Άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης από σύμβαση- υπ' αριθμ. 20/2018 απόφαση Α2 Τμήματος ΑΠ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 385, 387 § 1, 389 § 2, 340, 341 Α.Κ., προκύπτει ότι αν κάποιος από τους συμβαλλόμενους είναι υπερήμερος ως προς την οφειλόμενη προς αυτόν παροχή, δικαιούται ο άλλος να τάξει σ’ αυτόν εύλογη προθεσμία εκπληρώσεως, δηλώνοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για την μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Δεν απαιτείται δε να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο. Όταν επέλθει η υπαναχώρηση λύνεται η σύμβαση αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται αμοιβαίως σε απόδοση των παροχών κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι παραπάνω διατάξεις για τις συνέπειες της υπερημερίας εφαρμόζονται αναλογικά και στο προσύμφωνο, που αποτελεί καταρτισμένη αυτοτελή αμφοτεροβαρή σύμβαση.
Σύμφωνα όμως με το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης είναι παράνομη και επομένως άκυρη, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ.., αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός η οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια μάλιστα της διατάξεως 281 Α.Κ., για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόμενων με αυτή αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις οι οποίες μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 421 Α.Κ., αν ο οφειλέτης για να ικανοποιήσει το δανειστή αναλάβει απέναντι του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Κατ’ ακολουθίαν, για την απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης του οφειλέτη με την έκδοση τραπεζικής επιταγής, δεν αρκεί μόνη η παράδοσή της στο δανειστή, αλλά απαιτείται πραγματική πληρωμή της (είσπραξη). Ακόμη, καθώς η τραπεζική επιταγή, ως αξιόγραφο, είναι φορέας απαιτήσεως και η αξία της εξαρτάται από την φερεγγυότητα του οφειλέτη, μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή.
Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 427, 431 και 434 Α.Κ. προκύπτει ότι με τη δημόσια κατάθεση της οφειλόμενης χρηματικής παροχής επέρχεται απόσβεση της ενοχής σαν να είχε γίνει, κατά το χρόνο της καταθέσεως, καταβολή από τον οφειλέτη, είτε όταν ο δανειστής έγινε υπερήμερος κατά τις διατάξεις των άρθρων 349 επ. Α.Κ., είτε όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την παροχή του για λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή ή εξαιτίας εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο δανειστής δεν είχε καταστεί υπερήμερος, καθώς νομίμως απέκρουσε την καταβολή του οφειλόμενου ποσού με τραπεζική επιταγή, με αποτέλεσμα η δημόσια κατάθεση να μην έχει καμία έννομη συνέπεια. Τέλος, να σημειωθεί ότι η απόφαση του Εφετείου αναιρέθηκε καθότι παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416, επ., 427, 430, 431 και 349 Α.Κ. καθώς και τις διατάξεις του Ν. 5960/1933, “περί επιταγής”. (559 περιπτ. 1,19 ΚΠολΔ).
Επιμέλεια: Αγγελική Μούζουλα / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για την απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης του οφειλέτη με την έκδοση τραπεζικής επιταγής, δεν αρκεί μόνη η παράδοσή της στο δανειστή, αλλά απαιτείται πραγματική πληρωμή της (είσπραξη).
Source/ Author:areiospagos.gr