Ολομέλεια ΣτΕ 259/2018 - Καθεστώς ειδικών φρουρών ΕΛ.ΑΣ.
Σχετικά, με το υπηρεσιακό καθεστώς των ειδικών φρουρών, το άρθρο 9 παρ. 10 του ν. 2734/1999 ορίζει ότι: «Για τα θέματα των Ειδικών Φρουρών που αφορούν τη στολή και τον οπλισμό που θα φέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, το χρόνο εργασίας, το πειθαρχικό δίκαιο, τον εφοδιασμό τους με ειδικό δελτίο ταυτότητας και την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση, τις αποδοχές τους γενικά, την ασφαλιστική κάλυψη και τα συναφή δικαιώματά τους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α΄). Για τα λοιπά θέματα, που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων,
εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις που αφορούν τους αστυφύλακες». Σύμφωνα, εξάλλου, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2622/1998 (Α΄ 138), στις οποίες παραπέμπει η προαναφερθείσα διάταξη του ν. 2734/1999, οι ειδικοί φρουροί «υφίστανται κατάλληλη βασική εκπαίδευση» (άρθρο 4 παρ. 1), «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους φέρουν στολή και κατάλληλο οπλισμό» (άρθρο 4 παρ. 3), ενώ για τον χρόνο εργασίας τους και τις άδειες «εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για το αστυνομικό προσωπικό» (άρθρο 4 παρ. 4, όπως η εν λόγω παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 78 παρ. 2 του ν. 2910/2001, Α΄ 91). Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, οι ειδικοί φρουροί «υπόκεινται στις πειθαρχικές διατάξεις που διέπουν τους αστυφύλακες, με τη διαφοροποίηση ότι αντί των ποινών της αργίας με απόλυση ή απόταξης . . . .επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης» (άρθρο 4 παρ. 5), «δεν προάγονται
βαθμολογικά» (άρθρο 4 παρ. 7), ενώ «λαμβάνουν τις αποδοχές και αποζημιώσεις του αστυφύλακα που έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις» (άρθρο 5 παρ. 1). Περαιτέρω, στις διατάξεις του ν. 2800/2000 «περί αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και συστάσεως Αρχηγείου ΕΛ.ΑΣ.» (Α΄ 41), προβλέπεται ότι το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας διακρίνεται στις κατηγορίες του Αστυνομικού προσωπικού, του Πολιτικού προσωπικού, των Συνοριακών Φυλάκων και των Ειδικών Φρουρών (άρθρο 18 παρ. 1), ότι «όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών», ότι «το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους» (άρθρο 9 παρ. 2) και ότι το προσωπικό αυτό «εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα» (άρθρο 9 παρ. 3). Ακολούθησε ο ν. 3686/2008 (Α΄ 158), με το άρθρο 13 του οποίου προβλέφθηκε ότι οι ειδικοί φρουροί που συμπληρώνουν τριετή πραγματική υπηρεσία, από την ημερομηνία μονιμοποίησής τους, εντάσσονται, κατόπιν δηλώσεώς τους, στο αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων, με το βαθμό του αστυφύλακα και έχουν τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του βαθμού αυτού, πλην εκείνων που αναφέρονται στην άσκηση προανακριτικών καθηκόντων. Με τις ίδιες διατάξεις, η ισχύς των οποίων άρχισε
από 1.1.2009, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου, προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι υπό ένταξη ειδικοί φρουροί καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις αστυφυλάκων και τίθενται στο τέλος της επετηρίδας του βαθμού αυτού, ενώ οι οργανικές θέσεις των ενταχθέντων ειδικών φρουρών και οι κενές οργανικές θέσεις των ειδικών φρουρών που δεν εντάσσονται σε θέσεις αστυφυλάκων καταργούνται (παρ. 1). Προβλέπεται, επίσης, ότι οι εντασσόμενοι υποβάλλονται υποχρεωτικά σε συμπληρωματική εκπαίδευση, προκειμένου να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στα πρόσθετα καθήκοντα που τους ανατίθενται (παρ. 2), καθώς και ότι η υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για το αστυνομικό προσωπικό (παρ. 3 και 4, όπως η πρώτη εξ αυτών ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν.
