Συκοφαντική δυσφήμιση δικηγόρου από εντολέα του - καταδίκη αμετάκλητη του εντολέα

ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΑ/ May 26, 2025: Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα NewsRoom


ethemis

Συκοφαντική δυσφήμιση δικηγόρου από εντολέα του - καταδίκη αμετάκλητη του εντολέα

 Συκοφαντική δυσφήμιση δικηγόρου από εντολέα του - καταδίκη αμετάκλητη του εντολέα

 

 Συκοφαντική δυσφήμιση δημόσια μέσω διαδικτύου εις βάρος

Δικηγόρου από εντολέα της. Τελεσίδικη καταδικαστική

απόφαση. Πλέον αμετάκλητη.

Αυτοτελείς ισχυρισμοί κατηγορουμένου. Άρθρο 371 ΠΚ

παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθιας δικηγόρου. Σύγχυση στο

ίδιο πρόσωπο ιδιότητας μάρτυρος και συνηγόρου υποστήριξης

κατηγορίας. Ένσταση 36 παρ 1 κώδικα δικηγόρων.

Απόρριψη ενστάσεων. Η δηλώσασα παρίσταται ως θύμα της

αξιόποινης πράξης. Δεν υφίσταται κώλυμα παράστασης της

προς υποστήριξης κατηγορίας. Δέχεται αυτοπρόσωπη

παράσταση. Η δικηγόρος-θύμα δεν εμπίπτει στις διατάξεις

Άρθρου 212 παρ 1 ΚΠΔ και 371 ΠΚ.

Ανάρτηση δύο δυσφημιστικών σχολίων στο διαδίκτυο για τη

Δικηγόρο από πρώην εντολέα της. Απαξιωτικοί ισχυρισμοί που πλήττουν την υπόληψη της ως επαγγελματία. Η παθούσα ουδέποτε υποσχέθηκε ποσοστό κουρέματος δανειακής

οφειλής του κατηγορουμένου. Ένοχος παμψηφεί για συκοφαντική δυσφήμιση μέσω

διαδικτύου για πρώτη ανάρτηση απορριπτόμενου αυτοτελούς

ισχυρισμού περι 367 παρ 1.

Αθώος παμψηφεί για την ως άνω πράξη για δεύτερη ανάρτηση.

αξιολογική κρίση χωρίς σκοπό εξύβρισης.

 

Άννα Κορσάνου

Δικηγόρος-Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια

 

 Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:

 

Δια της υπ’ αριθμ. … απόφασης , κηρύχθηκα

ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης μέσω διαδικτύου εις βάρος της δικηγόρου (που

παρέστη προς υποστήριξη της κατηγορίας) και καταδικάστηκα σε ποινή φυλάκισης

οκτώ (8) μηνών με 3ετή αναστολή.

Κατά της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης άσκησα νομίμως και εμπροθέσμως,

την υπό κρίση έφεσή μου, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να απαλλαγώ

της κατηγορίας, για τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και αποδειχθέντες λόγους

και συγκεκριμένα, διότι η εκκαλουμένη ανεπαρκώς αιτιολόγησε και σε αντίφαση με τα

αποδεικτικά μέσα, την καταδίκη μου για συκοφαντική δυσφήμηση της εγκαλούσας,

δεδομένου ότι οι επίμαχες φράσεις μου που ανήρτησα στην ιστοσελίδα της, ούτε

ψευδείς είναι, ούτε οιονδήποτε σκοπό συκοφαντικής δυσφήμησης της εγκαλούσας

αναδεικνύουν, καθώς αποτελούν «κλασσική» περίπτωση δυσμενών κρίσεων για

επαγγελματικές εργασίες.

Καταρχάς προβάλλω νομίμως ένσταση κατά της επ’ ακροατηρίω εξέτασης της εγκαλούσας διατελεσάσης δικηγόρου μου, εκ της παρ.1 του άρθρου 212

ΚΠοινΔ σύμφωνα με το οποίο, «η διαδικασία ακυρώνεται αν εξεταστούν στην

προδικασία ή στην κύρια διαδικασία : α) τα πρόσωπα που αναφέρονται στο

άρθρο 371 ΠΚ», το δε άρθρο 371 ΠΚ που τιτλοφορείται «παραβίαση

επαγγελματικής εχεμύθειας», προβλέπει σαφώς ότι μεταξύ άλλων «δικηγόροι

στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματος τους…

ιδιωτικά απόρρητα, οι οποίοι φανερώνουν ιδιωτικά απόρρητα, που τους τα

εμπιστεύθηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματος τους τιμωρούνται με

φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή». Πράγματι η εγκαλούσα και

παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας είναι «πρόσωπο» μεταξύ των

αναφερομένων στο άρθρο 371 ΠΚ, ήταν δικηγόρος μου και υπό την

επαγγελματικής της ιδιότητα είχε πρόσβαση σε πληροφορίες και στοιχεία που

καλύπτονται πλήρως από το επαγγελματικό απόρρητο και την εχεμύθεια που ο

νόμος επιτάσσει. Ως εκ τούτου ενίσταμαι και έχω αντίρρηση στην εξέτασή της,

καθώς παράγει ακυρότητα της ενώπιον Σας διαδικασίας.

Επιπλέον και συναφώς να προβάλλω και ότι εκτός του ανωτέρω κωλύματος της

εξέτασης της εγκαλούσας τέως δικηγόρου μου, ζήτημα ανακύπτει - και παραδόξως

δεν αναδείχθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακόμη και αυτεπαγγέλτως -

από την σύγχυση στο πρόσωπο της εγκαλούσας, δύο διακριτών ιδιοτήτων της

ποινικής δίκης με όλως διάφορες απαιτήσεις & προορισμό, δηλ. αυτής της

συνηγόρου υποστήριξης της κατηγορίας και αυτής της μάρτυρος. Ενδεικτικά

αναφέρω: 1) το ότι ο μάρτυρας έχει καθήκον αλήθειας, ενώ ο συνήγορος όχι,

τουναντίον έχει αποστολή την υποστήριξη των ισχυρισμών του εντολέα του που

εν προκειμένω είναι το ίδιο πρόσωπο! 2) το ότι ο συνήγορος παρευρίσκεται καθ’

όλη την διάρκεια της δίκης εντός της αίθουσας του δικαστηρίου, ενώ οι μάρτυρες

υποχρεούνται να εξέλθουν όσο καταθέτουν οι άλλοι μάρτυρες (ά. 350 ΚΠοινΔ)

και βεβαίως ο συνήγορος έχει το δικαίωμα να εξετάζει τους μάρτυρες

κατηγορητηρίου ή/και υπεράσπισης, να λαμβάνει τον λόγο επί σειράς θεμάτων

όπως και ο συνήγορος υπεράσπισης, να σχολιάζει τα αναγνωστέα έγγραφα, να

αγορεύει κλπ. (ά. 320 επ ΚΠοινΔ) σε αντίθεση με τον μάρτυρα εγκαλούντα που

περιορίζεται σε πολύ συγκεκριμένα θέματα όταν εξετάζεται ο ίδιος.

 

Τέλος προβάλλω την ανωτέρω ένσταση στην παράσταση και εκ του

άρθρου 36 παρ. 1 εδ. α του Κώδικα Περί Δικηγόρων που καθιστά σαφές ότι η

παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας είναι υποχρεωτική με συνήγορο

και δεν επιτρέπεται αυτοπρόσωπη παράσταση, ως συνέβη στην πρωτόδικη δίκη

κατά παράβαση και της ανωτέρω διάταξης του Κώδικα Περί Δικηγόρων.

