Προσβολή σήματος- υπ' αριθμ. 18/2018 απόφαση Α2 Τμήματος ΑΠ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 1,4, 9,14, 95, 98,101 και 102 του Κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου της 26.2.2009 “Για το κοινοτικό σήμα” , καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4, 18 και 26 του ν. 2239/1994, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με τον ν. 4072/2012, συνάγεται ότι η προστασία, που παρέχεται στον δικαιούχο κοινοτικού σήματος, κατ’ άρθρο 9 του Κανονισμού, και στο δικαιούχο εθνικού ή αλλοδαπού σήματος, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί κατάθεση του σήματος αυτού στην Ελλάδα κατά τα άρθρα 18 § 3 και 26 § 1 ν. 2239/1994, έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της βασικής λειτουργίας του σήματος ως σημείου προέλευσης και ως ουσιώδους στοιχείου του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού. Η διακριτική λειτουργία που επιτελεί το σήμα, παρέχει, δηλαδή, τη δυνατότητα στον καταναλωτή να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο σύγχυσης, την προέλευση του φέροντος αυτό προϊόντος ή υπηρεσίας, και κατ’επέκταση εγγυάται ότι κάθε προϊόν ή υπηρεσία με το σήμα αυτό έχει κατασκευασθεί ή παρέχεται υπό τον έλεγχο μίας και μόνο επιχείρησης η οποία φέρει και την ευθύνη για την ποιότητά τους.
Κατ’ακολουθίαν, ο δικαιούχος σήματος έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τη θέση σε πρώτη κυκλοφορία εντός του ΕΟΧ των φερόντων το σήμα προϊόντων που ενεργείται από τρίτο πρόσωπο (παράλληλο εισαγωγέα), χωρίς τη συγκατάθεσή του. Οι εν λόγω εισαγωγές λέγονται “παράλληλες” γιατί βαίνουν παράλληλα και ανταγωνίζονται αυτές, που γίνονται από τον ίδιο τον σηματούχο ή τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα. Κατά το ισχύον δίκαιο, η νομιμότητα των παράλληλων εισαγωγών εξαρτάται από το αν έχει αναλωθεί (εξαντληθεί) ή όχι το επί του σήματος δικαίωμα του σηματούχου. Προϋπόθεση ανάλωσης του εν λόγω δικαιώματος είναι ότι το σηματοδοτημένο προϊόν τίθεται νόμιμα σε κυκλοφορία σε μια χώρα μέλος της ΕΕ, από το ίδιο το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, οπότε δεν υπάρχει προσβολή σήματος. Για να υπάρχει δε συγκατάθεση, με την έννοια του άρθρου 7 § 1 της εν λόγω Οδηγίας και ήδη 13 του Κανονισμού, η τελευταία πρέπει να καλύπτει όχι γενικά το προϊόν, για το οποίο προβάλλεται η ανάλωση, αλλά κάθε συγκεκριμένο τεμάχιο ενώ είναι αναγκαίο να προκύπτει με τρόπο αναμφίβολο όχι από παραλείψεις ή από μόνη τη σιωπή του σηματούχου, αλλά από θετικές ενέργειες αυτού. Εξάλλου, η καλή πίστη του παράλληλου εισαγωγέα ή όποιου διαθέτει παράλληλα εισαγόμενα προϊόντα εντός ΕΟΧ δεν ασκεί νομική επιρροή.
Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο, και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη εύλογα την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές περιστάσεις, οι οποίες, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, εκφράζουν κατά τρόπο βέβαιο, αδιαμφισβήτητο και καταφατικό, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ..Συνακόλουθα, η απλή σιωπή του δικαιούχου σήματος σε συνδυασμό με την έλλειψη γνώσης του αναφορικά με την εισαγωγή εντός της αγοράς κράτους του ΕΟΧ των συγκεκριμένων ως άνω σηματοδοτούμενων προϊόντων του δεν μπορεί να θεμελιώσει συγκατάθεσή του στη διάθεση στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ των προϊόντων αυτών. Η επιχειρούμενη, πάντως, απο τον δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη. Η μη θέση όμως σε πρώτη κυκλοφορία, εντός του ΕΟΧ, προιόντων του σήματος από τον ίδιο το σηματούχο οδηγεί στην απώλεια της δυνατότητας να επωφεληθεί της οικονομικής αξίας του σήματος τoυ επ’ αυτών, με αποτέλεσμα να βλαβεί η επενδυτική λειτουργία του σήματος. Εμποδίζεται, επομένως, η δημιουργία κατάστασης άξιας προστασίας, η ανατροπή της οποίας θα είχε επαχθείς συνέπειες για τον αντιποιούμενο το σήμα.
Επιμέλεια: Αγγελική Μούζουλα / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Η νομιμότητα των παράλληλων εισαγωγών εξαρτάται από το αν έχει αναλωθεί (εξαντληθεί) ή όχι το επί του σήματος δικαίωμα του σηματούχου.
Source/ Author:areiospagos.gr