Απόφαση 1238/2018 ΣτΕ - Βάρος απόδειξης επί εικονικότητας τιμολογίου
Εν προκειμένω ,ζητείται η αναίρεση αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατόπιν προδικαστικής αποφάσεως του αυτού δικαστηρίου, έγινε δεκτή προσφυγή της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας και, περαιτέρω, ακυρώθηκε πράξη της κατ άρθρο 70Α του ν. 2238/1994 Επιτροπής της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Με την πράξη αυτή είχε απορριφθεί προσφυγή της ως άνω εταιρείας κατά πράξεως του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Α’ Αθηνών περί επιβολής, σε βάρος της, προστίμου λόγω λήψεως τιμολογίων εικονικών τουλάχιστον ως προς το πρόσωπο του εκδότη.
Επειδή, περαιτέρω, κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ 394/2013, ΣτΕ 4328/2013, ΣτΕ 4570/2014, ΣτΕ 4269/2014 , 1405, 3336-40, ΣτΕ 3347/2015, ΣτΕ 3399/2015, ΣτΕ 336/2018), όταν αποδίδεται σε επιτηδευματία η παράβαση της λήψεως τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου ή δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, καταρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας.
Προς τούτο αρκεί ν’ αποδείξει είτε ότι ο εκδότης του φορολογικού στοιχείου είναι φορολογικώς ανύπαρκτος, ήτοι δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή (οπότε ο λήπτης βαρύνεται πλέον ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά το χρόνο πραγματοποιήσεώς της), είτε ότι ο ανωτέρω εκδότης είναι φορολογικώς μεν υπαρκτός αλλά, ενόψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από την συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς .της φύσεως και του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή (οπότε ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει ότι πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, στην οποία αφορά το φορολογικό στοιχείο).
Εξάλλου, όπως ομοίως έχει κριθεί με την προαναφερθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το δικαστήριο της ουσίας, ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός στοιχείου ως εικονικού, υποχρεούται κατά τις διατάξεις περί αποδείξεως [άρθρα 144 επ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας] να εκφέρει κρίση, σχηματίζοντας πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, χρησιμοποιώντας όλα τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, ήτοι και τα δικαστικά τεκμήρια, περί της συνδρομής των κρισίμων πραγματικών περιστατικών, αφού εκτιμήσει συνολικώς τα υφιστάμενα στον φάκελο της υποθέσεως στοιχεία και όχι μεμονωμένα το καθένα απ’ αυτά. Αν δε το δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ανεπαρκή προς σχηματισμό βέβαιης δικανικής πεποιθήσεως, έχει δυνατότητα να διατάξει, κατ’ άρθρο 152 επ. (και 96 παρ. 3) του ως άνω Κώδικα, συμπλήρωση των αποδείξεων και, τελικώς, να κρίνει την υπόθεση, αφού κατανείμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων.
Μάλιστα, προς θεμελίωση του παραδεκτού το αναιρεσείον ( Δημόσιο) επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας περί υποχρεώσεων συνολικής, και όχι μεμονωμένης, εκτιμήσεως των στοιχείων του φακέλου, άλλως έλλειψη νομολογίας «επί των προβαλλομένων αιτιάσεων ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των εκατέρωθεν προβληθέντων ισχυρισμών». Ο λόγος, ωστόσο , αυτός κρίθηκε απαράδεκτος, δεδομένου ότι με αυτόν αμφισβητείται η ορθή εφαρμογή κανόνων δικαίου στην επίδικη περίπτωση κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στο διέπον την υπόθεση νομοθετικό πλαίσιο, ήτοι πλήττει την ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την διαπίστωση, κατόπιν εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού, της εικονικότητας των επίμαχων τιμολογίων ως αναγομένης στην έκδοσή τους από πρόσωπο διάφορο του φερομένου ως εκδότη τους ή στην μη πραγματοποίηση των αντιστοίχων συναλλαγών (ΣτΕ 248/2018, ΣτΕ 2868/2017, , ΣτΕ 1270/2015, 2115-6/2015, ΣτΕ 3864/2014 - βλ. και ΣτΕ σε συμβούλιο 860, 1014, ΣτΕ 2219/2016, ΣτΕ 351/2015, ΣτΕ 530/ 2015).
Επιμέλεια: Αγγελική Μπουρσινού / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Στις περιπτώσεις λήψεως τιμολογίων που ενέχουν το στοιχείο της εικονικότητας, καθίσταται υποχρεωτική η απόδειξη της φορολογικής ανυπαρξίας του εκδότη του φορολογικού στοιχείου , υπεύθυνη δε ,για τη διακρίβωση της πραγματικότητας αυτής, καθίσταται η φορολογική αρχή .
Source/ Author:ethemis.gr