Χρήση προσωπικών δεδομένων κατά την ποινική διαδικασία χωρίς δικαστική άδεια
Σε έρευνα που έγινε για τον εντοπισμό του δράστη της δολοφονίας του Χ, και ειδικότερα μετά από εξέταση των πιο πρόσφατων κλήσεων και μηνυμάτων στο κινητό του τηλέφωνο, διαπιστώθηκε από τις αστυνομικές αρχές ότι είχαν διεξαχθεί ανάμεσα στο θύμα και στον προσφεύγοντα. Στη συνέχεια, ακολούθησε έρευνα, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, στην οικία του θύματος, διατάχθηκε η παροχή στοιχείων από τον τηλεφωνικό πάροχο, και σε έλεγχο στο αυτοκίνητο του προσφεύγοντος βρέθηκε μαχαίρι με ίχνη αίματος και το κινητό τηλέφωνο με το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι τελευταίες κλήσεις με το θύμα. Στον προσφεύγοντα αποδόθηκε η κατηγορία της ανθρωποκτονίας για την οποία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η χρήση των προσωπικών δεδομένων από τα κινητά τηλέφωνα εκείνου και του θύματος Χ, κατά την ποινική διαδικασία, παραβίασε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 6§1.
Αναφορικά με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από το κινητό τηλέφωνο του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο επισήμανε αρχικά ότι τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισαν ότι η επίμαχη εξέτασε διεξάχθηκε κατά παράβαση της προβλεπόμενης στον νόμο διαδικασίας. Ωστόσο, κατά την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων ήταν τέλει παραδεκτή καθώς θα ανέκυπταν σε κάθε περίπτωση σε επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Η ουσία του ισχυρισμού του προσφεύγοντος έγκειται στην νομική αξιολόγηση του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων και στο κατά πόσο αυτά μπορούν να περιληφθούν στην ποινική δικογραφία εφόσον προήλθαν από παρανόμως διεξαχθείσα έρευνα, ακόμα και στην περίπτωση που θα προέκυπταν αναπόφευκτα χωρίς την ως άνω έρευνα. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου και κατά συνέπεια μπορεί να επιλυθεί πρωτίστως από τα εγχώρια δικαστήρια.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα αξιοποιήθηκαν μόνο κατά την προκαταρκτική διαδικασία, πριν τη σύλληψη του προσφεύγοντος, και όχι ως αποδεικτικό μέσο κατά την ακροαματική διαδικασία. Ειδικότερα, η καταδίκη του κατηγορουμένου βασίστηκε σε μία σειρά από στοιχεία, εκτός των παρανόμως κτηθέντων δεδομένων, όπως η ομολογία τμήματος της εγκληματικής ενέργειας, το πόρισμα από τη διαδικασία της ανασυγκρότησης των γεγονότων, τα ίχνη γενετικού υλικού του προσφεύγοντος στο αυτοκίνητο του θύματος καθώς και μαρτυρικές καταθέσεις.
Με βάση τα ως άνω και αξιολογώντας τον χαρακτήρα της παράνομης πρόσκτησης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποινική διαδικασία δεν ήταν αντίθετη με τις προϋποθέσεις περί δίκαιης δίκης.
Επιμέλεια: Γεωργία Αρχοντή / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Η ουσία του ισχυρισμού του προσφεύγοντος έγκειται στην νομική αξιολόγηση του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων και στο κατά πόσο αυτά μπορούν να περιληφθούν στην ποινική δικογραφία εφόσον προήλθαν από παρανόμως διεξαχθείσα έρευνα, ακόμα και στην περίπτωση που θα προέκυπταν αναπόφευκτα χωρίς την ως άνω έρευνα.
Source/ Author:echr.coe.int