Μη τήρηση προϋποθέσεων εμπρόθεσμης κλήτευσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Συμφώνως προς τα πραγματικά περιστατικά, ως αυτά μνημονεύονται στην υπ’αρίθμ. 998/2018 του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε τον αναιρεσείων ένοχο για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού.
Ωστόσο, η εν λόγω καταδικαστική απόφαση υπεβλήθη σε αναίρεση , διότι, κατά το στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, ο αρμόδιος εισαγγελέας, αφού έλαβε την έκθεση εφέσεως του κατηγορουμένου, δεν προέβη στην ενέργεια της ορθούς κλήτευσης αυτού, βάσει των όσων ρητώς κατοχυρώνονται στο άρθρο 166 ΚΠΔ.
Ειδικότερα , κατά την έναρξη της συνεδριάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπου εκδικαζόταν η υπόθεση του τέως αναιρεσείοντος και νυν κατηγορουμένου, ο ίδιος ενιστάμενος στην πρόοδο αυτής , ισχυρίσθηκε ότι δεν κλήθηκε εμπροθέσμως, ως δικονομικώς προβλέπεται , κατ’ επίκληση των εξής «ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών προέβη σε σύντμηση , ήτοι σε οκτώ ημέρες της 15νθημέρου προθεσμίας εμφανίσεώς μου για να εμφανισθώ στις 15-1-2018 στο ακροατήριο…(και) δε μνημόνευσε ότι συντρέχει κίνδυνος παραγραφής του εκδικαζομένου πλημμελήματος, που σαφώς δεν υπήρχε, με φερόμενο χρόνο τελέσεως την 14/06/2010, ούτε μνημόνευσε ότι συνέτρεχε κάποιος άλλος εξαιρετικός λόγος για τη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεώς μου στο Δικαστήριο.Άλλωστε, ούτε και στο εξώφυλλο της δικογραφίας έχει τεθεί σφραγίδα για σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεώς μου ούτε έχει σημειωθεί τούτο επί αυτού». Παρά ταύτα, το δικάζον Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη τη σχετική ένσταση, καθότι , κατά τη δικανική κρίση του, η παραγγελία προς επίδοση της Εισαγγελέως πληρούσε της προϋποθέσεις του αρ.166 ΚΠΔ, με το σκεπτικό ότι η μνεία, ως αυτή προσέτι ορίζεται στο κείμενο της αποφάσεως,”άμεσων επιδόσεων με επιμελητή, επείγουσα-παραγραφή, προσοχή προθεσμία κλήτευσης στο 1/2 κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠοινΔ” επιτρέπει τη σύντμηση της προθεσμίας προς εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Ο Άρειος Πάγος ουδαμώς υιοθέτησε την ως άνω τεκμηρίωση . Ειδικότερα, στο κείμενο της υπό σχολιασμού αποφάσεως τονίζεται , η γενομένη κλήτευση ήταν άκυρη, καθώς δε μεσολάβησε ο απαιτούμενος κατ’άρθρο 166 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 168 παρ.1 χρόνος των δεκαπέντε ημερών, καθώς η θυροκόλληση τελέστηκε στις 5-1-2018 για τη δικάσιμο της 15-1-2018. Επίσης, «τα διαλαμβανόμενα του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου περί σύντμησης της προθεσμίας κλήτευσης σε οκτώ (8) ημέρες, με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατ’ άρθρο 169 ΚΠΔ, δεν κρίνονται βάσιμα αφού δεν έχει εκδοθεί τέτοια πράξη. Απλώς στη δικογραφία υπάρχει ανυπόγραφη και χωρίς ημερομηνία σημείωση» απορρίπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προαναφερθείσα αιτιολογία.
Καταληκτικά , ο ΑΠ επιτείνει τη δικανική του συλλογιστική , εξηγώντας κατά πλασματική θεώρηση ότι , κι αν ακόμη η εν λόγω παραγγελία προς επίδοση του Εισαγγελέως κατά το άρθρο 169 ΚΠΔ λογιστεί ως έγκυρη , και πάλι θα τηρηθεί η οκταήμερη προθεσμία κλήτευσης, διότι ως ορίζεται στο κείμενο της απόφασης, «η προθεσμία κλήτευσης, άρχιζε κατά τον υπολογισμό του άρθρου 168 ΚΠΔ από την επομένη της επίδοσης και η κλήση επιδόθηκε στον κατηγορούμενο και στον αντίκλητο του στις 5-1-2018, πλην, όμως, ενόψει του ότι, όπως ημερολογιακώς αποδεικνύεται, η τελευταία πριν τη δικάσιμο ημέρα, δηλ. η 14-1-2018, που έληγε η ως άνω οκταήμερη προθεσμία για την εμφάνισή του στο ακροατήριο, με αφετηρία την επόμενη της επίδοσης (6-1-2018) ήταν εξαιρετέα - ημέρα Κυριακή), σύμφωνα με το τρέχον ημερολόγιο, η συμπλήρωση της ως άνω οκταήμερης προθεσμίας κλητεύσεως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, μετατέθηκε για την επόμενη εργάσιμο ημέρα, Δευτέρα, 15-1-2018, που συμπίπτει με την ως άνω δικάσιμο, η οποία δεν υπολογίζεται στην ως άνω προθεσμία». Ως εκ τούτου, αποτέλεσμα της σύμπτωσης της τελευταίας ημέρας προθεσμίας κλήτευσης και της δικασίμου είναι ο λογισμός της επίδοσης ως μη νόμιμης, και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος apriori αντιλέξει, το Δικαστήριο οφείλει να αναβάλει, ένεκα αυτής της σχετικής ακυρότητας.
Βάσει των ανωτέρω, η κλήτευση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι έγκυρη προκειμένου αυτός να έχει στη διάθεσή του τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας της υπεράσπισης του, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρο 6 παρ.3 ΕΣΔΑ.
Επιμέλεια: Ιωάννης Ε.Σπηλιώτης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την απόφαση μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο : http://www.areiospagos.gr/
Συνοπτικώς, ο Άρειος Πάγος απεφάνθη την εσφαλμένη κρίση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου , καθότιτο τελευταίο αντί να κηρύξει, ως δικονομικώς και μόνον όφειλε, απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης διατάσσοντας την εκ νέου κλήτευση του αναιρεσείοντος, προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης παραβιάζοντας τα δικαιώματά του.
Source/ Author:areiospagos.gr