Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης- Απόφαση 3281/2017,Τμ. Α', ΣτΕ
Η επταμελής σύνθεση του Α’ Τμήματος ΣτΕ έκρινε στην παρούσα υπόθεση ένα ζήτημα μείζονος δικαιοπολιτικής σημασίας με προεκτάσεις σε θεσμούς κοινωνικής δικαιοσύνης. Επικαλούμενη τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος ανέπτυξε το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων ως μία θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία θέσπισης κανόνων υπό τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις , αρκεί να συντρέχουν δύο συνθήκες: αφενός η προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και η εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, δηλαδή η εν γένει προστασία της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών ,χάριν και των μελλοντικών γενιών, και αφετέρου η διασφάλιση σε εκείνους τους συνταξιούχους, που συνέβαλαν με την εργασία τους στη δημιουργία πλούτου, ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερου προς εκείνο του ενεργού εργασιακού τους βίου (σκ. 14). Προκειμένου δε να ικανοποιηθούν οι ανωτέρω συνθήκες υιοθετείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας η άποψη πως η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού φορέα και της ακεραιότητας του ασφαλιστικού κεφαλαίου μπορεί να επιβάλλουν, υπό καθεστώς μεταβολής των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών, τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την τακτική ή έκτακτη διάθεση κρατικών πόρων. Σταθμίζοντας τις νομοθετικές επεμβάσεις το Α’ Τμήμα κρίνει πως η ανωτέρω μείωση μπορεί να καταλαμβάνει και εκκρεμείς αιτήσεις χορηγήσεως ασφαλιστικών παροχών (επί το δυσμενέστερον μεταβολή των προϋποθέσεων χορηγήσεως ασφαλιστικών παροχών) , οι οποίες μέχρι την επέλευση της νομοθετικής μεταβολής δεν έχουν ικανοποιηθεί. Κρίσιμα δεδομένα είναι η διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου, η τήρηση της γενικής αρχής της ισότητας , αλλά και της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη, ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
Στην κρίσιμη σκέψη 16 της εν λόγω απόφασης γίνεται ρητή αναφορά στις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4336/2015 και ιδίως στην Ανακοίνωση της Συνόδου των Αρχηγών των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης κατά την 12η Ιουλίου 2015. Στην εν λόγω Σύνοδο αποφασίστηκε η λήψη εμπροσθοβαρών μέτρων για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος ως μέρος ενός προγράμματος συνολικής αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η δέσμη των μέτρων αποσκοπεί στη δημιουργία ισχυρών αντικινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση και στη σταδιακή κατάργηση των κεκτημένων δικαιωμάτων συνταξιοδότησης πριν από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης. Σταδιακά και το αργότερο έως το 2022, το όριο της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης θα προσαρμοστεί στα 67 έτη ή στην ηλικία των 62 ετών με 40 έτη εισφορών, το οποίο και θα ισχύει για όλους όσοι συνταξιοδοτούνται με άμεση εφαρμογή, εκτός από τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα καθώς και από τις μητέρες που έχουν παιδί με αναπηρία.
Στη σκέψη 18 της απόφασης απορρίπτεται ο λόγος περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν.4336/2015, ιδίως εκείνος της αντίθεσης στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Η αιτούσα την ακύρωση Συνδικαλιστική Οργάνωση προβάλλει την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης μελέτης αναφορικά με σημαντικά στοιχεία, όπως ο αριθμός των ασφαλισμένων , η επελθούσα εξοικονόμηση πόρων, η επίδραση στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων και η δυνατότητα άλλων ισοδύναμων νομοθετικών μέτρων, πρόσφορων για την επίτευξη του αυτού αποτελέσματος. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του ν. 4336/2015 αποβλέπουν πρωτίστως στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος με την αποτροπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων πριν από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως (πρβ. ΣτΕ 660/2016 7μ., σκ.15).
Αναφορικά με την παραβίαση των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου αποφασίστηκε πως αδήριτες ανάγκες μπορεί να επιβάλλουν τη λήψη μέτρων εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης (σκ. 21). Ο δε λόγος ακύρωσης περί παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας (σκ. 23,24) λόγω αυθαίρετων δυσμενών διακρίσεων, που υπάγονται σε ουσιωδώς όμοιες ασφαλιστικά καταστάσεις, απορρίπτεται ως αβάσιμος, διότι η ηλικία των δικαιούχων για την απόληψη ορισμένης παροχής συνιστά αντικειμενικό και απρόσωπο κριτήριο για τη διαφοροποίηση των προϋποθέσεων παροχής ασφαλιστικής προστασίας που δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ισότητας.
Ο ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) επίσης απορρίπτεται με το επιχείρημα ότι δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος καθώς και να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου συμφέροντος (σκ. 25).
Τέλος, η αιτούσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν εκδοθεί κατά παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005, καθώς και κατά παράβαση του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., δεδομένου ότι εισάγει δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των ασφαλισμένων με βάση μόνο κριτήρια ηλικιακά, εισάγοντας με τον τρόπο αυτό δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας. Ο εν λόγω ισχυρισμός όμως προσκρούει ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 14 της Οδηγίας σχετικά με την εξαίρεση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, αλλά και τις εθνικές διατάξεις, τις σχετικές με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης. Ωστόσο, έχει κριθεί με τη ΔΕΚ C-559/07 ότι η σύνταξη εξομοιούται με την αμοιβή του άρθρου 141 ΕΚ (πλέον 157 ΣΛΕΕ) και ,κατά συνέπεια, το συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Εντούτοις, κρίνεται πως η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά διάκριση όταν δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής (σκ. 32).
Ο θεμιτός σκοπός δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τις επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4336/2015 δεν είναι παρά ο εξορθολογισμός του συνταξιοδοτικού συστήματος με την αποτροπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Source/ Author:dsanet.gr