 

Ειδικότερα σχετικά με την αξιολόγηση που δημοσίευσα στην ιστοσελίδα της

εγκαλούσας, λεκτέα είναι τα εξής: Κατ’ αρχάς η εγκαλούσα είχε επιλέξει να συμμετέχει

ως επαγγελματίας σε ένα ανοιχτό, ελεύθερα προσβάσιμο και χωρίς έλεγχο σύστημα

αξιολογήσεων, με δυνατότητα βαθμολόγησης των υπηρεσιών της από ένα (1) έως

πέντε (5) αστέρια, όπου το μέγιστο δηλώνει πλήρη ικανοποίηση του πελάτη από τις

υπηρεσίες της ενώ το ελάχιστο δυσαρέσκεια. Σε κάθε περίπτωση, η αρνητική

βαθμολόγηση έστω και με ένα αστέρι είναι θεμιτή και εντός της κλίμακας στην οποία

συμμετέχει αυτοβούλως η αντίδικος. Περαιτέρω, παρέχεται η δυνατότητα καταγραφής

σχολίων, προς επίρρωση της εκάστοτε βαθμολόγησης, αλλά και για την πληρότητα της

αξιολόγησης. Η δε ειδική αυτή πρόβλεψη στοχεύει στην αξιοπιστία της συνολικής

αξιολόγησης καθώς απαιτεί από τον αξιολογούντα να εισφέρει κάτι ουσιαστικότερο από

μια μηχανιστική πρωτόλεια βαθμολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό, εγώ, αξιοποιώντας τη

συγκεκριμένη πλατφόρμα βαθμολόγησης της, δεν προέβην σε τίποτα το παράνομο, το

αθέμιτο, όταν διατύπωσα την προσωπική μου εμπειρία από τη συνεργασία μου μαζί

της και σε κάθε περίπτωση δεν ανέφερα τίποτε το ψευδές. Αντιθέτως, εξέφρασα μια

αξιολογική κρίση, που είχε άμεση σχέση με την εμπειρία μου ως πελάτη της, κρίση που

ήταν ειλικρινής και δεν έφερε καμία πρόθεση περιουσιακής ή ηθικής βλάβης της, πολλώ

μάλλον δεν περιείχε ψεύδη και αντίστοιχους ψευδείς ισχυρισμούς, καθώς όπως

δέχθηκε και η μειοψηφία του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά, επρόκειτο απλώς γι’

αυτά που πίστευα και τίποτε περισσότερο!

Περαιτέρω δέον να αξιολογηθεί και το γεγονός ότι το σχόλιό μου το οποίο

ουδόλως καλύπτονταν από πέπλο ανωνυμίας, όπως με κατηγορεί η εγκαλούσα, καθώς

παρέπεμπε στο όνομα και το επώνυμο μου, όπως εμφανώς ήταν καταχωρημένο στην

σχετική πλατφόρμα της google, έμεινε αναρτημένο για λιγότερο από 36

ώρες, εντός των οποίων η ενάγουσα μου είχε ήδη απαντήσει, ώστε αποκλείεται να

επηρέασε αρνητικά τη μεγάλη και ισχυρή πελατεία που ισχυρίζεται η ίδια ότι διατηρεί.

Πολλώ δε μάλλον, αποκλείεται να της προξένησε διαφυγόντα κέρδη μία μεμονωμένη

αρνητική κριτική, όταν υπήρχαν πολλαπλάσιες θετικές κρίσεις για την εργασία της. Και

πάλι όμως, αυτό το δεδομένο αποδεικνύει μόνο την εξ αντικειμένου αδυναμία μου να

της προξενήσω οποιαδήποτε περιουσιακή βλάβη, σε καμία δε περίπτωση ότι είχα

σκοπό να τη διαβάλλω ή να την συκοφαντήσω όπως με κατηγορεί.

Τούτων δοθέντων προβάλω τον αυτοτελή ισχυρισμό μου από τις προβλέψεις

του άρ. 367 παρ. 1 περ. α’ ΠΚ, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα πράξης που

διατυπώνει δυσμενή κρίση για επαγγελματικές εργασίες. Η απλή δυσφήμιση,

άλλωστε ως ποινικό αδίκημα έχει καταργηθεί (θεμελιωνόταν υποκειμενικώς και σε απλή

αμέλεια του δράστη όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς

τρίτους γεγονότα που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική

ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του,

προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του) Περαιτέρω, η διάταξη του

άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ ορίζει ότι «Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς

κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, β) οι

δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που

ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την

εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη

(προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή δ) σε ανάλογες

περιπτώσεις».

Εξάλλου προβάλλω και επικαλούμαι και την μη πλήρωση της αντικειμενικής

υπόστασης του αποδιδόμενου αδικήματος, καθώς οι επίμαχες φράσεις μου, συνιστούν

αξιολογική κρίση αληθή - όπως εγώ την σχημάτισα από την συνεργασία μου με την

εγκαλούσα - και άρα ελλείπει το μείζον στοιχείο της συκοφαντικής δυσφήμησης,

δηλ. το «ψευδές» της φερομένης ως δυσφημιστικής αναφοράς, που κατά το

προϊσχύσαν δίκαιο, έκανε ακριβώς την διαφορά με την απλή δυσφήμηση. Αυτή

ακριβώς η νομοθετική επιλογή υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης καθιστά την

απαίτηση για διάγνωση του «ψεύδους» και της γνώσης του ψεύδους εκ μέρους του

δράστη απαραίτητη προϋπόθεση της δίωξης και έτι πλέον της καταδίκης για

συκοφαντική δυσφήμιση. Εγώ όμως ούτε διέδωσα ψευδές γεγονός για την εγκαλούσα,

ούτε βεβαίως «γνώριζα» το ψευδές αφού ότι ανήρτησα ήταν αληθή, οπότε εξ

αντικειμένου αποκλείεται να ενήργησα με τον δόλο που ο Νόμος απαιτεί.

Συνεπώς και επιπλέον δεν συνέτρεξε ποτέ στο πρόσωπό μου και ο απαιτούμενος

άμεσος δόλος α’ βαθμού - δόλος σκοπού - που να κατατείνει αποκλειστικά στην

προσβολή της τιμής και της υπολήψεως της εγκαλούσας, διότι η μοναδική επιδίωξη της

ανάρτησής μου ήταν να εκφράσω την αληθή δυσαρέσκειά μου για τις προς εμένα

παρασχεθείσες υπηρεσίες της, δυσανάλογες κατ’ εμέ με το αποτέλεσμα αλλά και με την

καταβληθείσα αμοιβή της. Από κανένα δε στοιχείο της δικογραφίας - και βεβαίως ούτε

από την εκκαλουμένη απόφαση - στοιχειοθετήθηκε ο προσαπαιτούμενος «ειδικώς

κατευθυνόμενος στην προσβολή της τιμής», σκοπός. Επιπλέον η γνώση μετά

βεβαιότητας ή η πιθανολόγηση της επέλευσης του αποτελέσματος δεν αρκεί, αλλά

προσαπαιτείται η πράξη να κατατείνει στην επέλευση ορισμένου αποτελέσματος -βλάβη

τιμής και υπόληψης - δηλαδή ο δράστης να επιδιώκει την συνέπεια της πράξης του

(άρθρο 27 παρ. 2 εδ. 2 ΠΚ) και εξ αυτού του λόγου πρόκειται για αδίκημα υπερχειλούς

υποκειμενικής υπόστασης. Ειδικότερα, ο δράστης απαιτείται να δρα ηθελημένα,

έχοντας γνώση ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση αφορά ψευδές γεγονός, το οποίο είναι

πρόσφορο να προκαλέσει βλάβη στην τιμή και την υπόληψη του άλλου, το γεγονός

να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να είχε πλήρη γνώση της αναλήθειάς του και του

ότι μπορεί να επιφέρει βλάβη στον άλλον. Αν ο δράστης γνώριζε ότι το γεγονός είναι αληθινό ή αν είχε αμφιβολίες για την αλήθεια τούτου τότε δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Και από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ή της εκκαλουμένης δεν προέκυψε εκ μέρους

άλλη «γνώση», παρά της αλήθειας των ισχυρισμών μου στις επίμαχες αναρτήσεις.

Τούτων δοθέντων θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι επίμαχες αναρτήσεις μου

συνιστώσες αξιολογικές κρίσεις αληθείς, και ελλείψει οιουδήποτε «ψεύδους»

διαδοθέντος από εμένα, η - επιτρεπτή κατά Νόμον και επιβεβλημένη από τα

αποδεικτικά στοιχεία - μετατροπή της κατηγορίας από συκοφαντική σε απλή

δυσφήμηση για τον ίδιο λόγο, δηλ. ελλείψει εκ μέρους μου ισχυρισμού «ψευδούς

γεγονότος». Επερχομένης της αιτουμένης μετατροπής της κατηγορίας ζητώ και την

εντεύθεν οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου που

προέκυψε από την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 362 ΠΚ στον ισχύοντα Ποινικό

Κώδικα (Ν.5090/2024) και δεκτού γενόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού, ζητώ να

απαγγελθεί η οριστική παύση της εναντίον μου ποινικής δίωξης.

 

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο, πρότεινε αρχικά να απορριφθούν οι

υποβληθείσες από την υπεράσπιση ενστάσεις αποβολής της παρισταμένης προς

υποστήριξη της κατηγορίας και αυτοπρόσωπης παράστασης, ως αβάσιμες, ενώ

ανέφερε ότι επιφυλάσσεται να προτείνει επί της ένστασης κατά της επ’ ακροατηρίω

εξέτασης της εγκαλούσας και επί των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών στην

κατάλληλη στιγμή της διαδικασίας.

