Απόφαση 703/2018 ΑΠ – Καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρων
Κατά την διάταξη του άρθρου 6 § 1 του Ν. 2496/1997, “ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα είτε εφάπαξ, είτε με τμηματικές καταβολές. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν την καταβολή του εφάπαξ ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από την ασφαλιστική σύμβαση ή από τις περιστάσεις”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σύμφωνα, άλλωστε και με τη σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ν’ αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη χωρίς την προκαταβολή των ασφαλίστρων, αφού η ρύθμιση έχει τεθεί υπέρ του ασφαλιστή και άρα είναι έγκυρη κάθε συμφωνία που επαυξάνει τα δικαιώματα του ασφαλισμένου. Είναι επίσης δυνατόν η έμπρακτη συνειδητή αποδοχή από τον ασφαλιστή της καλύψεως, χωρίς την προκαταβολή του ασφαλίστρου, να οδηγεί, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως, στην αποδοχή της καλύψεως (ΑΠ 1049/2006).
Εξ άλλου, κατά την διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το με το άρθρο 278 § 8 του Ν.4364/2016, “η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στο ασφαλιστή να καταγγείλει την σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στον λήπτη της ασφάλισης, στον οποίο γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής του ασφαλίστρου, θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης”. Ο ασφαλιστής επομένως, σε περίπτωση καθυστερήσεως της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου, δεν είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει τη σύμβαση αλλά μπορεί -κατ’ επιλογή του- να εμμείνει σ’ αυτή και να αξιώσει την καταβολή του ασφαλίστρου.
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου, που υποχρέωνε την εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) να καταβάλει εντόκως το ασφάλιστρο της συναφθείσας συμβάσεως ασφάλισης πίστωσης προς την ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) ασφαλιστική εταιρεία. Στην εν λόγω σύμβαση, όπου είχε συμφωνηθεί ότι η έγκαιρη εξόφληση των ασφαλίστρων θα ήταν βασική προϋπόθεση για την υποχρέωση της ενάγουσας προς αποζημίωση, ενώ η ασφαλιστική σύμβαση θα μπορούσε εγγράφως να καταγγελθεί από την ενάγουσα αν η εναγομένη δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, η μη έγκαιρη εξόφληση των ασφαλίστρων δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία ασφαλιστικής κάλυψης της εναγομένης, αλλά θα έδινε το δικαίωμα στην ενάγουσα είτε να αρνηθεί την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, είτε να προβεί στην έγγραφη καταγγελία της σύμβασης. Έτσι, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις αυτές δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω, κρίθηκε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα τα οφειλόμενα ασφάλιστρα.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Λαμπρινούδης / επιστημονικός συνεργάτης e-themis
Ο ασφαλιστής, σε περίπτωση καθυστερήσεως της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου, δεν είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει τη σύμβαση αλλά μπορεί -κατ’ επιλογή του- να εμμείνει σ’ αυτή και να αξιώσει την καταβολή του ασφαλίστρου
Source/ Author:www.areiospagos.gr