Απόφαση 156/2018 του Δ' Τμήματος ΑΠ-Δόλος οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν. 3869/2010, κατά την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (πρβλ. άρθρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), και να τον αποδείξει (ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014).
Οι δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων προέβαλαν πρωτοδίκως και επαναπροβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα δολίως περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών των οφειλών της, αφού γνώριζε κατά την ανάληψη των δανειακών υποχρεώσεών της ότι αδυνατεί να τις εκπληρώσει με βάση τις οικονομικές της δυνάμεις, ενώ εξακολουθούσε να κάνει χρήση ανακυκλούμενης πίστωσης, για να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής ανώτερο από εκείνο που της επέτρεπε το εισόδημά της. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος. Τούτο δε, διότι μόνη η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους του οφειλέτη ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, διά του δανεισμού του, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας του να τις αποπληρώσει, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες του οφειλέτη με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών του και τη συνέχιση ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους του, ενέργειες, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση δεν μνημονεύονται… Περαιτέρω, η ανωτέρω ένσταση είναι απορριπτέα και ως ουσία αβάσιμη, διότι αποδείχθηκε ότι η αιτούσα έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της και η αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, αφού το εισόδημά της δεν επαρκεί, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να καλύψει τις μηνιαίες οικογενειακές της δαπάνες και τις οφειλές της προς τις ανωτέρω αναφερόμενες πιστώτριες Τράπεζες. Ενόψει των ανωτέρω η αιτούσα έχει περιέλθει σε πραγματική μόνιμη και διαρκή αδυναμία λόγω του ότι αυτή παρέμεινε άνεργη επί μακρό διάστημα, σε συνδυασμό με το ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων της, τα οποία επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια, που έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό το εισόδημά της, με αποτέλεσμα να μην επαρκεί αυτό για την αντιμετώπιση των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης αυτής. Η αδυναμία της αυτή, παρά τα όσα αντιθέτως διατείνονται οι εφεσίβλητες-καθ’ ων η αίτηση, δεν οφείλεται σε δόλο, καθότι κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε από τις τελευταίες, οι οποίες φέρουν το βάρος απόδειξης. Εξάλλου, ο δανειολήπτης, που αιτείται τη λήψη δανείου, δεν έχει την ευχέρεια να υποχρεώσει τον πιστωτή να αποδεχθεί την πρότασή του, ιδιαίτερα δε όταν οι τράπεζες έχουν την δυνατότητα, εκτός από την έρευνα των οικονομικών δυνατοτήτων του αιτούμενου δανείου (μέσω βεβαίωσης αποδοχών), να διαπιστώσουν και λοιπές δανειακές υποχρεώσεις του σε άλλες τράπεζες ή την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά μέσω του διατραπεζικού συστήματος “Τειρεσίας”. Δολιότητα θα μπορούσε να υπάρξει μόνο εάν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους της τράπεζας, προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες, για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους. Προσθέτως, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, ο δανειολήπτης δεν έχει καμία εξουσία διαμορφώσεως ή τροποποιήσεως όρων των δανειακών συμβάσεων που συνάπτονται με τις τράπεζες, διότι πρόκειται περί συμβάσεων προσχωρήσεως προς εκτέλεση των οποίων αυτές, αφού εκτιμούσαν ορισμένες παραμέτρους στο πρόσωπο του δανειολήπτη και βαθμολογούσαν την πιστοληπτική του ικανότητα, χορηγούσαν το τραπεζικό προϊόν].
Επιμέλεια: Παναγιώτα Ντάρα / Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει.
Source/ Author:http://www.areiospagos.gr/