Στοιχειοθέτηση απόπειρας εκβίασης κατ’άρθρ. 385 ΠΚ.
Σύμφωνα με όσα μνημονεύονται στην υπ’αρίθμ. 151/2018 απόφαση του Άρειου Πάγου, ο αναιρεσειών προέβη στην αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβιάσεως .
Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι , ορθώς το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο για την προαναφερθείσα εγκληματική απόπειρα, διότι, κατά τη δικανική κρίση του ακυρωτικού , ως εκείνη δομείται στην υπό σχολιασμό απόφαση, αυτός « έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το πλημμέλημα της εκβίασης…επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος αυτού. Ειδικότερα, ενώ υπηρετούσε στο … του …. επιχείρησε να εξαναγκάσει την ασφαλισμένη του εν λόγω Οργανισμού (πρώην Τ.Ε.Β.Ε.), … να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, αναφέροντάς της ότι δεν πρόκειται να γίνει δεκτή η ένσταση που έχει ασκήσει κατά της απόφασης της Υγειονομικής Επιτροπής Αναπηρίας του Κ.Ε.Π.Α., που προσδιόριζε την αναπηρία της σε ποσοστό 30% και συνεπαγόταν την υποχρέωσή της να επιστρέφει τα χρήματα της προσωρινής (εξάμηνης) σύνταξης από τον …., αλλά ότι “μπορεί να κάνει κάτι με ένα πεντακοσαράκι” και ότι “μόλις περάσει από Επιτροπή και της χορηγηθεί ποσοστό αναπηρίας 50% να τον καλέσουν για να του δώσουν το συμφωνημένο ποσό και να μην το πουν σε κανένα, γιατί τότε θα απορριφθεί η ένστασή της ».
Κατά την εξέταση της υποθέσεως, ο Άρειος Πάγος προέβη στην παράθεση των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος κατ’άρθρ. 385 ΠΚ. Κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ο ορισμός μίας πράξης ως εκβίασης απαιτεί πρωταρχικά την ύπαρξη εξαναγκασμού ορισμένου προσώπου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εξαιτίας της οποίας θα επέλθει ζημία του ίδιου του θύματος ή κάποιου άλλου. Η φύση αυτής της ζημίας προϋποτίθεται να είναι οικονομική-περιουσιακή, καθότι προστατευμένο έννομο αγαθό τεκμαίρεται η περιουσία του εκάστοτε προσώπου στο σύνολό της . Η θέση αυτή τεκμηριώνεται εκ της βουλήσεως του νομοθέτη ως προς την τοποθέτηση του επίμαχου άρθρου στο κεφάλαιο των «εγκλημάτων κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων». Προσέτι, απαιτείται ορισμένος τρόπος τέλεσης του επικείμενου εξαναγκασμού, ήτοι μετά της βίας ή απειλής τέτοιας ώστε να καθίσταται ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκασμένου ατόμου. Τέλος, κατά τον ΑΠ, κρίσιμο στοιχείο για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος είναι η οριοθέτηση του σκοπού του δράστη , αναγόμενη στην επιθυμία αποκόμισης παράνομου περιουσιακού οφέλους εις βάρους του θύματος.
Εμβαθύνοντας προς επεξήγηση των ανωτέρω , θα πρέπει ο δράστης της εγκληματικής ενέργειας, ή της απόπειρας αυτής, να έχει βεβαία γνώση ότι , το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί «αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση» και «δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 του Α.Κ. στο πρόσωπο δικαιώματος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές». Το επιπρόσθετο αυτό υποκειμενικό στοιχείο απαιτείται να ενυπάρχει κατά την τέλεση του αδικήματος της εκβίασης, διότι, αν αυτός πράττει κινούμενος εξ άλλων λόγων, π.χ εκ παρερμηνείας νομικών διατάξεων, δεν τελεί εκβίαση, αλλά ενδεχομένως αυτοδικία κατά άρθρο 331 ΠΚ.
Εν συνεχεία , επιβεβαιώνοντας τα προειρημένα , ο ΑΠ σχολίασε ότι «ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, … ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 του Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θελήσεως του εξαναγκαζόμενου, ώστε δι’ αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή». Παράλληλα, εκτιμάται η συναγωγή της διαπίστωσης , ότι η εν λόγω απειλή δεν οφείλεται να είναι ρητή και άμεση κατά του θύματος για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης, αλλά αντ’αυτού , αρκεί και η σιωπηρή απειλή του δράστη, όταν αυτή τελείται με συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, ενώ παράλληλα κρίνεται αδιάφορο το γεγονός αν αυτός προτίθεται να προβεί στην εκπλήρωση της απειλής που διετύπωσε ή όχι κατά του θύματος. Ως εκ τούτων, αν, για παράδειγμα, κάποιος αποφασίσει να προβεί στη πράξη της εκβίασης, ώστε να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, αλλά δεν προτίθεται κατ΄ ουσίαν να το πραγματοποιήσει , ακριβώς η μη ικανοποίησή του από τον παθόντα στο σημείο αυτό κρίνεται δικονομικώς αδιάφορη. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει, λοιπόν, να μην σχολιάζει τυχόν αιτιάσεις του κατηγορουμένου αναφορικά με την πλασματική προαίρεσή του να μην προβεί τελικά στις πράξεις αυτές, ή αναφορικά με την πραγματική αδυναμία του να τις τελέσει εις βάρους του θύματος.
Τέλος, ο ΑΠ εξηγεί ότι το έγκλημα του άρθρου 385 ΠΚ είναι δεκτικό απόπειρας, κατά το άρθρο 42 παρ.1 ΠΚ, κατά την περίπτωση που διαπιστωθεί εμπράκτως ότι τελέστηκε τουλάχιστον η αρχή εκτελέσεως της εκβίασης, η οποία θα οδηγούσε κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωσή της ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή μέση συνετή αντίληψη να θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της. Τηρουμένης της ανωτέρω συλλογιστικής πορείας, κατά την περίπτωση μη πρόκλησης φόβου στο θύμα, χωρίς εύλογο απότοκο την περιουσιακή μετάθεση και επακολούθως ζημία, υφίσταται μόνο η αρχή τέλεσης της πράξης και στοιχειοθετείται μοναχά απόπειρα εκβίασης .
Επιμέλεια: Ιωάννης Ε.Σπηλιώτης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις
Για ολόκληρη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Συνοπτικώς, για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της εκβίασης κατ’άρθρ. 385 ΠΚ πρέπει να πληρούνται αφενός η ύπαρξη εξαναγκασμού του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ικανής να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκασμένου, ένεκα δημιουργίας τρόμου ή ανησυχίας, και αφετέρου ο σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος προκαλώντας τη ζημία του παθόντος
Source/ Author:areiospagos.gr | Download pdf