Δικαιοδοσία - υπ' αριθμ. 107/2018 απόφαση Α2 Τμήματος ΑΠ
Από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 εδ. α’και 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι διοικητική διαφορά (ακυρωτική ή ουσίας) γεννάται από μονομερή πράξη (παράλειψη ή υλική ενέργεια) της Διοίκησης, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη διοικητική δράση, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας και αποβλέπει στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 93 παρ. 1, του άρθρου 94 του Συντάγματος, του άρθρου 1 παρ. 1 και παρ. 2 περ. ια του ν. 1406/1983 και του άρθρου 199 του ΚΔΔ συνάγεται ότι το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντιστοίχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, αναλόγως προς τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις.
Περαιτέρω, οι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος είναι σχέση δημοσίου δικαίου, ενώ αν η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Συναφώς, η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, εξετάζεται για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας και στην περίπτωση που ιδιώτης επιδιώκει την ικανοποίηση απαιτήσεως του από καταψηφιστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Κατ’ ακολουθίαν, εκτός από τις σχετικές με τη διοικητική εκτέλεση διαφορές και οι περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορές, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη εις βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, με βάση τις κατά την παρ. 1 του άρθρου 199 ΚΔΔ καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που αποτελούν τίτλο εκτελεστό, εμπίπτουν, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, στην κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Tέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 94 παρ. 1, 2 και 4 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, εφόσον αποκλειστικώς αρμόδια για την αναγνώριση και καταψήφιση δικαιωμάτων που απορρέουν από σχέση δημοσίου δικαίου είναι τα διοικητικά δικαστήρια, σε αυτά ανήκει και η δικαιοδοσία προς εκδίκαση των θεμάτων που ανακύπτουν κατά το στάδιο εκτελέσεως των εκδιδόμενων από αυτά αποφάσεων.
Η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε από την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεως η οποία απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και αποτελεί, επομένως διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη ορθώς στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.
Επιμέλεια: Αγγελική Μούζουλα / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Oι αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος είναι σχέση δημοσίου δικαίου, ενώ αν η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Source/ Author:areiospagos.gr