Έλεγχος λογαριασμού σύμβασης έργου - υπ’ αριθμ. 705/2018 απόφαση Α1’ Τμήματος ΑΠ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1(α) ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή.
Επιπλέον, από τις παραγράφους 1, 2, 8, 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 προκύπτει μεταξύ των άλλων ότι σε περίπτωση υποβολής λογαριασμού από τον ανάδοχο ενός έργου, η Διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή του να προβεί στον έλεγχο αυτού και είτε να τον εγκρίνει όπως υποβλήθηκε, είτε να αρνηθεί παντελώς την έγκριση του, είτε να προβεί σε διόρθωση και στη συνέχεια έγκριση του ή, αν είναι δυσχερής η διόρθωση, να τον επιστρέψει στον ανάδοχο προς ανασύνταξη και επανυποβολή. Αν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός θεωρείται, ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών του, αυτοδικαίως εγκεκριμένος, η δε Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν μπορεί πλέον να τροποποιήσει τον λογαριασμό αυτό. Προκύπτει, επίσης, ότι σε περίπτωση διαδοχικών επιστροφών του υποβληθέντος λογαριασμού από την Διευθύνουσα Υπηρεσία στον ανάδοχο προς ανασύνταξη και επανυποβολή, ως προς τα κατά νόμο στοιχεία του , τα οποία δεν απετέλεσαν την αιτία της εν λόγω εκάστοτε επιστροφής του, η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν στερείται του δικαιώματος του κατά πρώτον ελέγχου τους και της εκ νέου επιστροφής του λογαριασμού στον ανάδοχο προς διόρθωση και των στοιχείων αυτών και εν συνεχεία ανασύνταξη και επανυποβολή του λογαριασμού. Και τούτο, αφ’ ενός μεν, διότι δεν ορίζεται με τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε ερμηνευτικά συνάγεται από αυτές, ότι ως προς τα στοιχεία του λογαριασμού, για τα οποία η Διευθύνουσα Υπηρεσία, από τον έλεγχο που πραγματοποίησε, δεν διαπίστωσε ανακρίβειες ή ασάφειες και δεν παρήγγειλε και γι’ αυτά την ανασύνταξη και επανυποβολή του, ο λογαριασμός, από την πάροδο μηνός, καθίσταται απρόσβλητος, ήτοι ότι εγκρίνεται μερικώς, ουδέ ότι αποκλείεται η δυνατότητα αυτή, δηλαδή, ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία στερείται τέτοιου ελέγχου και τέτοιας διορθώσεώς τους, αφ’ ετέρου δε διότι η τοιαύτη εκ νέου επιστροφή στον ανάδοχο του λογαριασμού, προς διόρθωση και ως προς στοιχεία του, διάφορα εκείνων, για τα οποία είχε προηγουμένως επιστραφεί, δικαιολογείται από τον σκοπό των διατάξεων αυτών, που είναι η ανάγκη προλήψεως αβλεψιών ή λαθών ή παραδρομών κλπ και εν τέλει ασφαλούς και ορθής συντάξεως ενιαίως του λογαριασμού και ακολούθως πιστοποιήσεως, ως εκκαθαρισμένου, του πληρωτέου στον ανάδοχο ποσού. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, από την πάροδο άπρακτης της ανωτέρω μηνιαίας προθεσμίας από την τελευταία επανυποβολή του λογαριασμού από τον ανάδοχο, ο λογαριασμός θεωρείται, ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών του, αυτοδικαίως εγκεκριμένος ως προς όλα τα κατά νόμο στοιχεία του και η Διευθύνουσα Υπηρεσία δεν μπορεί, πλέον, να τον τροποποιήσει προβαίνοντας σε κάποια από τις ανωτέρω ενέργειες.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 53 παρ. 8 του ν. 3669/2008 και τούτο, γιατί ναι μεν κατά την επικαλούμενη από αναιρεσείουσα πρώτη επιστροφή, στις 9-7-2010, του εν λόγω 32ου λογαριασμού χωρίς διόρθωση ή περικοπή από την Διευθύνουσα Υπηρεσία, της περιεχόμενης σε αυτόν (λογαριασμό) επίδικης δαπάνης, δεν είχε παρέλθει μήνας από της υποβολής του, στις 11-6-2010 και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ως προς την επίδικη δαπάνη είχε αυτοδικαίως εγκριθεί ο λογαριασμός αυτός, όπως προσάπτει την αιτίαση στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρεσείουσα με το πρώτο μέρος του πρώτου από το άρθρο 559 αρ. 1(α) ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, όμως, από την δεύτερη επανυποβολή του λογαριασμού αυτού από την προσφεύγουσα στις 14-7-2010 και μέχρι την εκ νέου επιστροφή του από την Διευθύνουσα Υπηρεσία στις 13-10-2010 χωρίς διόρθωση ή περικοπή της δαπάνης αυτής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός, που ορίζεται από την ανωτέρω διάταξη και επομένως θεωρείται ότι αυτοδικαίως εγκρίθηκε από την Υπηρεσία η επίδικη αυτή δαπάνη, με συνέπεια η επικαλούμενη περικοπή της από την τελευταία μετά την παραπάνω τρίτη επανυποβολή του λογαριασμού από την προσφεύγουσα στις 19-10-2010, στον οποίον και πάλι περιελαμβάνετο, να είναι μη νόμιμη. Συνεπώς, ο από το άρθρο 559 αρ. 1(α) ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και αναιρείται η απόφαση του Εφετείου.
Επιμέλεια: Βασιλική Γεωργίου / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις.
Source/ Author:www.areiospagos.gr