Απουσία νομικής συνδρομής κατά την προκαταρκτική εξέταση
Ο προσφεύγων συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση, στις 22 Δεκεμβρίου 2001, φερόμενος ως μέλος της παράνομης οργάνωσης Hizbullah. Κατά τους ισχυρισμούς του, έπεσε θύμα κακής μεταχείρισης από τους αστυνομικούς, οι οποίοι έκαναν χρήση ηλεκτροσόκ. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης που ακολούθησε, χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ο προσφεύγων ομολόγησε τη συμμετοχή του στην οργάνωση. Στη συνέχεια, με αίτηση του στον εισαγγελέα, αρνήθηκε την απολογία του και ισχυρίστηκε πως αυτή αποκτήθηκε κατόπιν της ως άνω άσκησης βίας και υπό καθεστώς πίεσης. Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο αποφάσισε να θέσει τον προσφεύγοντα υπό προσωρινή κράτηση, ενώ στις 9 Ιανουαρίου 2002, του απαγγέλθηκε η κατηγορία της απόπειρας υπονόμευσης της συνταγματικής τάξης. Η ποινική δίωξη σε βάρος των αστυνομικών για την τέλεση των βασανιστηρίων έπαψε λόγω έλλειψης αποδείξεων. Στις 12 Ιουνίου 2008 ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, μειωμένης σε 20 έτη διότι ο προσφεύγων ήταν ανήλικος κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης. Η υπόθεση εκδικάστηκε εκ νέου, μετά την ακύρωση της για διαδικαστικούς λόγους, και το αρμόδιο δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε κάθειρξη 16 ετών.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε πως παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη λόγω της απουσίας συνδρομής δικηγόρου κατά το προδικαστικό στάδιο, ότι η διάρκεια της ποινικής ερευνάς ξεπέρασε το εύλογο όριο, σύμφωνα με το άρθρο 6§1.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε πως η κυβέρνηση της Τουρκίας δεν προσκόμισε στοιχεία που να δικαιολογούν τη νομιμότητα του περιορισμού, με βάση τον οποίο ο προσφεύγων στερήθηκε νομικής βοήθειας, ούτε απέδειξε ότι η απουσία νομικής συνδρομής δεν ήταν ικανή να θίξει ανεπανόρθωτα τα αμυντικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων ενώ το ακυρωτικό δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα με μία φορμαλιστική μέθοδο, αποτυγχάνοντας να διορθώσει την επίμαχη πλημμέλεια. Συνεπώς, το Δικαστήριο δέχτηκε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3γ.
Όσον αφορά τη διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε πως αφορά το διάστημα από τις 22 Δεκεμβρίου 2001, με τη σύλληψη του προσφεύγοντος, μέχρι τις 17 Ιουνίου 2014 με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η φύση της υπόθεσης δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το εύρος της διαδικασίας, ενώ το Δικαστήριο επισήμανε πως η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε μετά από 6 χρόνια και 2 μήνες. Λαμβάνοντας υπόψιν την έλλειψη δικαιολόγησης της καθυστέρησης στη διαδικασία και το γεγονός πως δεν προκύπτει ευθύνη του προσφεύγοντος για την διάρκεια αυτής, το ΕΔΔΑ έκρινε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1, καθώς η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ήταν υπερβολική και δεν περατώθηκε σε εύλογο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται.
Επιμέλεια: Γεωργία Αρχοντή / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Λαμβάνοντας υπόψιν την έλλειψη δικαιολόγησης της καθυστέρησης στη διαδικασία και το γεγονός πως δεν προκύπτει ευθύνη του προσφεύγοντος για την διάρκεια αυτής, το ΕΔΔΑ έκρινε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1, καθώς η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ήταν υπερβολική και δεν περατώθηκε σε εύλογο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται.
Source/ Author:echr.coe.int