Ανεπαρκείς έρευνες για τη διαπίστωση κακομεταχείρισης κρατουμένου
Ο προσφεύγων συνελήφθη από την αστυνομία στην Θεσσαλονίκη, στις 18 Σεπτεμβρίου 2008. Κατά την εκδοχή του, τον προσέγγισε ένα όχημα χωρίς διακριτικό της αστυνομίας, με επιβαίνοντες τέσσερις αστυνομικούς με πολιτικά, οι οποίοι τον ακινητοποίησαν, τον επιβίβασαν δια της βίας στο όχημα, και τον μετέφεραν στο υπόγειο της αστυνομικής υποδιεύθυνσης Θεσσαλονίκης, όπου και άσκησαν βία σε βάρος του. Αντιθέτως με τα λεγόμενα του, οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν πως, στο πλαίσιο περιπολιών, συνέλαβαν τον προσφεύγοντα καθώς φέρεται να είχε αφαιρέσει ποσό 1500 ευρώ, υπό το πρόσχημα της πώλησης ρολογιού, και στη συνέχεια προσπάθησε να διαφύγει. Στις 7 Ιουλίου 2009, το πλημμελειοδικείο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για τα αδικήματα της κλοπής και της απείθειας. Επιπλέον, ο προσφεύγων ζήτησε την ποινική δίωξη των αστυνομικών για σκοπούμενη σωματική βλάβη, κατάχρηση εξουσίας, βασανισμό και παράβαση καθήκοντος, έγκληση η οποία απορρίφθηκε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβίαση του άρθρου 3, λόγω της βίας που φέρεται να άσκησαν σε βάρος του οι αστυνομικοί καθώς και επικαλούμενος την παράλειψη των διοικητικών και δικαστικών αρχών να διεξαγάγουν μία πλήρη, δίκαιη και αμερόληπτη έρευνα για το επίδικο επεισόδιο.
Αρχικά, το Δικαστήριο επεσήμανε πως τα επίδικα γεγονότα αποτέλεσαν αντικείμενο διοικητικής έρευνας, ενώ διερευνήθηκαν και κατά την ποινική διαδικασία σε βάρος των αστυνομικών. Ωστόσο, με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ο ανεξάρτητος χαρακτήρας των ερευνών τέθηκε εν αμφιβόλω. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα στα οποία ανατέθηκε η διοικητική έρευνα ήταν συνάδελφοι των αστυνομικών για τους οποίους υπήρχαν υποψίες εμπλοκής και, συνεπώς, δεν τελούσαν υπό την επίβλεψη μιας ανεξάρτητης αρχής. Επιπλέον, προέκυψε ότι οι αρμόδιες αρχές εφάρμοσαν διαφορετικά κριτήρια κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων, καθώς επέκριναν τον προσφεύγοντα για το γεγονός ότι δεν είχε υποβάλει νωρίτερα καταγγελία και έκριναν υποκειμενικά την εκδοχή του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι στόχευε να εκδικηθεί τους αστυνομικούς, μέσω μιας ενδεχόμενης αγωγής αποζημίωσης, χωρίς να ελέγξουν αν οι σωματικές βλάβες που υπήρχαν κατά την απόλυση του υπόπτου μπορούσαν να αντιστοιχούν στους ισχυρισμούς του περί κακομεταχείρισης. Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων δεν έτυχε μιας αποτελεσματικής έρευνας, και για τον λόγο αυτό έγινε δεκτή παραβίαση του άρθρου 3 κατά το δικονομικό σκέλος του.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί κακομεταχείρισης, το Δικαστήριο θεώρησε πως δεν υπήρξαν επαρκή στοιχεία προκειμένου να συμπεράνει πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία ότι ο προσφεύγων υπήρξε θύμα κακομεταχείρισης, κατά το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 3, επισήμανε, ωστόσο, ότι η αδυναμία αυτή ήταν αποτέλεσμα της απουσίας εμπεριστατωμένης και αποτελεσματικής έρευνας εκ μέρους των εθνικών αρχών.
Επιμέλεια: Γεωργία Αρχοντή / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Επιπλέον, προέκυψε ότι οι αρμόδιες αρχές εφάρμοσαν διαφορετικά κριτήρια κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων, καθώς επέκριναν τον προσφεύγοντα για το γεγονός ότι δεν είχε υποβάλει νωρίτερα καταγγελία και έκριναν υποκειμενικά την εκδοχή του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι στόχευε να εκδικηθεί τους αστυνομικούς, μέσω μιας ενδεχόμενης αγωγής αποζημίωσης, χωρίς να ελέγξουν αν οι σωματικές βλάβες που υπήρχαν κατά την απόλυση του υπόπτου μπορούσαν να αντιστοιχούν στους ισχυρισμούς του περί κακομεταχείρισης.
Source/ Author:echr.coe.int