Απόφαση 1438/2018 ΣτΕ
Ειδικότερα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικά ερωτήματα, χωρίς να έχει προβληθεί αντίστοιχος λόγος προσφυγής, αλλά αφού έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη του, αφενός, τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 1 και 72 παρ. 17 του ν. 4174/2013, των άρθρων 3 παρ. 7 και 7 παρ. 1 και 2 του ν. 4337/2015 και του άρθρου 49 του ν. 4509/2017 και, αφετέρου, την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης ποινής, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο ενωσιακό δίκαιο και απορρέει από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Επειδή το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτό ότι σύμφωνα με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη φορολογική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς, αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο και εξέτασης ποια από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, στην ελαφρύτερη κύρωση. Η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής φορολογικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου φορολογίας, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς.
Δεδομένου λοιπόν ότι ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεότερου νόμου κρίνεται ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης και κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της, τις οποίες βαρύνεται να επικαλεσθεί ο προσφεύγων, και δη κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, προκειμένου να θεμελιωθεί η εφαρμογή μεταγενέστερης ρύθμισης, ως ευμενέστερης γι’ αυτόν, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής κύρωσης εξετάζεται από το δικαστήριο της προσφυγής όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνον κατόπιν προβολής αντίστοιχου λόγου από τον προσφεύγοντα.
Και ναι μεν η διάταξη του άρθρου 49 παρ. 2 εδαφ. γ΄ του ν. 4509/2017 ορίζει ως «εκκρεμείς [κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4509/2017] υποθέσεις» και εκείνες (όπως η παρούσα υπόθεση) που έχουν συζητηθεί και δεν έχει εκδοθεί, κατά την 1.1.2018, απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής, αλλά η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη στενά και υπό το φως, αφενός, της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της αντιμωλίας και του σχετικού δικαιώματος άμυνας του Ελληνικού Δημοσίου στη φορολογική δίκη και, αφετέρου, της ανάγκης, κατά το δυνατόν, εύρυθμης διεξαγωγής της δίκης και της συναφούς αρχής της χρηστής, ταχείας και αποτελεσματικής απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης στις φορολογικές διαφορές, έχει την έννοια ότι, σε υπόθεση όπως η παρούσα, το διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως την εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 4509/2017, ως ευμενέστερης για τον προσφεύγοντα, αλλά ο προσφεύγων βαρύνεται να ζητήσει, με δικόγραφο πρόσθετου λόγου προσφυγής υποβαλλόμενο στο διοικητικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει συζητηθεί η προσφυγή του, εντός ευλόγου χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το δίμηνο από την έναρξη ισχύος της ρύθμισης (1.1.2018, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου 49), την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 49 του ν. 4509/2017, προβάλλοντας, κατά τρόπο αρκούντως ειδικό, ορισμένο και τεκμηριωμένο, ότι η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων (που προβλέπουν την επιβολή, αντί του πρόσθετου φόρου του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, προστίμου, το οποίο ισούται με το άθροισμα του προστίμου του άρθρου 58 παρ. 1 του ν. 4174/2013 και του τόκου εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 53 του ίδιου νόμου) άγουν σε ευμενέστερη μεταχείρισή του, ενόψει των συνθηκών της περίπτωσής του.
Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο δεν μπορεί κατά το νόμο (άρθρο 79, παρ. 5 περιπτ. α΄ του ΚΔΔ) να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ως άνω ζήτημα, το οποίο τίθεται με τα προδικαστικά ερωτήματα, δεδομένου ότι αυτό δεν αφορά σε αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής διάταξης (του άρθρου 1 του ν. 2523/1997), κατ’ εφαρμογή της οποίας επιβλήθηκαν οι επίδικες κυρώσεις. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής.
Επιμέλεια: Ναυσικά Τζαναβάρη / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής κύρωσης εξετάζεται από το δικαστήριο της προσφυγής μόνον κατόπιν προβολής (με το δικόγραφο της προσφυγής ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων προσφυγής) αντίστοιχου λόγου από τον προσφεύγοντα, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο.
Source/ Author:ethemis.gr