Η υποστηρίζουσα την κατηγορία, αφού έλαβε τον λόγο, συντάχθηκε με την

πρόταση του Εισαγγελέως.

Οι συνήγοροι υπερασπίσεως, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, επέμειναν στα ως

άνω αιτήματά τους.

Ο Πρόεδρος διέκοψε τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο

αποσύρθηκε σε μυστική διάσκεψη με παρούσα τη Γραμματέα και αφού διασκέφθηκε

σύμφωνα με τον νόμο, κατήρτισε την απόφασή του, σχετικά με τις πρώτες

προβληθείσες από την υπεράσπιση ενστάσεις (περί αποβολής της παρισταμένης

προς υποστήριξη της κατηγορίας και αυτοπρόσωπης παράστασης).

Μετά την πάροδο ογδόντα (80’) λεπτών της ώρας, οι Δικαστές επέστρεψαν στο

ακροατήριο και έλαβαν τις θέσεις τους, καθώς και ο Εισαγγελέας, η Γραμματέας, η

υποστηρίζουσα την κατηγορία και ο κατηγορούμενος μετά των συνηγόρων του, ο δε

Πρόεδρος δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση την απόφαση, η οποία είναι η εξής:

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 63 εδάφ. α ́ ΚΠΔ «οι δικαιούμενοι κατά τον αστικό

κώδικα σε αποζημίωση ή αποκατάσταση από το έγκλημα ή σε χρηματική ικανοποίηση

λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ακόμη και όταν από διάταξη νόμου η

υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή

ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο πρόσωπο, μπορούν να

παραστούν στο ποινικό δικαστήριο για την υποστήριξη της κατηγορίας.», ενώ

σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 2 ΚΠΔ «στο ακροατήριο η σχετική δήλωση που γίνεται

από συνήγορο που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον κώδικα από τον παριστάμενο για

την υποστήριξη της κατηγορίας καταχωρίζεται στα πρακτικά», περαιτέρω δε σύμφωνα

με το άρθρο 36 παρ. 1 Ν. 4194/2013 («Κώδικας Δικηγόρων») «αποκλειστικό έργο του

δικηγόρου είναι η αντιπροσώπευση και η υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε

δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η παράσταση ενώπιον των

δικαστηρίων με ή δια δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες

τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο», ενώ κατά το άρθρο 61

παρ. 3 ίδιου Νόμου «από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και

υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι όταν παρέχουν

υπηρεσίες στους εαυτούς τους (…)». Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στη

διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 213 παρ.

1 ΣΠΚ.

ΙΙ. α. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος δια κατατεθέντος

στο ακροατήριο εγγράφου του (και δια προφορικής αναπτύξεως εν συνεχεία)

υπέβαλε αντιρρήσεις κατά της ως άνω δήλωσης για υποστήριξη της κατηγορίας

της, Δικηγόρου, προσδιορίζοντάς τις ως «ένσταση κατά της παράστασης

υποστήριξης της κατηγορίας» και αναφέροντας ότι την προβάλλει «και εκ του

άρθρου 36 παρ. 1 εδ. α του Κώδικα Περί Δικηγόρων που καθιστά σαφές ότι η

παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας είναι υποχρεωτική με συνήγορο

και δεν επιτρέπεται αυτοπρόσωπη παράσταση, ως συνέβη στην πρωτόδικη

δίκη κατά παράβαση και της ανωτέρω διάταξης του Κώδικα Περί Δικηγόρων».

β. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι για την ενεργητική

νομιμοποίηση για την παράσταση στο ποινικό δικαστήριο για την υποστήριξη

της κατηγορίας απαιτείται να υφίσταται στον δηλούντα δικαίωμα κατά τον

αστικό κώδικα σε αποζημίωση ή αποκατάσταση από το έγκλημα ή σε χρηματική

ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Στις προβληθείσες

αντιρρήσεις δεν διαλαμβάνεται μνεία περί ελλείψεως αυτού του δικαιώματος

στην δηλώσασα παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, αλλά ούτε και

διαπιστώνεται κάτι τέτοιο από το Δικαστήριο, αφού η δηλώσασα παρίσταται ως

το θύμα της φερομένης ως τελεσθείσας από τον κατηγορούμενο σε βάρος της

αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης. Όσον αφορά στο ότι η ίδια

παρίσταται και ως συνήγορος για την παράσταση προς υποστήριξη της

κατηγορίας, που ασκείται υπό της ιδίας, ως δικαιουμένης λόγω ενεργητικής

νομιμοποίησής της, δεν υφίσταται τέτοιο κώλυμα από τις προπαρατεθείσες

διατάξεις και επομένως και ως προς αυτό το θέμα δεν είναι νόμω βάσιμες οι

αντιρρήσεις που υποβλήθηκαν κατά της παράστασης για υποστήριξη της

κατηγορίας, με συνέπεια, κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου, αυτές να

πρέπει να απορριφθούν.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει, παμψηφεί, τις ως άνω προβληθείσες από τους συνηγόρους

υπερασπίσεως ενστάσεις αποβολής της παρισταμένης προς υποστήριξη της

κατηγορίας και αυτοπρόσωπης παράστασης, ως αβάσιμες και δέχεται τη

δήλωση παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου,

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου,

σε δημόσια συνεδρίαση.

 

Γίνεται μνεία ότι στο σημείο αυτό ο Πρόεδρος δήλωσε ότι το Δικαστήριο

επιφυλάσσεται να αποφανθεί επί της ένστασης ως προς την επ’ ακροατηρίω εξέταση

της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας, που προβλήθηκε από τους

συνήγορους υπερασπίσεως, στην κατάλληλη στιγμή της διαδικασίας. Περαιτέρω

δήλωσε ότι το Δικαστήριο θα αποφανθεί επί των αυτοτελών ισχυρισμών της

υπερασπίσεως, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, προκειμένου να

σχηματίσει ασφαλής δικανική πεποίθηση.

Ακολούθως ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο, ανέπτυξε συνοπτικά την

έφεση και δήλωσε ότι για την υποστήριξη της κατηγορίας κάλεσε τους μάρτυρες, (παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας) και τα ονοματεπώνυμα των

οποίων αναγράφονται στο κάτω μέρος της κλήσεως που επιδόθηκε στον

κατηγορούμενο.

Έπειτα η παρισταμένη προς υποστήριξη της κατηγορίας, αφού ζήτησε και έλαβε

τον λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι κάλεσε μεν μάρτυρα,

την οποία έχει γνωστοποιήσει εγκαίρως στον κατηγορούμενο,

γνωστοποίησης μάρτυρος ενώπιον του Πενταμελούς Αναθεωρητικού

Δικαστηρίου, μετά συνημμένης της από … έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού

Επιμελητή, έγγραφο το οποίο υφίσταται στον φάκελο της

δικογραφίας, πλην όμως ανέφερε ότι παραιτείται της εξέτασης της ως άνω μάρτυρος.

Ακολούθως ο Πρόεδρος υπενθύμισε στον κατηγορούμενο ότι η απολογία του

θα γίνει στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας και σε σχετική ερώτησή του προς

αυτόν, εάν κλήτευσε μάρτυρες υπερασπίσεως, εκείνος απάντησε ότι κάλεσε μάρτυρα

για την υπεράσπισή του, ενώ οι συνήγοροί του ενεχείρισαν στον

Πρόεδρο σημείωμα με τα στοιχεία της ταυτότητος του μάρτυρος.

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονοματεπώνυμα των

κλητευθέντων μαρτύρων κατηγορίας, ήτοι των

(παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας), καθώς και του μάρτυρος

υπερασπίσεως, εκ των οποίων άπαντες βρέθηκαν παρόντες.

Στο σημείο αυτό της διαδικασίας, ο Εισαγγελέας αφού έλαβε τον λόγο από τον

Πρόεδρο, πρότεινε όπως απορριφθεί η υποβληθείσα από την υπεράσπιση ένσταση

κατά της εξέτασης της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας δυνάμει των

άρθρων 212 του ΚΠΔ και 371 του ΠΚ, ως ουσία αβάσιμη.

 

Η υποστηρίζουσα την κατηγορία, αφού έλαβε τον λόγο, συντάχθηκε με την

πρόταση του Εισαγγελέως.

Οι συνήγοροι υπερασπίσεως, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, επέμειναν στην

ως άνω υποβληθείσα ένστασή τους και κατέθεσαν στο Δικαστήριο, προκειμένου να

αναγνωσθεί, φωτοαντίγραφο παρουσίασης της ΕΣΔΙ με

τίτλο: «Η εμμάρτυρη απόδειξη στην ποινική δίκη», το οποίο ο Πρόεδρος ανέγνωσε και

έθεσε στον φάκελο της δικογραφίας.

Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά επί της έδρας, με παρούσα τη

Γραμματέα, κατήρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την απόφαση του

Δικαστηρίου, που έχει ως εξής:

Ι. Σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο και στη δικαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών

ποινικών δικαστηρίων κατ’ άρθρο 213 παρ. 1 ΣΠΚ, άρθρο 212 παρ. 1 στοιχ. α ́ ΚΠΔ

«η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία:

α) τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 371 ΠΚ (…)», ενώ κατά το άρθρο 371

παρ. 1 ΠΚ «κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες,

συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι λειτουργοί ή

επαγγελματίες, στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του

επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των

προσώπων αυτών, οι οποίοι φανερώνουν ιδιωτικά απόρρητα, που τους τα

εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους,

τιμωρούνται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».

ΙΙ. α. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος υπέβαλε γραπτώς

«ένσταση κατά της επ’ ακροατηρίω εξέτασης της εγκαλούσας διατελεσάσης

δικηγόρου μου, εκ της παρ.1 του άρθρου 212 ΚΠοινΔ», αναφέροντας ότι « η

εγκαλούσα και παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας είναι

«πρόσωπο» μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 371 ΠΚ, ήταν δικηγόρος μου

και υπό την επαγγελματικής της ιδιότητα είχε πρόσβαση σε πληροφορίες και

στοιχεία που καλύπτονται πλήρως από το επαγγελματικό απόρρητο και την

εχεμύθεια που ο νόμος επιτάσσει. Ως εκ τούτου ενίσταμαι και έχω αντίρρηση

στην εξέτασή της, καθώς παράγει ακυρότητα της ενώπιον Σας διαδικασίας.

Επιπλέον και συναφώς να προβάλλω και ότι εκτός του ανωτέρω κωλύματος της

εξέτασης της εγκαλούσας τέως δικηγόρου μου, ζήτημα ανακύπτει - και

 

παραδόξως δεν αναδείχθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακόμη και

αυτεπαγγέλτως από την σύγχυση στο πρόσωπο της εγκαλούσας, δύο

διακριτών ιδιοτήτων της ποινικής δίκης με όλως διάφορες απαιτήσεις &

προορισμό, δηλ. αυτής της συνηγόρου υποστήριξης της κατηγορίας και αυτής

της μάρτυρος (…)».

β. Στην εκδικαζομένη υπόθεση ο κατηγορούμενος κατηγορείται για όσα

ανέφερε, δια του διαδικτύου, σε βάρος της παριστάμενης προς υποστήριξη της

κατηγορίας, δικηγόρου του για τον χειρισμό και την έκβαση υποθέσεώς του και

για τα οποία υπεβλήθη έγκληση εναντίον του από τη δικηγόρο του για

συκοφαντική δυσφήμηση. Επ’ αυτού του θέματος και μόνο, που αποτελεί και το

αντικείμενο της παρούσας ποινικής δίκης, εξεταζομένη ως μάρτυρας στο

ακροατήριο η δικηγόρος που φέρεται ως θύμα αξιόποινης συμπεριφοράς του

κατηγορουμένου, δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις των άρθρων 212 παρ. 1

στοιχ. α ́ ΚΠΔ και 371 ΠΚ και άρα δύναται ακωλύτως και νομίμως να καταθέσει.

Η επίσης προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο, «σύγχυση στο πρόσωπο της

εγκαλούσας, δύο διακριτών ιδιοτήτων της ποινικής δίκης (…), δηλ. αυτής της

συνηγόρου υποστήριξης της κατηγορίας και αυτής της μάρτυρος», που

περιγράφει δι’ αυτού του κατά τον κατηγορούμενο χαρακτηρισμού, τη

σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του διαδίκου (παράστασης προς

υποστήριξη της κατηγορίας), εξεταζομένου και ως μάρτυρα, και του συνηγόρου

του, δεν παράγει κανένα θεσμικό κώλυμα ή λειτουργική δικονομικά αδυναμία,

καθώς ουδέν διαλαμβάνουν σχετικώς οι δικονομικοί κανόνες, το ίδιο δε μπορεί

να συμβεί και με τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του

κατηγορουμένου δικηγόρου και του συνηγόρου του εαυτού του, χωρίς πάλι να

παράγεται καμία δικονομική αδυναμία ή ακυρότητα. Επομένως, πρέπει, κατά

την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου, η ένσταση να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει, παμψηφεί, την προβληθείσα από

τους συνήγορους υπερασπίσεως ένσταση κατά της επ’ ακροατηρίω εξέτασης

της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας δυνάμει των άρθρων 212

του ΚΠΔ και 371 του ΠΚ, ως αβάσιμη. Δικαστές.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου,

σε δημόσια συνεδρίαση.

 

Κατόπιν τούτων ο Πρόεδρος, αφού καθόρισε τη σειρά εξέτασης των μαρτύρων,

κατ’ άρθρο 351 παρ. 1 του ΚΠΔ, κάλεσε για εξέταση την πρώτη μάρτυρα,

………………………………………………………………….

………………………………………………………………….

 

Ι. Α. α. Σύμφωνα με το άρθρο 363 ΠΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την 1-5-

2024 με τα άρθρα 54 και 138 παρ. 1 Ν. 5090/2024 (Α ́30), «όποιος με οποιονδήποτε

τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές

γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με

φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη

δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι

(6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι

λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη,

κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης

(…)». Πριν την αντικατάστασή του το άρθρο είχε ως εξής: «αν στην περίπτωση του

προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι

ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν

τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση

τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή». Το άρθρο που αναφέρεται ως

προηγούμενο ήταν το 362 ΠΚ (απλή δυσφήμηση), το οποίο με τα άρθρα 136 περ. α ́

και 138 παρ. 1 του ίδιου Νόμου καταργήθηκε από 1-5-2024, είχε δε ως εξής: «όποιος

με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον

γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται (…). Αν η πράξη

τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται (…)». Από

τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι, εξαιρουμένης της κύρωσης που παρέμεινε αμετάβλητη,

η ποινική υπόσταση για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης διαφοροποιήθηκε

μετά τον Ν.5090/2024 μόνο ως προς το στοιχείο του «ενώπιον τρίτου» δια του

αποκλεισμού ομάδας προσώπων, με συνέπεια για πράξεις που τελέστηκαν πριν την

1-5-2024 να εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 2 ΠΚ, η νέα μορφή του άρθρου 363 ΠΚ ως

ευμενέστερη, αφού η συκοφαντική δυσφήμηση πλέον δεν τελείται ενώπιον

οποιουδήποτε τρίτου προσώπου, ως ίσχυε στην προηγούμενη μορφή του

αδικήματος.

β. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης,

απαιτούνται: α) ισχυρισμός ή διάδοση, από τον υπαίτιο με οποιονδήποτε τρόπο

ενώπιον τρίτου για κάποιο άλλο πρόσωπο, γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει

την τιμή ή την υπόληψη αυτού, β) το γεγονός αυτό να ήταν ψευδές και ο δράστης να

τελούσε εν γνώσει της αναληθείας και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη

γνώση και τη θέλησή του να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως

ισχυρισμός θεωρείται ανακοίνωση που προέρχεται εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή

από μετάδοση εκ τρίτου προσώπου, ενώ διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα

μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το

γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν

ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς

την ηθική και ευπρέπεια (ΑΠ 855/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του γεγονότος δεν

υπάγονται η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός,

εκτός εάν αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά

στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της

προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με γεγονός κατά

τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του

βαρύτητα. Αν αυτό δεν συμβαίνει τότε αυτά μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το

άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 1025/2016, ΑΠ 956/2019, 1069/2019, όλες δημοσιευμένες

στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γι’ αυτό και επί μη συγκροτήσεως του αδικήματος της

συκοφαντικής δυσφήμησης και δεδομένης της καταργήσεως του αδικήματος απλής

δυσφήμησης, η προσβλητική συμπεριφορά πρέπει να εξεταστεί εάν τυχόν συγκροτεί

την ποινική υπόσταση της εξύβρισης, μάλιστα λόγω και της περιεχομένης στο άρθρο

361 ΠΚ ρήτρα επικουρικότητας (βλ. πιο κάτω ΙΒα) (ΑΠ 1201/11). Περαιτέρω, ο

ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου και το έγκλημα

θεωρείται τετελεσμένο μόλις γίνει ο, ενώπιον τρίτου, ισχυρισμός του δυσφημιστικού

γεγονότος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος και μάλιστα άμεσος (όχι ενδεχόμενος),

δηλαδή γνώση και θέληση των στοιχείων που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση

του εν λόγω εγκλήματος, αφού στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασής της είναι «η εν

γνώσει της αναληθείας» τέλεση της πράξης (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. α ́ ΠΚ). Περιεχόμενο

του δόλου πρέπει να είναι η γνώση ότι το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει ο δράστης

δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του φορέα της τιμής, αλλά και ότι το γεγονός

αυτό δεν είναι αληθινό. Επίσης πρέπει να περιέχεται η βούληση να ισχυριστεί ή να

διαδώσει το γεγονός αυτό.

