Δυνατή η μονομερής ανάκληση του Brexit- ΔΕΕ C-621/18.
Με την απόφασή του το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως έχει κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο, το κράτος μέλος αυτό είναι ελεύθερο να ανακαλέσει μονομερώς την εν λόγω γνωστοποίηση. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται για όσο χρονικό διάστημα η συμφωνία αποχώρησης μεταξύ της ΕΕ και του αποχωρούντος κράτους μέλους δεν έχει τεθεί σε ισχύ ή, εάν δεν έχει συναφθεί τέτοια συμφωνία, έως τη λήξη της διετούς περιόδου από την ημερομηνία κοινοποίησης της πρόθεσης απόσυρσής του από την ΕΕ ή τη λήξη ενδεχόμενης ομόφωνης επέκτασης των δύο ετών. Η ανάκληση πρέπει να αποφασιστεί μετά από μια δημοκρατική διαδικασία σύμφωνα με την εθνικές συνταγματικές απαιτήσεις. Αυτή η μονομερής και άνευ όρων απόφαση πρέπει να κοινοποιηθεί γραπτώς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η ανάκληση αυτή επιβεβαιώνει τη συμμετοχή στην ΕΕ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αφήνοντας αμετάβλητους τους όρους που αφορούν την ιδιότητά του ως κράτους μέλους τερματίζοντας παράλληλα τη διαδικασία αποχώρησης.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα, αφού έλαβε υπόψη ότι το αρ. 50 ΣΕΕ δεν εξετάζει ρητά το θέμα της ανάκλησης. Δεν απαγορεύει ρητά ούτε επιτρέπει ρητά την ανάκληση. Το ΔΕΕ ασχολούμενο για πρώτη φορά με την ερμηνεία του αρ. 50 ΣΕΕ διαπίστωσε με αυτή του την απόφαση πως το υπό κρίση άρθρο επιδιώκει δύο σκοπούς: Αφενός κατοχυρώνει το κυριαρχικό δικαίωμα ενός κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, αφετέρου, καθιερώνει μία διαδικασία που επιτρέπει η έξοδος αυτή να λάβει χώρα κατά συντεταγμένο τρόπο. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο κυρίαρχος χαρακτήρας του δικαιώματος απόσυρσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει επίσης κυρίαρχα και μονομερώς τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την ΕΕ, καθόσον βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν έχει ήδη συμβεί είτε με τη θέση σε ισχύ ενδεχόμενης συναφθείσας συμφωνίας εξόδου, είτε με την πάροδο των προβλεπόμενων στο αρ. 50 προθεσμιών. Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου το δικαίωμα μονομερούς ανάκλησης αντικατοπτρίζει την κυρίαρχη απόφαση του εν λόγω κράτους μέλους να διατηρήσει το καθεστώς του ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθεστώς που, όπως επιβεβαίωσε πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ (C-327/18 PPU), δεν αναστέλλεται ούτε μεταβάλλεται από την κοινοποίηση του αρ. 50 ΣΕΕ. Στην απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου υπογραμμίζεται πως σε κάθε περίπτωση δε θα ήταν συμβατό με τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία μίας ολοένα στενότερης σχέσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης να αναγκαστεί να αποχωρήσει ένα κράτος μέλος, το οποίο αν και κοινοποίησε την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την ΕΕ σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες του και μετά από μια δημοκρατική διαδικασία, αποφασίζει να ανακαλέσει την κοινοποίηση αυτής της πρόθεσης μέσω μίας νέας δημοκρατικής διαδικασίας. Έτσι απορρίπτει την πρόταση της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να χρειάζεται ομόφωνη απόφαση των υπολοίπων κρατών μελών για την αποδοχή της δήλωσης ανάκλησης, αφού σε αυτήν την περίπτωση θα αρκούσε ένα από τα υπόλοιπα 27 κράτη μέλη να αντιταχθεί, ώστε να μετατραπεί ένα μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα σε υπό όρους ασκούμενο, αντιβαίνοντας την αρχή ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αναγκαστεί να φύγει την Ευρωπαϊκή Ένωση ενάντια στη θέλησή του. Άλλωστε, όπως σημειώνεται στην απόφαση, η λέξη «πρόθεση» αποχώρησης που χρησιμοποιείται στο αρ. 50 ΣΕΕ, δεν είναι δυνατόν να εξισωθεί με την απόφαση εξόδου, που αυτή μόνο αν εκφραζόταν, θα δέσμευε αμετάκλητα το κράτος.
Καταληκτικά αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΕΕ έκανε δεκτή στο μεγαλύτερο μέρος της την γνώμη του γενικού εισαγγελέα Campos Sánchez-Bordona, ωστόσο σε αντίθεση με τον τελευταίο επανέλαβε ότι η ερμηνεία του αρ. 50 ΣΕΕ, στην οποία προέβη, στηρίζεται αμιγώς στην αρχή της αυτόνομης ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, αρνούμενο οποιαδήποτε συσχέτιση με αντίστοιχα κείμενα διεθνών συμβάσεων, ενώ ακόμη διαφοροποιήθηκε από την γνώμη του Sánchez-Bordona ως προς το ότι απέφυγε να περιορίσει το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης, που αναγνώρισε στο ΗΒ, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που ισχύει βάσει του αρ. 4 παρ. 3 ΣΕΕ, αφήνοντας ενδεχομένως περιθώριο και για καταχρηστικής πρακτικές.
Επιμέλεια: Διονύσης Παυλιόγλου/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις.
Το αρ. 50 ΣΕΕ έχει διττό σκοπό αφενός κατοχυρώνει το κυρίαρχο δικαίωμα ενός κράτους μέλους να αποσυρθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφετέρου καθιερώνει μία διαδικασία που επιτρέπει η έξοδος αυτή να γίνει κατά συντεταγμένο τρόπο.
Source/ Author:Απόφαση ΔΕΕ | Download PDF