3938/2011, Α΄ 61).
Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία, κατά τα παγίως κριθέντα, αποτελεί στρατιωτικώς οργανωμένο σώμα, εντάσσονται, ως ιδιαίτερη κατηγορία, οι ειδικοί φρουροί (πρβλ. ΣτΕ 1747-54/2015, 281-4/2015, 4493-5/2014), οι οποίοι ασκούν μεν καθήκοντα, που είναι ειδικότερα και μερικότερα σε σχέση με την γενική αστυνομική αρμοδιότητα, που έχει ανατεθεί στο αστυνομικό προσωπικό, τα καθήκοντα, όμως, αυτά είναι αστυνομικής φύσεως και, ιδίως, μετά τον ν. 3181/2003, ανάλογα με εκείνα που ανατίθενται στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι ειδικοί φρουροί δεν υπάγονται, εξάλλου, στις περί μονιμότητας συνταγματικές διατάξεις και τις σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις (άρθρο 103 παρ.4 του Συντάγματος, βλ. ΣτΕ 429/2004) αλλά υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς αυστηρής ιεραρχίας και πειθαρχίας, αυξημένης υπηρεσιακής ετοιμότητας και επιφυλακής και διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας, ενώ ασκούν τα καθήκοντά τους υπό τις ίδιες συνθήκες επικινδυνότητας με τις υπόλοιπες κατηγορίες ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας. Από καμία, εξάλλου, διάταξη δεν προκύπτει οιαδήποτε μισθολογική διαφοροποίηση των ειδικών φρουρών σε σχέση με τους αντίστοιχου βαθμού αστυνομικούς υπαλλήλους.
Ενόψει, συνεπώς, του προβληθέντος λόγου ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας των μισθολογικών ρυθμίσεων του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014, με την αίτηση ακυρώσεως της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Π.Ο.ΑΣ.Υ. και Π.Ο.ΑΞΙ.Α.), επ΄ ονόματι και για λογαριασμό όλων των κατηγοριών του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, η ακύρωση, με την επί αυτής εκδοθείσα 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της ήδη προσβαλλομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως αφορά και τα μέλη της αιτούσης συνδικαλιστικής οργάνωσης, η οποία εκπροσωπεί τα επαγγελματικά συμφέροντα των ειδικών φρουρών της Αττικής, ιδιαίτερης, δηλαδή, κατηγορίας προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας και αποτελεί, κατά νόμον, εν δυνάμει μέλος της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των αστυνομικών υπαλλήλων (βλ. άρθρ. 30 Α παρ. 14 του ν. 1264/1982). Με την 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας ακυρώθηκε, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, για τον προεκτεθέντα λόγο
περί αντισυνταγματικότητας του ειδικού μισθολογίου, όχι μόνον ως προς τα εγγεγραμμένα, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως, μέλη της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, αλλά ως προς όλες τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, στο οποίο, κατά τα ήδη εκτεθέντα, περιλαμβάνονται, ως ιδιαίτερη κατηγορία, και οι ειδικοί φρουροί, όπως είχε συμβεί και με την αρχικώς εκδοθείσα 2194/2014 απόφαση της Ολομελείας, με την οποία είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4093/2012. Εξάλλου, η, σε συμμόρφωση προς την 1127/2016 ακυρωτική απόφαση, παρέμβαση του νομοθέτη στα ζητήματα του ειδικού μισθολογίου των αστυνομικών, τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, μόνον ενιαία ρύθμιση επιδέχονται, θα έχει, κατ’ ανάγκη, ως περιεχόμενο την αναμόρφωση του μισθολογίου όλων των εν ενεργεία στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας και θα καταλαμβάνει και τους ειδικούς φρουρούς, για τους οποίους ουδεμία μισθολογική διαφοροποίηση, σε σχέση με τους αστυνομικούς, είχε
εισαχθεί με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3250/2003, όπως ίσχυαν προ της ενάρξεως ισχύος των αντισυνταγματικών διατάξεων των νόμων 4093/2012 και 4307/2014.
Source/ Author:ste