Β. α. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 361 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει από 1-5-

2024 μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 53 και 138 παρ. 1 Ν.5090/2024 «όποιος,

εκτός από τις περιπτώσεις της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363) προσβάλλει

την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, έχοντας τέτοιον

σκοπό, τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι (6) μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την

ανωτέρω πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται

φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή και αν η προσβολή ανάγεται σε σχέσεις

του ιδιωτικού ή του οικογενειακού βίου, επιβάλλεται φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή

χρηματική ποινή». Προ της τροποποιήσεώς του η διάταξη είχε ως εξής «όποιος, εκτός

από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή

άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως

έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή

μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή». Το νέο

στοιχείο στην ποινική υπόσταση της εξύβρισης είναι ο σκοπός του δράστη να

προσβάλλει δια της συμπεριφοράς του τον άλλο, στοιχείο, που καθιστά ευμενέστερη

την ισχύουσα διάταξη και επομένως εφαρμοστέα, κατά το άρθρο 2 ΠΚ, για πράξεις

που έχουν τελεστεί πριν την 1-5- 2024.

β. Τέλος, σύμφωνα με το (ισχύσαν μέχρι την 1-5-2004, οπότε και καταργήθηκε

με τα άρθρα 136 περ. α ́ και 138 παρ. 1 Ν.5090/2024) άρθρο 367 ΠΚ «1. Δεν

αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή

επαγγελματικές εργασίες, β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο

δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, γ) οι

εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης

εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο

ενδιαφέρον και δ) σε ανάλογες περιπτώσεις. 2. Η προηγούμενη διάταξη δεν

 

εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά

στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 και β) αν από τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε

ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε ή δυσφήμηση προκύπτει σκοπός

εξύβρισης.»

ΙΙ. Α. Στην προκειμένη περίπτωση από την αποδεικτική διαδικασία στο

ακροατήριο και συγκεκριμένα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, από τα έγγραφα, τα

οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται αναλυτικά στα πρακτικά της παρούσας

αποφάσεως, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα

ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

α. Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της

δικηγόρου Αθηνών κείμενο με τις εξής φράσεις: «…», χωρίς άλλα στοιχεία προσδιοριστικά της ταυτότητάς του.

Συνδυάζοντας γεγονότα η εν λόγω δικηγόρος κατέληξε στο πρόσωπο του

κατηγορουμένου, υπόθεση του οποίου είχε χειριστεί κατά το έτος 2019. Έτσι,

απάντησε κάτω από την παραπάνω ανάρτηση ότι το σχόλιο αυτό είναι κακόβουλο, ότι

δεν του είχε τάξει τίποτα και ότι θα ενημέρωνε την υπηρεσία του και το Ναυτοδικείο για

τη συμπεριφορά του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχε αντιληφθεί την ταυτότητα του

συντάκτη. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος πράγματι ήταν ο συντάκτης του ως άνω

κειμένου, την επόμενη ημέρα αντικατέστησε αυτό ως εξής: «Δεν έμεινα

ευχαριστημένος από τις υπηρεσίες. Το κόστος δυσανάλογο του αποτελέσματος». Η

δικηγόρος, κατόπιν αυτού, κάλεσε τον πρώην πελάτη της, με προσωπικό μήνυμα στο

ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο την 10-10-2021, να διαγράψει και αυτήν την αρνητική

φράση. Στο εν λόγω μήνυμα τής απάντησε ο κατηγορούμενος ότι είχε προβεί σε

διαγραφή της δημοσίευσής του, ζητώντας συγνώμη από την Κ. και χαρακτηρίζοντας

τις ενέργειές του «απερισκεψία της στιγμής», αποδεχόμενος έτσι ότι ήταν ο συντάκτης

των επίμαχων αξιολογήσεων.

β. Σχετικώς με το πλαίσιο της επαγγελματικής συνεργασίας του κατηγορουμένου

με τη δικηγόρο, εξαιτίας του οποίου προέκυψαν τα επίδικα κείμενα, διαπιστώθηκαν

τα εξής. Η πρώτη συνάντησή τους έγινε στο Ηράκλειο Κρήτης την 29-3-2019, στην

οποία παρών, ως ακροατής, ήταν και ο συνάδελφος του κατηγορουμένου. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν το ζήτημα που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος

σχετικώς με τη διευθέτηση του στεγαστικού του δανείου, την εξόφληση του οποίου

όφειλε προς την τράπεζα … από κοινού με τη σύζυγό του. Ο κατηγορούμενος

ανέφερε στη δικηγόρο ότι είχε αιτηθεί την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν.

3869/2010, είχε δε ήδη λάβει μια αναβολή εκδίκασης της υποθέσεώς του για τον μήνα

Οκτώβριο του 2020. Η δικηγόρος τον ενημέρωσε ότι για την περίπτωσή του οι

διαθέσιμες δυνατότητες ενεργειών ήταν τρείς: Πρώτον, η εκδίκαση της αιτήσεώς του

περί υπαγωγής του στον Ν. 3869/2010. Τούτο ήταν, κατά την άποψή της,

αρκούντως επισφαλές, λόγω των αυξημένων οικογενειακών του εισοδημάτων και των

μειωμένων εξόδων του. Το ότι ο κατηγορούμενος επιθυμούσε να αποφύγει την

εκδίκαση της αιτήσεώς του γνωρίζοντας το αμφίβολο αποτέλεσμα της δικαστικής

προσφυγής του στον Ν. 3869/2010 εξάγεται και από την επιδίωξή του να συναντήσει

τη δικηγόρο πριν την μετ’ αναβολή δικάσιμο της αιτήσεώς του. Δεύτερον, εξωδικαστική

επίλυση της διαφοράς κατόπιν συνεννόησης του ίδιου του κατηγορουμένου απ’

ευθείας με υπαλλήλους του τραπεζικού ιδρύματος. Την εν λόγω δυνατότητα, είχε όμως

εξαντλήσει ο κατηγορούμενος, καθώς είχε ήδη αιτηθεί από την Τράπεζα τη ρύθμιση

του δανείου του λαμβάνοντας την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/… απάντηση της

πιστώτριας, με την οποία του παρασχέθηκε η δυνατότητα ευνοϊκής ρύθμισης της

οφειλής του. Αυτή η ρύθμιση, όμως, δεν τον ικανοποιούσε, διότι επιζητούσε ακόμα

επωφελέστερη λύση για εκείνον και την συνοφειλέτρια σύζυγό του και γι’ αυτό άφησε

να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποδοχής της. Τρίτον, η τραπεζική

διαμεσολάβηση, που ήταν μία νομοθετημένη διαδικασία, κατά την οποία μεθοδεύεται

συνάντηση του δανειολήπτη με ανώτερα στελέχη της Τράπεζας παρουσία

διαπιστευμένου διαμεσολαβητή. Η δικηγόρος ενημέρωσε τον πελάτη της ότι διέθετε

εμπειρία στον τομέα της διαμεσολάβησης και μάλιστα είχε πετύχει θεαματικά

αποτελέσματα σε υποθέσεις υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων που είχε χειριστεί

στο παρελθόν. Ωστόσο, ουδέποτε του υποσχέθηκε ότι θα έχει θεαματικά

αποτελέσματα και στη δική του περίπτωση αλλά τον διαβεβαίωσε ότι θα

κατέβαλε την προσπάθειά της ως νομική παραστάτρια. Περαιτέρω, τον

ενημέρωσε για την αμοιβή της στην περίπτωση που επέλεγε την λύση της

διαμεσολάβησης με την παρουσία της ως δικηγόρου του, η οποία ανερχόταν στα 3.000

ευρώ. Πράγματι, ο κατηγορούμενος θεωρώντας την τραπεζική διαμεσολάβηση ως την

καλύτερη λύση για την περίπτωσή του ανέθεσε την πραγματοποίησή της στη

δικηγόρο, όπως αποδεικνύεται από το από 7-4-2019 μήνυμα ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου που της απέστειλε, αποδεχόμενος να της καταβάλει το ως άνω ποσό

