«Απαγόρευση εισόδου και διαμονής στον χώρο Σένγκεν» (Υπόθεση C-240/17)
Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιανουαρίου 2018, στην υπόθεση C-240/17, στο πλαίσιο της δίκης E, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 2ας Μαΐου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Μαΐου 2017.
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και άρχισε να ισχύει στις 26 Μαρτίου 1995 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19, στο εξής: ΣΕΣΣ). Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του E, Νιγηριανού υπηκόου, και της Maahanmuuttovirasto (Εθνικής Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Φινλανδία, στο εξής: Υπηρεσία Αλλοδαπών), με αντικείμενο την από 21 Ιανουαρίου 2015 απόφαση της εν λόγω υπηρεσίας να απομακρύνει τον Ε στη χώρα καταγωγής του και να του απαγορεύσει την είσοδο στον χώρο Σένγκεν.
Στο Δικαστήριο υποβλήθηκαν τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1) Συνεπάγεται η υποχρέωση διαβουλεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών που προβλέπεται από το άρθρο 25, παράγραφος 2, της [ΣΕΣΣ] έννομες συνέπειες τις οποίες ο υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να επικαλεστεί σε περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο κράτος λάβει σε βάρος του μέτρο απαγορεύσεως εισόδου στο σύνολο του χώρου Σένγκεν και εκδώσει απόφαση περί επιστροφής στη χώρα καταγωγής του με το σκεπτικό ότι αυτός συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια;
2) Εάν το άρθρο 25, παράγραφος 2, της [ΣΕΣΣ] έχει εφαρμογή στην έκδοση της αποφάσεως περί απαγορεύσεως εισόδου, πρέπει η διαδικασία διαβουλεύσεων να διεξαχθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως απαγορεύσεως εισόδου, ή οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν να διενεργηθούν μόνο κατόπιν της εκδόσεως των αποφάσεων επιστροφής και απαγορεύσεως εισόδου;
3) Εάν οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν να διενεργηθούν μόνο κατόπιν της εκδόσεως των αποφάσεων περί επιστροφής και απαγορεύσεως εισόδου, εμποδίζει την επιστροφή του υπηκόου τρίτης χώρας στη χώρα καταγωγής του και τη θέση σε ισχύ της απαγορεύσεως εισόδου στο σύνολο του χώρου Σένγκεν το γεγονός ότι εκκρεμεί η διαδικασία διαβουλεύσεων μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών και ότι το άλλο συμβαλλόμενο κράτος δεν έχει δηλώσει εάν προτίθεται να ανακαλέσει την άδεια διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας;
4) Με ποιο τρόπο οφείλει να ενεργήσει συμβαλλόμενο κράτος σε περίπτωση που το συμβαλλόμενο κράτος που χορήγησε άδεια διαμονής, παρά τα σχετικά επανειλημμένα αιτήματα, δεν έχει διατυπώσει τη θέση του ως προς την ανάκληση άδειας διαμονής χορηγηθείσας σε υπήκοο τρίτης χώρας;
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι:
1) Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και άρχισε να ισχύει στις 26 Μαρτίου 1995, έχει την έννοια ότι, καίτοι επιτρέπεται στο συμβαλλόμενο κράτος που προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου και διαμονής στον χώρο Σένγκεν έναντι υπηκόου τρίτης χώρας που είναι κάτοχος ισχύοντος τίτλου διαμονής, εκδοθέντος από άλλο συμβαλλόμενο κράτος, να κινήσει τη διαδικασία διαβουλεύσεως την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή ήδη πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η εν λόγω διαδικασία πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να κινείται αμέσως μετά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως.
2) Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την εκτέλεση αποφάσεως περί επιστροφής, συνοδευόμενης από απαγόρευση εισόδου, που έχει εκδοθεί από συμβαλλόμενο κράτος σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος είναι κάτοχος ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία διαβουλεύσεως την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, εφόσον ο εν λόγω υπήκοος νομίμως θεωρείται από το συμβαλλόμενο κράτος που τον καταχωρίζει ως ανεπιθύμητο ως απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, με την επιφύλαξη της δυνατότητας του ενδιαφερομένου να ασκήσει τα δικαιώματα που αντλεί από τον εν λόγω τίτλο διαμονής, μεταβαίνοντας αργότερα στο έδαφος του δεύτερου συμβαλλομένου κράτους. Ωστόσο, μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την έναρξη της διαδικασίας διαβουλεύσεως και ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους του συμβαλλομένου κράτους με το οποίο ζητήθηκε διαβούλευση, εναπόκειται στο συμβαλλόμενο κράτος που καταχωρίζει ως ανεπιθύμητο τον υπήκοο τρίτης χώρας να προβεί στην ανάκληση της καταχωρίσεώς του ως ανεπιθύμητου και, ενδεχομένως, να καταχωρίσει τον υπήκοο αυτόν στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθύμητων.
3) Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της Συμβάσεως Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, κάτοχος ισχύοντος τίτλου διαμονής εκδοθέντος από συμβαλλόμενο κράτος, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος απόφαση επιστροφής συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από τη διαδικασία διαβουλεύσεως την οποία υποχρεούται να κινήσει το συμβαλλόμενο κράτος που προβαίνει στην καταχώριση ατόμου ως ανεπιθύμητου, καθώς και τις υποχρεώσεις που συνεπάγονται τα αποτελέσματα αυτά.
Ένας ιδιώτης όπως ο Ε μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τη διαδικασία διαβουλεύσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ.
Source/ Author:www.curia.eu