Νομιμότητα νομοθετικής ρύθμισης που προβλέπει τον υποχρεωτικό ορισμό συνηγόρου
Ο προσφεύγων, που ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου παράλληλα με εκείνο του ελεγκτή, με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου, από το 1993, αποβλήθηκε από το δικηγορικό σώμα καθώς κρίθηκε πως η ιδιότητα του ελεγκτή ήταν ασυμβίβαστη με εκείνη του λειτουργήματος του δικηγόρου. Το 2008, στο πλαίσιο δίκης και υπό την ιδιότητα του δικηγόρου, ο προσφεύγων άσκησε κριτική σε βάρος δικαστή, επικρίνοντας το κύρος και την αξιοπιστία του καθώς και την ποιότητα των δικαιοδοτικών του κρίσεων. Στις 10 Φεβρουαρίου 2010, ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη σε βάρος του προσφεύγοντος με την κατηγορία της προσβολής δικαστικού οργάνου. Ο προσφεύγων με αίτηση του ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας καθώς και την αντικατάσταση του συνηγόρου που είχε οριστεί από τον εισαγγελέα, με αίτημα να εκπροσωπήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Οι αρχές αρνήθηκαν το ως άνω αίτημα, με βάση όσα προβλέπονταν στο Σύνταγμα και στον ποινικό κώδικα της Πορτογαλίας. Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της προσβολής και το δικαστήριο του επέβαλε πρόστιμο, ενώ ο κατηγορούμενος δικάστηκε ερήμην, παρουσία μόνο του συνηγόρου που είχε οριστεί από το κράτος.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι τα εγχώρια δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6§3γ, με την άρνηση τους να αναλάβει ο ίδιος ο προσφεύγων την υπεράσπιση του κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.
Κατά την κρίση του ΕΔΔΑ, το εν λόγω άρθρο εγγυάται την επαρκή εκπροσώπηση του κατηγορούμενου μέσω του συνηγόρου του, χωρίς, ωστόσο, να κατοχυρώνει δικαίωμα υπέρ του κατηγορουμένου να αποφασίσει περί της υπεράσπισης, απόφαση που επαφίεται στην εκάστοτε εθνική νομοθεσία ή δικαστική κρίση. Στην επίμαχη υπόθεση, η νομοθετική πρόβλεψη για υποχρεωτική νομική εκπροσώπηση σε ποινική δίκη έχει ως στόχο την διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, σεβόμενη τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Συνεπώς, όσον αφορά το ως άνω σκέλος το Δικαστήριο έκρινε την εν λόγω ρύθμιση επαρκή.
Επί της ποινικής δίκης, το Δικαστήριο επισήμανε την απουσία του προσφεύγοντος τόσο κατά το προδικαστικό στάδιο όσο και κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, καθώς και τις ενστάσεις που προέβαλε κατά της συνηγόρου που είχε οριστεί. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αξιολογώντας το προσκομιζόμενο υλικό, κατέληξε στην κρίση ότι δεν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την υπεράσπιση του προσφεύγοντος, και ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι η υπεράσπιση διεξάχθηκε με ακατάλληλο τρόπο ή η ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων δεν ήταν δίκαιη. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε πως το βασικό αίτημα του προσφεύγοντος ήταν η απόδειξη της επί της αρχής εναντίωσης του ως προς την πρόβλεψη της υποχρεωτικής νομικής εκπροσώπησης, και όχι η επίμαχη ποινική διαδικασία που υπήρξε αφορμή για την άσκηση της προσφυγής. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάση για να θεωρηθεί ότι η ποινική διαδικασία που αφορά τον προσφεύγοντα, κατά τη διάρκεια της οποίας τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν την αμφισβητούμενη ρύθμιση της υποχρεωτικής νομικής συνδρομής, ήταν άδικη.
Επιμέλεια: Γεωργία Αρχοντή / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Tο ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάση για να θεωρηθεί ότι η ποινική διαδικασία που αφορά τον προσφεύγοντα, κατά τη διάρκεια της οποίας τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν την αμφισβητούμενη ρύθμιση της υποχρεωτικής νομικής συνδρομής, ήταν άδικη.
Source/ Author:echr.coe.int