που του είχε ζητηθεί από αυτήν. Η εργασία της δικηγόρου σε αυτόν τον τομέα

περιλάμβανε, όπως η ίδια αναλυτικά εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίω κατάθεσή της,

τις παρακάτω, γνωστές στον κατηγορούμενο, ενέργειες: την επικοινωνία της με τα

εξουσιοδοτημένα στελέχη της Τράπεζας, την υποβολή αιτήματος διαμεσολάβησης, την

αποστολή των οικονομικών στοιχείων των δανειοληπτών (ήτοι του κατηγορουμένου

και της συζύγου του), την οργάνωση- συντονισμό της διαμεσολάβησης δηλαδή, την

εύρεση διαμεσολαβητή, την εύρεση χώρου στο Ηράκλειο Κρήτης για τη διενέργεια της

διαδικασίας, την παράστασή της κατά την ορισθείσα ημερομηνία διαμεσολάβησης στο

Ηράκλειο της Κρήτης, δηλαδή μακριά από τον τόπο κατοικίας της στην Αθήνα, και

τέλος τη σύνταξη πρακτικού διαμεσολάβησης. Κατόπιν ανταλλαγής πολλαπλών

μηνυμάτων τελικά αποφασίστηκε διεξαγωγή της διαμεσολάβησης . Έναν μήνα πριν από την ημερομηνία αυτή, η δικηγόρος

πληροφορήθηκε την πρόταση της τράπεζας και την απέστειλε, μέσω μηνύματος

ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον κατηγορούμενο. Στο εν λόγω μήνυμα της διαμεσολάβησης

, του ανέφερε με σαφήνεια τα εξής: «στη διαμεσολάβηση μου είπαν ότι

θα έχετε διαγραφή … ευρώ. Χωρίζεται σε δύο μέρη το δάνειο δόση …

ευρώ για … μήνες το πρώτο μέρος και διαγραφή … ευρώ. Πείτε μου αν σας

ενδιαφέρει να γίνει τη διαμεσολάβηση διότι θα πρέπει να παραιτηθεί από την αίτηση

στο ειρηνοδικείο». Ο κατηγορούμενος, αν και δεν ικανοποιήθηκε από αυτήν την

πρόταση της Τράπεζας, εν τούτοις, θεωρώντας ότι θα έχει περαιτέρω περιθώριο

διαπραγμάτευσης με το πιστωτικό ίδρυμα, επέλεξε να παραιτηθεί της αιτήσεώς του

περί υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, προκειμένου να ολοκληρωθεί η

διαδικασία της διαμεσολάβησης [βλ. την από 19-6-2019 δήλωση παραίτησης του

κατηγορουμένου και της συζύγου του από την με ημερομηνία 1-10-2014 αίτησή τους

για υπαγωγή στο Ν. 3869/2010, η οποία (παραίτηση) κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο

Χανίων την 21-06- 2019]. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία της διαμεσολάβησης οι

εκπρόσωποι της Τράπεζας ενέμειναν στην πρότασή τους, που είχε μεταφέρει η

δικηγόρος του κατηγορουμένου σε αυτόν έναν μήνα νωρίτερα. Κατόπιν αυτού, ο

κατηγορούμενος αποδέχθηκε την πρόταση της τράπεζας.

 

Μετά από αυτά, ο κατηγορούμενος, δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα της

προπαρατεθείσας διαδικασίας, δύο χρόνια αργότερα ανήρτησε στο

διαδίκτυο στον ιστότοπο της δικηγόρου, τις επίδικες φράσεις. Ο ίδιος,

απολογούμενος στο ακροατήριο, ανέφερε ότι δεν ήθελε με αυτές, να συκοφαντήσει την

εγκαλούσα, ότι οι αναρτήσεις του είχαν το χαρακτήρα σχολίου και ήταν μια

απερισκεψία, για την οποία της ζήτησε συγγνώμη, πλην όμως τα όσα ανέφερε ήταν

αληθή, όπως αυτός τα έζησε.

Β. 1. i. Κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου, η ανάρτηση του

κατηγορουμένου στο επαγγελματικό διαδικτυακό προφίλ της εγκαλούσας

«…» (πρώτη μερικότερη πράξη του εγκλήματος της

συκοφαντικής δυσφήμησης δημόσια μέσω του διαδικτύου), αναφερόμενη σε

γεγονότα, διαλαμβάνει απαξιωτικούς και μειωτικούς ισχυρισμούς, που έχουν

κοινωνικοηθική απαξία για την παθούσα, καθώς πλήττουν την κοινωνική

παράσταση και την υπόληψή της ως επαγγελματία και επιστήμονα. Οι

δυσφημιστικοί ισχυρισμοί αυτοί αποτυπώθηκαν στην επαγγελματική

ιστοσελίδα της δικηγόρου, καθιστάμενοι έτσι γνωστοί σε αόριστο, πλην

όμως μεγάλο αριθμό προσώπων που επισκέφθηκαν τον σχετικό ιστότοπο, οι

οποίοι συνήθως έχουν σκοπό την ανεύρεση νομικού συμβούλου-παραστάτη. Ο

κατηγορούμενος, ως προς τη λέξη «…», με την οποία ξεκινά η ανάρτησή

του, επιχειρώντας να αποσείσει τις ευθύνες του, υποστήριξε ότι εννοούσε

μακριά από εκείνον, υπό την έννοια ότι δεν ήθελε να συνεργαστεί ξανά μαζί της.

Η θέση του αυτή όμως δεν είναι πειστική, διότι για τον μέσο αναγνώστη της

φράσης αυτής η χρησιμοποιηθείσα από τον κατηγορούμενο λέξη δεν μπορεί

παρά να εκληφθεί ως προτροπή για αποφυγή της επαγγελματία. Περαιτέρω,

αποδείχθηκε ότι οι επίδικοι ισχυρισμοί του ήταν ψευδείς και παρά το γεγονός

ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ασφαλώς το ψεύδος τους, αφού ο ίδιος τους

παρήγαγε και ήταν, ως άμεσα εμπλεκόμενος, εν γνώσει της αναλήθειάς τους,

δεν δίστασε να τους διαδώσει μέσω διαδικτύου. Ειδικότερα, προέκυψε από την

ακροαματική διαδικασία ότι η παθούσα ουδέποτε του υποσχέθηκε

εντυπωσιακά αποτελέσματα κατά τον χειρισμό της υπόθεσής του. Κατά την

απολογία του ο ίδιος ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι η εγκαλούσα

ουδέποτε του ανέφερε ποσοστό κουρέματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την

κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που ήταν

παρών κατά την πρώτη επαφή της δικηγόρου με τον κατηγορούμενο και ο

οποίος κατέθεσε στο ακροατήριο ότι δεν του έταξε θεαματικά αποτελέσματα

Επιπλέον, το ποσό που κατέβαλε ο κατηγορούμενος στην

εγκαλούσα αποτέλεσε αντικείμενο προηγούμενης και ξεκάθαρης μεταξύ τους

συμφωνίας, γνώριζε δε αυτός ότι το εν λόγω ποσό δεν αντιστοιχούσε μόνο σε δυο ώρες

εργασίας κατά τη συνάντηση της διαμεσολάβησης, αλλά αφορούσε σε ολόκληρη την

προετοιμασία του φακέλου της υπόθεσής του, την επικοινωνία της με τα στελέχη της

Τράπεζας, την σύνταξη του πρακτικού διαμεσολάβησης αλλά και τα έξοδα μετακίνησης

και διαμονής της δικηγόρου, στην οποία ο ίδιος επέλεξε

να απευθυνθεί. Εξάλλου, η αμοιβή της δικηγόρου συμφωνήθηκε να καταβληθεί

προκαταβολικά και το ύψος της ουδόλως είχε συμφωνηθεί να τελεί σε συνάρτηση με

το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κατεθέσει

σχετικώς: «του είπε ότι η αμοιβή της θα είναι … ευρώ γιατί θα παρασταθεί ως

δικηγόρος», το ίδιο δε κατέθεσε και στο παρόν δικαστήριο: «…», με συνέπεια να

μην κρίνεται ως ακριβές το υπό του ίδιου μάρτυρα διατυπωθέν στο ακροατήριο του

παρόντος δικαστηρίου για πρώτη φορά: «του εξήγησε ακριβώς και του είπε ξεκάθαρα

ότι η οφειλή της θα είναι …€ για την ημέρα της διαμεσολάβησης». Επομένως,

αποδείχθηκε ότι με την εν λόγω ανάρτησή του του ο κατηγορούμενος θέλησε να πλήξει

το επαγγελματικό status της εγκαλούσας γνωρίζοντας το ψεύδος των ισχυρισμών που

διατύπωσε στο διαδίκτυο. Συνεπώς, ως προς αυτήν ανάρτηση/μερικότερη πράξη

πληρούται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της

συκοφαντικής δυσφήμησης και θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για

αυτήν.

