ΕΔΔΑ: «Αδυναμία αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών»
Με την απόφαση της 23ης Μαΐου 2017, στην υπόθεση Bălșan κατά Ρουμανίας (Αριθμός προσφυγής 49645/09), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όσον αφορά την απαγόρευση της απάνθρωπης μεταχείρισης και των διακρίσεων λόγω αδυναμίας των αρχών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών.
Ως προς τα γεγονότα, η προσφεύγουσα, Ρουμάνα υπήκοος, ανέφερε ότι ο πρώην σύζυγός της ήταν βίαιος προς την ίδια και τα παιδιά τους σε πολλές περιπτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Κατά τη διαδικασία του διαζυγίου τους οι επιθέσεις του εναντίον της εντατικοποιήθηκαν και η προσφεύγουσα υπέβαλε σειρά καταγγελιών στην αστυνομία. Η προσφεύγουσα κατήγγειλε, ενώπιον του ΕΔΔΑ, ότι είχε υποστεί βία από τον σύζυγό της και ότι οι κρατικές αρχές δεν είχαν κάνει τίποτα για να την σταματήσουν ή να την αποτρέψουν από το να ξανασυμβεί.
Αρχικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η σωματική βία που υπέστη η προσφεύγουσα είχε καταγραφεί σε ιατροδικαστικές και αστυνομικές αναφορές. Ήταν, πράγματι, ανησυχητικό το γεγονός ότι, στο επίπεδο της έρευνας και ενώπιον των δικαστηρίων, οι εθνικές αρχές θεώρησαν ότι οι πράξεις οικιακής βίας δεν ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου. Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί, ότι το επίκεντρο της υπόθεσης ήταν το ζήτημα της ατιμωρησίας για πράξεις οικιακής βίας. Η προσφεύγουσα είχε κάνει πλήρη χρήση των ένδικων μέσων που παρέχει η ποινική διαδικασία, αλλά οι εθνικές αρχές, αν και γνώριζαν την κατάστασή της, δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για να τιμωρήσουν τον δράστη και να αποτρέψουν περαιτέρω επιθέσεις. Συναφώς, το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί το άρθρο 14 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Η παράλειψη ενός κράτους να προστατεύσει τις γυναίκες από την ενδοοικογενειακή βία παραβιάζει το δικαίωμά τους για ίση προστασία βάσει του νόμου. Οι επίσημες στατιστικές έδειξαν ότι η ενδοοικογενειακή βία ήταν ανεκτή ως φυσιολογική σε πολλές περιπτώσεις στη Ρουμανία και ότι ένας μάλλον μικρός αριθμός αναφερθέντων περιστατικών είχαν ως συνέπεια την διενέργεια ποινικών ερευνών. Ο αριθμός των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας αυξανόταν κάθε χρόνο, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων ήταν γυναίκες. Τα παραπάνω στοιχεία, άλλωστε, επιβεβαίωναν προηγούμενα πορίσματα της Επιτροπής για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών των Ηνωμένων Εθνών.
Οι εθνικές αρχές γνώριζαν ότι ο σύζυγος της προσφεύγουσας είχε ξεσπάσει επανειλημμένα σε βία εναντίον της. Επομένως, οι αρχές είχαν αποστερήσει το εθνικό νομικό πλαίσιο από το σκοπό του, διαπιστώνοντας μάλιστα ότι η προσφεύγουσα προκάλεσε την ενδοοικογενειακή βία, ότι η βία δεν παρουσίαζε κίνδυνο για την κοινωνία και ότι δεν ήταν συνεπώς «αρκετά σοβαρή» ώστε να απαιτεί ποινικές κυρώσεις. Προς τούτο, ενήργησαν με τρόπο που ήταν ασυνεπής με τα διεθνή πρότυπα για τη βία κατά των γυναικών και ιδίως σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία. Η παθητικότητα των αρχών στην υπόθεση ήταν επίσης εμφανής από την αποτυχία τους να εξετάσουν τυχόν προστατευτικά μέτρα για την προσφεύγουσα, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά της προς την αστυνομία, τον εισαγγελέα και τα δικαστήρια. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη ευπάθεια των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, οι αρχές θα έπρεπε να εξετάσουν λεπτομερέστερα την κατάσταση της προσφεύγουσας.
Η βία που υπέστη η προσφεύγουσα μπορούσε να θεωρηθεί ως βία λόγω φύλου, η οποία αποτελεί μορφή διάκρισης κατά των γυναικών. Παρά τη θέσπιση από την κυβέρνηση ενός νόμου και μιας εθνικής στρατηγικής για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, η συνολική αδράνεια του δικαστικού συστήματος και η ατιμωρησία που απολάμβαναν οι δράστες, όπως διαπιστώθηκε στην υπόθεση αυτή, έδειξε ότι η δέσμευση για ανάληψη κατάλληλης δράσης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας ήταν ανεπαρκής. Το ποινικό σύστημα, όπως λειτούργησε στην συγκεκριμένη υπόθεση, δεν παρουσίασε επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα ικανό να εξασφαλίσει την αποτελεσματική πρόληψη παράνομων πράξεων του συζύγου της προσφεύγουσας κατά της προσωπικής ακεραιότητάς της. Συνακολούθως, το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Συγκεφαλαιωτικά, το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, όσον αφορά την απαγόρευση της απάνθρωπης μεταχείρισης, λόγω αδυναμίας των αρχών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα (θετικές υποχρεώσεις) για την προστασία της προσφεύγουσας από την ενδοοικογενειακή βία. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ (σε συνδυασμό με το άρθρο 3 ΕΣΔΑ), όσον αφορά την απαγόρευση των διακρίσεων, λόγω αδυναμίας των αρχών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών.
Παραβίαση άρθρων 3 και 14 της ΕΣΔΑ: Η παράλειψη ενός κράτους να προστατεύσει τις γυναίκες από την ενδοοικογενειακή βία παραβιάζει το δικαίωμά τους για ίση προστασία βάσει του νόμου.
Source/ Author:hudoc.echr.coe.int