Aπόφαση 2182/2018 ΔΕΦ ΑΘΗΝΩΝ (Ισχύς δεδικασμένου επί αναγνώρισης δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ)
Εν προκειμένω ζητείται η εξαφάνιση της 13039/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του ήδη εκκαλούντος κατά της 17/26.5.2009 συμπληρωματικής πράξης προσδιορισμού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ)…Αττικής, διαχειριστικής χρήσεως 2002. Με την τελευταία καταλογίστηκε σε βάρος του εκκαλούντος, χρεωστικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., ύψους 12.757,09 ευρώ, καθώς και προσαύξηση λόγω ανακρίβειας, ποσού 38.271 ευρώ και συνολικά ποσό 51.028,09 ευρώ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, ο εκκαλών ζήτησε και έλαβε, με την 20/2016 απόφαση της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ευεργέτημα πενίας, απαλλασσόμενος έτσι από την υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου αναλογικού παραβόλου, κατ’ άρθρο 277 του ΚΔΔ.
Επειδή, στο ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (φ. Α΄ 248), ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.1 ότι, αντικείμενο του φόρου προστιθέμενης αξίας είναι, εκτός άλλων, «η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτήν την ιδιότητα », στο άρθρο 30 ότι: «1. Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις …. το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σε αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, .. », στο άρθρο 32 ότι: « 1. Το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου μπορεί να ασκηθεί, εφόσον ο υποκείμενος στο φόρο κατέχει: α) …, β) νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από το οποίο αποδεικνύονται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που γίνονται σε αυτόν και ο φόρος με τον οποίο επιβαρύνθηκαν, γ) .. » και στο άρθρο 48 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι: « 1. Η επιβολή του φόρου γίνεται από τον Προϊστάμενο ΔΟΥ που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου στο φόρο ….3…».Προς την ίδια κατεύθυνση, στο ν. 2523/1997 ( «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία….», φ. Α΄179), ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται στο άρθρο 5 ότι:« 1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ..τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο … Οι παρακάτω περιπτώσεις …. θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ. ΥΠ.2), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στις κατ’ ιδία διατάξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας: α)…. β) Η έκδοση … εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών …. συνιστά ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επισύρει πρόστιμο …» και στο άρθρο 19, ότι: « 1. …. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία .. ».
Μάλιστα κατά τη λογική των ως άνω διατάξεων, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψεως εικονικού τιμολογίου, η φορολογική αρχή, βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Συγκεκριμένα στην περίπτωση που η αποδιδόμενη σε ορισμένο τιμολόγιο εικονικότητα συνίσταται στο ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η σχετική συναλλαγή, όχι όμως με το πρόσωπο που εμφανίζεται ως εκδότης του τιμολογίου, η εικονικότητα θεωρείται αποδεδειγμένη αν αποδειχθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ανύπαρκτο ή ότι δεν έχει δηλώσει έναρξη επιτηδεύματος ούτε έχει προβεί σε θεώρηση φορολογικών στοιχείων. Εν προκειμένω στοιχειοθετείται, κατ’ αρχήν, παράβαση για τον επιτηδευματία που αποδέχεται τέτοιο τιμολόγιο, εκτός εάν εκείνος αποδείξει ότι είχε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής. ( ΣτΕ 1184/2010, 2079/2009, 347/2006 κ.α.).
Επειδή, περαιτέρω, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίζεται στο άρθρο 5 παρ. 1, ότι: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις» και στο άρθρο 197 παρ. 1, ότι: «Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη παράγραφο ζήτημα, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφόσον η απόφανσή του γι’ αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα».
Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, προκύπτει ότι στο δικαστήριο που δικάζει υπόθεση σχετική με πράξη επιβολής προστίμου για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ανήκει, κατ’ αρχήν, η κρίση περί του ζητήματος αν υπάρχει, ή όχι, η διαπιστωθείσα παράβαση. Συνεπώς, αν για την ίδια παράβαση έχει γίνει δεκτό είτε ότι διαπράχθηκε είτε όχι, με τελεσίδικη απόφαση επί της υπόθεσης που κρίνει την πράξη επιβολής προστίμου, από την απόφαση αυτή προκύπτει δεδικασμένο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία, αντιστοίχως, της παράβασης και το δεδικασμένο αυτό δεσμεύει και το δικαστήριο που κρίνει την υπόθεση επιβολής ΦΠΑ για την ίδια διαχειριστική περίοδο. Ειδικότερα, εφόσον με τελεσίδικη δικαστική απόφαση κριθεί, επ’ ευκαιρία προσβολής πράξης επιβολής προστίμου ΚΒΣ, η τέλεση ή η ανυπαρξία των αποδιδόμενων παραβάσεων, το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται υπόθεσης προσδιορισμού ΦΠΑ, δεσμεύεται , κατά τούτο, από την εν λόγω δικαστική απόφαση και δεν δύναται να εκφέρει ιδία κρίση επί του ζητήματος αυτού, περιοριζόμενο, κατ’ ουσίαν, στην εξέταση των λόγων που αφορούν αποκλειστικώς και μόνον την έκδοση της πράξης της φορολογικής Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για το ΦΠΑ (ΣτΕ 4630/2014, 2125/2013, 117-118/2013, πρβλ ΣτΕ 1807/2015).
Επιμέλεια: Αγγελική Μπουρσινού/Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο.
Source/ Author:etthemis.gr