 

ii. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του

κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ ως

νόμω αβάσιμος, καθώς το άρθρο αυτό (υπό την ισχύ του οποίου φέρεται ως

τελεσθείσα η εδώ κρινόμενη συμπεριφορά του), εξεταζόμενο μεν εν προκειμένω, κατ’

άρθρο 2 ΠΚ δεδομένου ότι έπαυσε να ισχύει από 1-5-2024 με τον Ν.5090/2024, δεν

εφαρμόζεται όταν η κρινόμενη συμπεριφορά περιέχει συστατικά στοιχεία της

συκοφαντικής δυσφήμησης (παρ. 2 ίδιου άρθρου), ως συμβαίνει στην παρούσα

υπόθεση.

2. Ως προς την ανάρτηση του κατηγορουμένου (δεύτερη μερικότερη

πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης δημόσια μέσω του διαδικτύου) με το

περιεχόμενο «Το κόστος δυσανάλογο του αποτελέσματος», για το οποίο μόνο

κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ένοχος ο κατηγορούμενος,

διαπιστώνεται ότι τούτο συνιστά μία αξιολογική κρίση και όχι γεγονός κατά την

έννοια του άρθρου 363 ΠΚ ούτε, ελλείψει άλλης καταγραφής στην κρίσιμη ανάρτηση

της, συνδέεται αναποσπάστως με γεγονός, με συνέπεια να μην πληρούται

ως προς το σημείο αυτό η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής

δυσφήμησης. Η αξιολογική αυτή κρίση όμως, λόγω του ότι είναι δυσμενής, δεν παύει

να συνιστά προσβολή της επαγγελματικής τιμής και προσωπικότητας της δικηγόρου,

στον ιστότοπο της οποίας αναρτήθηκε. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει περαιτέρω να

χωρήσει εξέταση της πληρώσεως της ποινικής υποστάσεως του αδικήματος της

εξύβρισης (361 ΠΚ), λόγω της ρήτρας επικουρικότητας του άρθρου 361 παρ. 1 ΠΚ,

δεδομένης μάλιστα και της καταργήσεως του άρθρου 362 (απλή δυσφήμηση) ΠΚ

σύμφωνα με το άρθρο 136 Ν.5090/2024. Για το αδίκημα της εξύβρισης όμως,

(εξεταζόμενο εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, κατόπιν της

διαμορφώσεως του άρθρου 361 με το άρθρο 53 Ν.5090/2024 με ισχύ από 1-5-2024,

λόγω του ότι καθίσταται πλέον η νέα μορφή του άρθρου ευμενέστερη ένεκα της

προσθήκης του στοιχείου του σκοπού προσβολής του άλλου), δεν προκύπτει η

στοιχειοθέτηση του απαραίτητου σκοπού εξύβρισης (ήτοι προσβολής της τιμής άλλου),

καθώς η υπό κρίση συμπεριφορά του κατηγορουμένου αναπτύχθηκε στον χώρο του

ιστοτόπου της δικηγόρου που έχει διατεθεί για αξιολογήσεις του επαγγελματία από

συναλλαγέντες με αυτόν και το περιεχόμενο του κειμένου δεν εκφεύγει των ορίων της

δέουσας για αυτές τις περιστάσεις φρασεολογίας.

 

Επομένως, θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος αυτής της

μερικότερης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης δημόσια μέσω του διαδικτύου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Το Δικαστήριο, αφού είδε τα άρθρα 193 παρ. 1, 198 παρ. 2 περ. α ́(2) και 213

παρ. 1 ΣΠΚ, 369 ΚΠΔ.

Δικάζει τον παρόντα κατηγορούμενο.

Κηρύσσει αυτόν, παμψηφεί, ένοχο για την πρώτη μερικότερη πράξη της

συκοφαντικής δυσφήμησης δημόσια μέσω του διαδικτύου κατ’ εξακολούθηση

(μερικότερες πράξεις 2), απορριπτομένου του προβληθέντος από την

υπεράσπιση αυτοτελούς ισχυρισμού περί εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1

ΠΚ, ως αβάσιμου, που τελέσθηκε και συγκεκριμένα ένοχο

του ότι με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλον εν

γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του

άλλου, ειδικότερα δε στον ανωτέρω τόπο και χρόνο συνέταξε και δημοσίευσε ο ίδιος,

με την ιδιότητα του τού ιδιοκτήτη και χρήστη προσωπικού λογαριασμού ηλεκτρονικού

ταχυδρομείου στον ιστότοπο της google με το όνομα «…», κείμενο στην

ιστοσελίδα google της δικηγόρου , με την οποία είχε επαγγελματική

συνεργασία , στο οποίο (κείμενο) ανέφερε, ενώπιον όλων εκείνων που

επισκέπτονταν τον ιστότοπο της δικηγόρου, επί λέξει: «…», γεγονότα που

αναφέρονταν στην νομική παράσταση δικηγόρου στην υπόθεση διαμεσολάβησης σε

διαπραγμάτευση δανείου του με τράπεζα και ήταν άπαντα ψευδή, καθόσον η εν λόγω

δικηγόρος δεν υποσχέθηκε θεαματικά αποτελέσματα για την υπόθεσή του

συγκεκριμένα, ενώ η αμοιβή της συμφωνήθηκε με τον κατηγορούμενο και δεν

ανταποκρίνονταν σε δίωρη εργασία αλλά στη συνολική εργασία της δικηγόρου για την

υπόθεσή του, ενώ ο κατηγορούμενος όλα τα ανωτέρω τα ισχυρίστηκε μέσω του

διαδικτύου και των ιστότοπων της google εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθώς ήταν

άμεσα εμπλεκόμενος στην υπόθεση αυτή και γνώριζε την αλήθεια, ως επίσης εν

γνώσει και της δυνατότητας αυτών να βλάψουν την τιμή, την αξιοπρέπεια και την

κοινωνική και επαγγελματική υπόσταση της δικηγόρου, εμφανίζοντάς αυτήν ως

αναξιόπιστη επαγγελματία που εξαπατά τους εντολείς της.

 

Κηρύσσει αυτόν, παμψηφεί, αθώο για τη δεύτερη μερικότερη πράξη της

συκοφαντικής δυσφήμησης δημόσια μέσω του διαδικτύου κατ’ εξακολούθηση

(μερικότερες πράξεις 2), καθόσον συνιστά αξιολογική κρίση, μη προκύπτοντος

σκοπού εξυβρίσεως, που φέρεται ότι τελέσθηκε και

συγκεκριμένα αθώο του ότι με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για

κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και

την υπόληψη του άλλου, ειδικότερα δε στον ανωτέρω τόπο και χρόνο συνέταξε και

δημοσίευσε ο ίδιος με την ιδιότητα του ως ιδιοκτήτης και χρήστης προσωπικού

λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον ιστότοπο της google και με το όνομα

«ΜΑΝΟΛΗΣ Μ.» κείμενο στην ιστοσελίδα google my business της δικηγόρου Ά. Κ , με

την οποία είχε επαγγελματική συνεργασία το έτος… , στο οποίο (κείμενο) ανέφερε

ενώπιον όλων εκείνων, που επισκέπτονταν την ιστοσελίδα, επί λέξει: «…», γεγονός που αναφέρονταν στην νομική παράσταση

της δικηγόρου στην υπόθεση διαμεσολάβησης σε διαπραγμάτευση δανείου του με

τράπεζα και ήταν ψευδές, καθόσον η εν λόγω δικηγόρος του παρείχε υπηρεσίες με

συμφωνημένο μεταξύ τους κόστος, ενώ ο κατηγορούμενος όλα τα ανωτέρω τα

ισχυρίστηκε μέσω του διαδικτύου και των ιστότοπων της google, εν γνώσει της

αναλήθειάς των, καθώς και της δυνατότητας αυτών να βλάψουν την τιμή, αξιοπρέπεια

και την κοινωνική και επαγγελματική υπόσταση της δικηγόρου , εμφανίζοντας

αυτήν ως αναξιόπιστη και ακατάλληλη επαγγελματία.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο του

Δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίαση.

 

Μετά την απαγγελία της αποφάσεως αυτής, ο Πρόεδρος αποσφράγισε τον φάκελο,

εντός του οποίου φυλάσσεται το αντίγραφο ποινικού μητρώου για δικαστική χρήση του

καταδικασθέντος κατηγορουμένου και το ανέγνωσε. Από την ανάγνωση του υπ’ αριθ.

