Ομαδική ασφάλιση - υπ’ αριθμ. 462/2018 απόφαση Α1’ Τμήματος ΑΠ
Ομαδική ασφάλιση είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι υπό τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποιήσεως του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της συμβάσεως (αρθρ. 201 επ. ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πληρώσεως των όρων της συμβάσεως. Πρόκειται περί γνησίας ομαδικής ασφαλίσεως, που λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (αρθρ. 411 Α.Κ.), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσης παροχής.
Από την άλλη, η διαχειριστική ασφάλιση είναι μια επενδυτικής φύσεως εργασία, χωρίς να έχει σχέση με την κλασσική μορφή ομαδικής ασφαλίσεως με την έννοια της αναλήψεως ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 13 κεφ. VII παρ. 2α Ν.Δ. 400/1970 “Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως” επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για την διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή για την διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού επιχειρήσεως ή και των μελών νομικού προσώπου (όπως συλλόγου), η ασφαλιστική επιχείρηση δημιουργεί Λογαριασμό Καταθέσεως ασφαλίστρων, στον οποίο καταθέτει χρήματα η επιχείρηση ή ο σύλλογος (λήπτης της ασφαλίσεως), εκείνη δε, έναντι προμηθείας, την οποία λαμβάνει από το λογαριασμό, αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί και ειδικότερα όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συνταξιοδοτήσεως και οι συμφωνηθέντες, στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 361 Α.Κ., μεταξύ των συμβαλλομένων, όροι, να καταβάλλει στον οριζόμενο δικαιούχο τη συνταξιοδοτική παροχή (ασφάλισμα), την οποία αφαιρεί από το λογαριασμό καταθέσεως ασφαλίστρων, που έχει δημιουργηθεί από τις καταθέσεις του εργοδότη, χωρίς να μετέχει η ίδια (ασφαλιστική εταιρεία), αφού η συμμετοχή της περιορίζεται στην διαχείριση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και υποχρεούται να προβεί στην καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής στο μέτρο της επάρκειας του λογαριασμού διαχειρίσεως κεφαλαίων. Υπό τις συνθήκες αυτές συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (410, 411 επ. Α.Κ.), δηλαδή υπέρ του ασφαλισμένου (εργαζομένου ή μέλος του συλλόγου), καθόσον το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος γεννάται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση απευθείας και αμέσως στο πρόσωπο του, χωρίς να απαιτείται να αποκτηθεί τούτο πρώτα από τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφαλίσεως και εν συνεχεία να μεταβιβασθεί από αυτόν στον τρίτο ασφαλισμένο.
Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 414 του ΑΚ , που αφορά μόνο στη γνήσια υπέρ τρίτου σύμβαση ο υποσχεθείς δύναται να αντιτάξει και έναντι του τρίτου μόνο ενστάσεις που θεμελιώνονται στη μεταξύ υποσχεθέντος και δέκτη της υπόσχεσης σύμβαση, ως τέτοιας θεωρούμενης και της ένστασης του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος [άρθρο 374 του Α Κ], εφόσον ο δέκτης της υπόσχεσης δεν κατέβαλε τη συμφωνηθείσα παροχή. Η ανωτέρω ένσταση είναι αναβλητική αφού δεν κατευθύνεται στην απόρριψη της αγωγής αλλά στην αναβολή εκπλήρωσης της παροχής του εναγομένου, ώσπου να εκπληρωθεί και η αντιπαροχή, γενομένης δε δεκτής δεν απορρίπτεται η αγωγή αλλά καταδικάζεται ο εναγόμενος υποσχεθείς την παροχή υπό τον όρο ταυτόχρονης εκ μέρους του δέκτη της υπόσχεσης της εκπλήρωσης της βαρύνουσας αυτόν αντιπαροχής, που είναι η καταβολή του ασφαλίσματος.
Να σημειωθεί ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 και 33 του ν. 2496/1997, 13 κεφ. VII παρ. 2α Ν.Δ. 400/1970, 209, 414 και 342 του Α.Κ. και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., κατά το οποίο “Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Συγκεκριμένα, εκτίμησε εσφαλμένως ότι η επίδικη σύμβαση έχει τον χαρακτήρα συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως, ενώ πρόκειται για περίπτωση διαχειριστικής ασφαλίσεως, ήτοι επενδυτικής φύσεως εργασία, που δεν έχει σχέση με την ομαδική ασφάλιση, υπό την έννοια της αναλήψεως ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Επιπροσθέτως, απέρριψε τον εκ του 342 Α.Κ. ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, κρίνοντας εσφαλμένως, ότι η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στον επίδικο λογαριασμό ασφαλίστρων, λόγω της μη καλύψεως του ελλείμματος του παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της ιδίας, δεν αποτελεί γεγονός για το οποίο αυτή δεν υπέχει ευθύνη, ώστε να απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της επίδικης παροχής στους αναιρεσιβλήτους, καθόσον εντάσσεται στη σφαίρα της δικής της επιρροής. Ενόψει των ανωτέρω, η απόφαση του Εφετείου αναιρέθηκε.
Επιμέλεια: Βασιλική Γεωργίου / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Ο τρίτος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή απευθείας απ' αυτόν που υποσχέθηκε, αν προκύπτει τέτοια θέληση των μερών που έχουν συμβληθεί ή αυτό συνάγεται από τη φύση και το σκοπό της σύμβασης.
Source/ Author:Απόφαση 462/2018 | Download PDF