλημα της αποπλάνησης ανηλίκου δεκατεσσάρων ετών. Εν συνεχεία, όρισε το ύψος της συνολικής ποινής σε ποινή κάθειρξης τριάντα δύο ετών, αποτελούμενη από την ποινή κάθειρξης των είκοσι ετών για την πράξη του βιασμού, επαυξημένη κατά δέκα χρόνια για την ποινή της αιμομιξίας και δύο έτη για την αποπλάνηση ανηλίκου. Εφόσον, όμως, πρόκειται για αληθινή κατ’ ιδέα συρροή, το Δικαστήριο υπερέβη το ανώτατο όριο της επιβληθείσας ποινής κάθειρξης (το οποίο ανέρχεται στα είκοσι έτη). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει στο σημείο αυτό από το ελάττωμα της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 94 παρ. 2 εδ α’ του Ποινικού Κώδικα.
Για ολόκληρη την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Επιμέλεια: Λυδία Παπαγιαννοπούλου / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Εν κατακλείδι, η συνολική ποινή των εγκλημάτων που συρρέουν μεταξύ τους αληθινά και πραγματώθηκαν με μία πράξη (αληθή κατ’ ιδέα συρροή) προσδιορίζεται από το Δικαστήριο με ελεύθερη επαύξηση της βαρύτερης συγκριτικά με τις συντρέχουσες ποινές, χωρίς, ωστόσο, να υπερβαίνει το ανώτατο όριο του είδους της απειλούμενης κατά περίπτωση ποινής.
Source/ Author:areiospagos.gr | Download pdf