Θετική υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου
Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 16/2018 απόφασή του προσδιορίζει τη συνδρομή θετικής υπέρβασης εξουσίας του Δικαστηρίου.
Στην κρινόμενη υπόθεση, υπήρξε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση όλων των διαδίκων επιμελεία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επίδοσης. Έτσι, παρά την απουσία των πολιτικώς εναγόντων Α. Χ., Α. Τ. και Χ. Μ., η συζήτηση της υπόθεσης διεξήχθη κανονικά σαν να ήταν και αυτοί παρόντες, καθότι κρίνεται αρκετή η παρουσία του αναιρεσειόντα Δ. Κ..
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας στην υπ’ αριθμ. 27/2017 απόφασή του, κατόπιν αξιολόγησης όλων των αναφερόμενων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε την ενοχή του αναιρεσειόντα για τις τελούμενες στις 25/10/2007 και 08/02/2010 αναφορές του με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α΄ ΠΚ για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση. Ειδικότερα, ο αναιρεσειών Δ. Κ. είχε καταγγείλει τους πολιτικώς ενάγοντες με τις προαναφερόμενες αναφορές στην Αρχή για την τέλεση αξιόποινων πράξεων, προκειμένου να επισύρει την ποινική και πειθαρχική τους δίωξη, έχοντας γνώση της αναλήθειας των επικαλούμενων γεγονότων.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, σχετικά με τη μερικότερη ενέργεια ψευδούς καταμήνυσης στις 08/02/2010, διαπίστωσε την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αλλά και την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, καθότι το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε μια σαφή, πλήρη και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά παράθεση των πραγματικών περιστατικών, της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, των αποδείξεων και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε στην υπαγωγή των περιστατικών στις αντίστοιχες ουσιαστικές διατάξεις, δίχως να παραβιάσει τις τελευταίες ευθέως ή πλαγίως. Το Εφετείο συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα συνολικά και όχι επιλεκτικά, ενώ ο ισχυρισμός του Δ. Κ. ότι το Δικαστήριο δέχθηκε τα ακριβώς αντίθετα από τα συναγόμενα εκ των αποδεικτικών στοιχείων κρίνεται απαράδεκτος, επειδή η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν ανήκει στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου. Τέλος, οι θέσεις του αναιρεσειόντα για μη πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εν λόγω εγκλήματος και έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συγκεκριμένης αναφοράς και της δυνατότητας άσκησης κατ’ αυτού ποινικής δίωξης στοιχειοθετούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, οπότε δεν ήταν απαραίτητη η αιτιολογία της απόρριψης τους από το Εφετείο, παρότι απαντήθηκαν από την κρίση του Δικαστηρίου περί της ενοχής του.
Επιπρόσθετα, Άρειος Πάγος κατέληξε στο ότι είναι απορριπτέοι οι λόγοι αναίρεσης περί παραβίασης του δεδικασμένου και απόρριψής του αναιτιολόγητα. Επεξηγηματικά, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αφενός δεν είχε το καθήκον να απαντήσει -και δη αιτιολογημένα- εφόσον ο ισχυρισμός ήταν αόριστος, αφετέρου όσον αφορά την παράβαση του δεδικασμένου, από μια συγκριτική επισκόπησης της απόφασης 238/2013 του Εφετείου και της προσβαλλόμενης προκύπτει πως η αθώωση του Δ. Κ. κηρύχθηκε στην πρώτη απόφαση για ανόμοιες ως προς τον χρόνο τέλεσης και λοιπών πραγματικών περιστατικών πράξεις. Επομένως, απουσιάζει το απαιτούμενο στοιχείο της ταυτότητας πράξεων και ως εκ τούτου, η συνδρομή του δεδικασμένου.
Μολαταύτα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προέβη σε μερική αναίρεση της απόφασης λόγω θετικής υπέρβασης εξουσίας σχετικά με την αναγνώριση ενοχής του αναιρεσειόντα για την διενεργούμενη στις 25/10/2007 επιμέρους πράξη της ψευδούς καταμήνυσης Σε μία περαιτέρω ανάλυση, ο Δ. Κ. πρωτοδίκως κρίθηκε ένοχος για την 08/02/2010 αναφορά του και αθώος για την 25/10/2007 από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κυπαρισσίας με την υπ’ αριθ. 497/2013 απόφαση του. Επομένως, η απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου περί της ενοχής του Δ.Κ. για την τελούμενη στις 25/10/2017 ενέργεια ψευδούς καταμήνυσης αποτελεί χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου και κατ’ επέκταση, θετική υπέρβαση εξουσίας.
Για ολόκληρη την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Επιμέλεια: Λυδία Παπαγιαννοπούλου / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Καταληκτικά, θετική υπέρβαση εξουσίας συνιστά τόσο η επαύξηση των επιβαλλόμενων πρωτοδίκως ποινικών κυρώσεων εις βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση) όσο και η επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης του κατηγορουμένου (νομική χειροτέρευση) από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Source/ Author:areiospagos.gr | Download pdf