Απόφαση υπ' αριθμ. 696/2018 VII ΤμΕλΣυν- Μεταρρύθμιση ποσού καταλογισμού επί ευθύνης υπολόγου ΟΤΑ.
Ο ν. 3801/2009, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 4255/2014 (ΦΕΚ Α΄ 89), ορίζει στο άρθρο 37 ότι: «1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του (…), σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των αιρετών οργάνων Δήμων (…) ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων (…), από Υπουργούς ή από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μέχρι 1.7.2005, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνομένου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των προσθέτων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλάξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου και αν ακόμη υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού.
Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτήν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης, τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα. Επίσης το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των σχετικών καταλογισμών λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψιν αμετάκλητα απαλλακτικές ποινικές αποφάσεις, βουλεύματα ή εισαγγελικές διατάξεις, με τις οποίες οι καταλογισθέντες απηλλάγησαν από κάθε συναφή ποινική ευθύνη. Εξαιρούνται των ρυθμίσεων της παρούσας καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες αφορούν αποδοχές και αποζημιώσεις εν γένει υπαλλήλων δήμων, κοινοτήτων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων αυτών, καθώς και έξοδα παράστασης αιρετών οργάνων δήμων και κοινοτήτων».
Το Δικαστήριο, επομένως, επιλαμβανόμενο έφεσης κατά καταλογιστικής απόφασης, που έχει εκδοθεί σε βάρος αιρετού οργάνου ή υπαλλήλου πρωτοβάθμιου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης για τις χρήσεις έως την 1.7.2005, δύναται, υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω εξαιρέσεων, είτε να περιορίσει το ποσό του καταλογισμού έως το 1/10 αυτού, απαλλάσσοντας συγχρόνως τον καταλογισθέντα από τις επί του ελλείμματος προσαυξήσεις, συνεκτιμώντας τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης και το πταίσμα του υπολόγου, σε συνδυασμό με την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση, είτε να άρει, στο σύνολό του, τον καταλογισμό, εφόσον κρίνει ότι στο πρόσωπο του υπολόγου συνέτρεχε συγγνωστή πλάνη ως προς την επέλευση του ελλείμματος. Είναι δε, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, συγγνωστή η πλάνη όταν ο υπόλογος όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει το μη νόμιμο χαρακτήρα των πράξεών του, έστω κι αν κατέβαλε, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του, την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή.
Η εκδιδόμενη σε βάρος των υπευθύνων προσώπων (υπολόγων) καταλογιστική πράξη για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη πρέπει και αρκεί να περιλαμβάνει στο σώμα της ένα ελάχιστο περιεχόμενο που να καθιστά τον υπόλογο γνώστη της αιτίας για την οποία αυτός καταλογίζεται, δηλαδή πρέπει να περιλαμβάνει την αναγκαία ιστορική και νομική αιτία που δικαιολογεί την υφιστάμενη δημοσιονομική ενοχή.
Source/ Author:www.elsyn.gr