… αντιγράφου ποινικού μητρώου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών

, προέκυψε ότι δεν αναγράφονται αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις.

 

Στο σημείο αυτό, οι συνήγοροι υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, αφού

ζήτησαν και έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Πρόεδρο, υπέβαλαν προφορικά

αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, που

κηρύχθηκε ένοχος, της συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84

παρ. 2 περ. α ́, δ ́ και ε ́ του ΠΚ, δηλώνοντας ότι ο εντολέας τους αμέσως μετά την

πρώτη όχληση της εγκαλούσας, πήρε πίσω το σχόλιό του και ότι από τότε δεν έχει

απασχολήσει τις αρχές.

Έχοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία υπόψη, το Δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι

συντρέχουν υπέρ του κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε ένοχος, οι ελαφρυντικές

περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ́ ΠΚ, διότι αφ’ ενός μεν αυτή η ελαφρυντική

περίσταση αναγνωρίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και μη αναγνώρισή της στο

δεύτερο βαθμό εκδίκασης θα σημάνει τη μη επιτρεπόμενη χειροτέρευση της θέσης του

κατηγορουμένου (470 ΚΠΔ), αφ’ ετέρου δε ο υπαίτιος έζησε σύννομα έως το χρόνο

που έγινε το έγκλημα, όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και ιδίως από

το αντίγραφο του ποινικού μητρώου του για δικαστική χρήση, το οποίο δεν έχει

καταγραφές. Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου ζήτησαν στις αγορεύσεις του την

αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. δ ́ και ε ́ ΠΚ αναφέροντας

ότι ο εντολέας τους «αμέσως μετά την πρώτη όχληση της εγκαλούσας, πήρε πίσω το

σχόλιό του και ότι από τότε δεν έχει απασχολήσει τις αρχές». Το Δικαστήριο κρίνει κατά

πλειοψηφία ότι δεν συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις της περίπτωσης δ’ της

παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ για τους εξής λόγους. Η ελαφρυντική περίσταση της

έμπρακτης μετάνοιας, προϋποθέτει έμπρακτη εκδήλωσή της και πρέπει να εκτίθενται

και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο

κατηγορούμενος ειλικρινά και όχι προσχηματικά, ήτοι οικεία βουλήσει και όχι

καταναγκαστικώς, επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του,

χωρίς να αρκεί η απλή συγγνώμη. Εν προκειμένω, η

διαγραφή της πρώτης φράσης από τον ιστότοπο, η οποία φράση συνιστά και

την πραγμάτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, δεν έγινε

επειδή ο ίδιος μετάνιωσε και επεδίωξε να άρει τις συνέπειες της πράξης του ως

αποτέλεσμα της μετάνοιάς του, αλλά τούτο συνέβη κατόπιν σχετικού αιτήματος

από την παθούσα και προειδοποίησης της ότι θα ακολουθήσει νομική

διαδικασία για αυτή στο Ναυτοδικείο. Δύο όμως μέλη του Δικαστηρίου και

συγκεκριμένα ο Αναθεωρητής και η Δικαστής, μειοψήφισαν έχοντας τη γνώμη ότι πρέπει να

αναγνωριστούν υπέρ του κατηγορούμενου, που κηρύχθηκε ένοχος, οι ελαφρυντικές

περιστάσεις της περιπτώσεως δ ́ του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, καθ’ όσον έκριναν ότι ο

κατηγορούμενος με την ενέργειά του αυτή προσπάθησε να μειώσει τις συνέπειες της

πράξεώς του. Επομένως, κατά την κρατήσασα γνώμη του Δικαστηρίου πρέπει να

απορριφθεί το αίτημα για αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ.

δ’ ΠΚ. Το Δικαστήριο, περαιτέρω, απορρίπτει παμψηφεί τον αυτοτελή ισχυρισμό περί

συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων των περιπτώσεων ε ́ της παραγράφου 2

του άρθρου 84 ΠΚ, για τον λόγο ότι το προβαλλόμενο από τους συνηγόρους του ότι

«από τότε δεν έχει απασχολήσει τις αρχές» δεν εξαρκεί για να πληρωθεί η απαίτηση

του νόμου για καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του,

καθώς ελλείπει αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις, που

αποδεικνύουν θετική προς την κατεύθυνση αυτή συμπεριφορά του κατηγορουμένου.

Κατόπιν αυτού, με βάση τη βαρύτητα της πράξης, η οποία είναι μεγάλη, διότι το

αδίκημα τελέστηκε δημόσια μέσω διαδικτύου, με αποτέλεσμα να πληγεί η

επαγγελματική υπόσταση της παθούσας ενώπιον αορίστου αριθμού προσώπων, και

τον βαθμό της ενοχής του υπαιτίου, ο οποίος είναι ομοίως επαυξημένος αφού ο

καταδικασθείς γνωρίζοντας το ψεύδος των ισχυρισμών του δεν δίστασε να προβεί στις

δυσφημιστικές αναρτήσεις σε βάρος της παθούσας, ανώνυμα και μάλιστα δυο

ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη της συνεργασίας τους, στοιχεία τα οποία

αποτυπώνονται στα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την αποδεικτική

διαδικασία και αξιολογούνται υπό το πρίσμα όσων αναπτύσσονται πιο πάνω κατά την

ανάλυση των σχετικών διατάξεων, το Δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι πρέπει να

επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για την πράξη της

συκοφαντικής δυσφήμησης δημόσια μέσω του διαδικτύου, καθώς επίσης και

να καταδικασθεί αυτός στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, το ποσό των οποίων ορίζει

στα … ευρώ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δέχεται, παμψηφεί, ότι συντρέχει υπέρ του κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε

ένοχος, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, περ. α ́ του ΠΚ.

Απορρίπτει, δια ψήφων τριών έναντι δύο (3-2), ως ουσία αβασίμου του

ισχυρισμού της υπερασπίσεως για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του

άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ ́ του ΠΚ.

Απορρίπτει, παμψηφεί, ως ουσία αβασίμου του ισχυρισμού της

υπερασπίσεως για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.

2 περ. ε ́ του ΠΚ.

Καταδικάζει, παμψηφεί, τον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος, σε ποινή

φυλακίσεως έξι (6) μηνών, καθώς και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, το ποσό

των οποίων ορίζει σε … ευρώ.

Διατάσσει, παμψηφεί, την αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ως άνω ποινής

φυλακίσεως για τρία (3) έτη.

Κατόπιν ο Πρόεδρος γνωστοποίησε στον καταδικασθέντα τους όρους και τις

προϋποθέσεις με τις οποίες του χορηγήθηκε το ευεργέτημα της αναστολής και τις

συνέπειες σε περίπτωση παραβιάσεως των όρων αυτών.

Τέλος, ο Πρόεδρος ανακοίνωσε στον καταδικασθέντα, κατ’ άρθρο 369 παρ. 5

ΚΠΔ, ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει μέσα στη νόμιμη προθεσμία την αναίρεση της

παρούσης αποφάσεως.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια

συνεδρίαση.

Ένσταση κατά της παράστασης υποστήριξης της κατηγορίας - Αυτοτελείς ισχυρισμοί - άρνηση της κατηγορίας



Source/ Author:ethemis.gr

LATEST POSTS




ethemis map

Προκηρύξεις/ Αγγελίες

Προκηρύξεις, Διαγωνισμοί και Αγγελίες για δικηγόρους, ασκούμενους & νομικούς.

View more
newsroom

ΝewsRoom/      ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα

View more
ethemis case law

Noμολογία

Σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας

View more
ethemis case law

Noμοθεσία

Οι νόμοι που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

View more
ethemis legal studies

Εκπαιδευτικά           Προγράμματα

Για νομικούς & δικηγόρους από εκπαιδευτικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

View more
ethemis.gr

EΚΔΗΛΩΣΕΙΣ            ΦΟΡΕΩΝ

Εκδηλώσεις Nομικού Eνδιαφέροντος από ποικίλους θεσμικούς Φορείς

View more
ethemis international news

Διεθνή                      Νέα

Διεθνή Νομικά Νέα και Αρθρογραφία, Νομολογία ΕΔΔΑ και αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων

View more
ethemis map

Δελτία            Τύπου

Ανακοινώσεις ΔΣΑ, δικαστικών ενώσεων, ανεξάρτητων αρχών, θεσμικών φορέων.

View more
ethemis

Συντακτική            Ομάδα

Η Επιστημονική Ομάδα του Ethemis.gr

View more
ethemis.gr

ΣΥΝΕΔΡΙΑ             ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ             e-ΘΕΜΙΣ

Ο Κατάλογος Συνεδρίων και Εκδηλώσεων που έχει διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Νομικών

View more

newsroom