Αρμοδιότητα ποινικών δικαστηρίων κατά παραπομπή.
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπό σχολιασμό απόφασης του συνεδριάζοντος ως Συμβουλίου, Αρείου Πάγου, ο κατηγορούμενος είχε αρχικώς παραπεμφθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων του για το αδίκημα παράνομης κατοχής όπλων και πυρομαχικών.
Καταρχάς , η σημασία της προειρημένης υποθέσεως δεν έγκειται στην ουσία της υποθέσεως, αλλά στο δικονομικό ζήτημα της κατά τόπον αρμοδιότητας, και κατ’επέκταση στην πρόνοια του Νομοθέτη να θέσει εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα, ότι δηλαδή η τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων εξαρτάται από τον τόπο τέλεσης του εγκλήματος, τόπος ο οποίος αν είναι γνωστός στις αρχές προτιμάται κατά το αρ.125 ΚΠΔ ή από αυτόν της κατοικίας ή διαμονής του δράστη ως ορίζεται στο άρθρο 122 ΚΠΔ.
Κατά το περιεχόμενο της αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ξάνθης, βάσει της οποίας ζητείται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές Δικαστήριο, γίνεται επίκληση στο αρθ.136 περ.γ’ του ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, με την υποβολή της αίτησης και της μετέπειτα σύμφωνης γνώμης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, προκύπτουν από το κείμενο της αποφάσεως τα κάτωθι : Αφενός για την υποβολή αιτήματος περί παραπομπής δικογραφίας στηριζόμενου σε σοβαρούς λόγους συνυφασμένους με τη διασάλευση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, οι οποίοι ανεφάνησαν μετά τον προσδιορισμό προς εκδίκαση της υπόθεσης, δεν απαιτείται οι ως ανωτέρω λόγοι να προκύπτουν μετά βεβαιότητας, αλλά αντιθέτως αρκεί η πιθανολόγησή τους. Αφετέρου δε την παραπομπή αποφασίζει (σε συμβούλιο) το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, στο οποίο εισάγει την υπόθεση ο Εισαγγελέας του Ανώτατου Ακυρωτικού, εφόσον αυτός συμφωνεί με τη σχετική αίτηση για παραπομπή, διαφορετικά δύναται με έγγραφη παραγγελία προς τον αιτούντα Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ζητήσει την εισαγωγή της υποθέσεως στο κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο κατά αρθ. 137 παρ.1 περ.γ’ ΚΠΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο συνεδριάζων σε Συμβούλιο Άρειος Πάγος απεφάνθη για την αποδοχή του αιτήματος παραπομπής της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές Δικαστήριο, καθότι, κατά την δικανική του κρίση, υφίστανται εν τοις πράγμασι ενδείξεις που δικαιολογούν την αποδοχή του αιτήματος. Ειδικότερα, το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαιολόγησε ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του, ως συνταγματικώς οφείλει, βασιζόμενο αφενός στην έντονη μουσουλμανική πληθυσμιακή σύνθεση στην περιοχή της Ξάνθης και κατ’επέκταση στον πιθανολογούμενο κίνδυνο συγκέντρωσης πλήθος ομόθρησκων του κατηγορουμένου (μουσουλμάνων) Ελλήνων πολιτών, μεμονωμένων ή οργανωμένων, για υποστήριξη του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι χαίρει άκρας αποδοχής από την πλειοψηφία της μουσουλμανικής μειονότητας, αφετέρου δε στην εκτίμηση, εμπεριεχούσης σε άκρως απόρρητο έγγραφο, του Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ξάνθης ότι η ποινική δίωξη του συγκεκριμένου κατηγορουμένου θα αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από κύκλους της μουσουλμανικής μειονότητας, που θα επιδιώξουν να της προσδώσουν πολιτική χροιά, καλώντας ομοθρήσκους τους σε δυναμικές κινητοποιήσεις, όπως και από διάφορες εθνικιστικές συλλογικότητες.
Για ολόκληρη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Επιμέλεια: Ιωάννης Ε.Σπηλιώτης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις
Επομένως, ως προς την παραπομπή υποθέσεως από τόπο αρμόδιο σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο Δικαστήριο , επαρκεί η πιθανολόγηση τυχών λόγων συνυφασμένων με τη διασάλευση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, αφού δεν υφίσταται ανάγκη να προκύπτουν μετά βεβαιότητας.
Source/ Author:areiospagos.gr