Στοιχειοθέτηση του αδικήματος της αντίστασης κατά την 167 διάταξη του ΠΚ.
Με την υπ΄αρ. 46/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου ιδιαίτερη σημασία δίδεται στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης βάσει της υπ’αρίθμ. 167 διάταξης του Π.Κ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, η καταδίκη του φερόμενου ως δράστη για το αδίκημα της αντίστασης εξαρτάται από τον ταυτόχρονο χαρακτηρισμό της πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, την τέλεση της οποίας ο δράστης επιθυμεί να αποτρέψει ή να επιτύχει με τη συνδρομή βίας ή απειλής αυτής, ως νόμιμης , υπό την έννοια ότι «βρίσκεται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γ` αυτήν». Αμφισβήτηση βέβαια εγείρεται σχετικά με τη συστηματική τοποθέτηση του όρου «νομιμότητα» της υπαλληλικής ενέργειας, αν δηλαδή αυτή υπάγεται στους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου, στο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή στα ειδικά στοιχεία του αδίκου.
Στην υπό εξέταση εξεταζόμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας, με την προσβαλόμενη υπ’ αρ. 1286/2017 απόφασή του, δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε βιαιοπραγία κατά υπαλλήλου κατά την διάρκεια νόμιμης ενέργειας, καθότι έσπρωξε βίαια αστυνομικούς οι οποίοι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία στο κατάστημα ιδιοκτησίας του ιδίου κατηγορούμενου με σκοπό την διενέργεια νόμιμου έλεγχου, με απώτερο σκοπό τη μη διενέργεια αυτού.
Ωστόσο, ορθώς το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας προέβη στην αναίρεση της εν λόγω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, διότι ουδαμώς προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο διέλαβε την υποχρεωτικά απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων , η νομική θεμελίωση της οποίας ευρίσκεται στα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, δεν γίνεται ουδεμία αναφορά πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του επίδικου αδικήματος. Συνάγεται λοιπόν , κατά την δικανική εκτίμηση του Α.Π, ότι δε γίνεται σε κανένα σημείο της αποφάσεως μνεία «αν η πράξη του κατηγορουμένου κατέτεινε σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας των υπαλλήλων της αστυνομικής αρχής, ανήκουσας στον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους, και συνέτρεχαν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι’ αυτήν». Η θέση αυτή αιτιολογείται από τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως εγκλήματος σκοπού, υπό την έννοια ότι απαιτείται ο δράστης να επιδιώκει την τέλεση ή παράλειψη της επίμαχης υπαλληλικής ενέργειας.
Προσέτι , δεν αναφέρεται «το είδος και το αντικείμενο του συγκεκριμένου ελέγχου, ώστε να διακριβωθεί αν οι αστυνομικοί του … είχαν καθ’ ύλη αρμοδιότητα προς τούτο», υπογραμμίζοντας ότι, «δεν αρκεί η αόριστη αναφορά ότι (οι αστυνομικοί) εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία ή νόμιμο έλεγχο». Συνεπώς, αν η υπαλληλική πράξη δεν είναι νόμιμη άλλως είναι παράνομη, η πράξη της αντίστασης δεν είναι αξιόποινη.
Επιμέλεια: Ιωάννης Ε.Σπηλιώτης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την απόφαση μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο : http://www.areiospagos.gr/
Εξ΄ όλων των ανωτέρω συνοπτικώς μεν ουσιωδώς δε εκτεθειμένων προκύπτει ότι , καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος απόφασης για το αδίκημα της αντίστασης, όταν δεν αναφέρεται αν η πράξη των εκάστοτε κατηγορουμένων κατέτεινε σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας των υπαλλήλων αστυνομικών, ανήκουσας στον κύκλο αρμοδιοτήτων τους, καθώς και το είδος του ελέγχου, ώστε να εξακριβωθεί η καθ’ ύλην ύπαρξη αρμοδιότητας ή μη των αστυνομικών για τον έλεγχο αυτό.
Source/ Author:areiospagos.gr