Μη επιτρεπτή η ανάκληση όμοιων συνταξιοδοτικών πράξεων- Απόφ. 550/2017 ΟλΕλΣυν
Η θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 65 του π.δ/τος 169/2007 ρύθμιση, όπως έχει ερμηνευθεί από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. απόφ. 493/1992), αναφέρεται σε πράξη της Διοίκησης, που αφορά ευθέως τον δικαιούχο της σύνταξης, ο οποίος και παρέμεινε, συνεπεία αυτής, εκτός υπηρεσίας. Αν, αντιθέτως, η παράνομη διοικητική πράξη αφορά τρίτον, το καθιερούμενο με την ερμηνευόμενη διάταξη πλάσμα ισχύει αποκλειστικά ως προς τον τρίτο αυτόν και ο εκτός υπηρεσίας χρόνος λογίζεται, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές ανωτέρω προϋποθέσεις, ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μόνο υπέρ του τρίτου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80 παρ. 1 και 73 παρ. 2 του Συντάγματος, οι συνταξιοδοτικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά και δεν επιτρέπεται, με διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή τους, να διευρύνεται ο κύκλος των δικαιουμένων σύνταξης προσώπων ή να καθίστανται ευνοϊκότερες οι προϋποθέσεις αναγνώρισης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος . Τούτο δε, πολλώ μάλλον, όταν τίθεται ζήτημα συνδυαστικής ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων με γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, οι οποίες έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας, που έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου, ο οποίος στην περίπτωση αυτή αποκλείει την εφαρμογή τους .
Εκ τούτων παρέπεται ότι ο κανόνας δικαίου που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 65 του π.δ/τος 169/2007, δεν δύναται να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τη γενική αρχή που διατυπώθηκε με τη 2176/2004 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής αυτού και να καταλάβει και τις ομοίου περιεχομένου με την ακυρωθείσα, πλην όμως, μη προσβληθείσες αυτοτελώς ατομικές διοικητικές πράξεις που πάσχουν την ίδια πλημμέλεια, έστω και εάν αυτή συνίσταται στην αντίθεση της διάταξης επί της οποίας ερείδονται, προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου. Άλλωστε, ο κανόνας που διατυπώθηκε στην προπαρατεθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη μορφή της γενικής αρχής του διοικητικού δικαίου, δεν παράγει ισοδύναμο με τη δικαστική ακύρωση της διοικητικής πράξης αποτέλεσμα, διότι η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται με την ως άνω «γενεσιουργό» του προκείμενου κανόνα απόφαση, δεν συνεπάγεται την άνευ άλλου τινός υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλεί τις εν λόγω παράνομες πράξεις της, αλλά μόνο να επανεξετάσει τη νομιμότητά τους, καθώς και εάν συντρέχουν οι περαιτέρω προϋποθέσεις ανάκλησής τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις άλλες παραμέτρους που τίθενται με την ίδια απόφαση, ήτοι λόγους δημοσίου συμφέροντος, τον χρόνο που έχει διαρρεύσει από την έκδοσή τους, καθώς και την ανάγκη προστασίας δικαιωμάτων τρίτων (ΣτΕ 2736/2005). Η οφειλόμενη, επομένως, επανεξέταση δεν αποτελεί «μονόδρομο» προς την ανάκληση της πράξης, αφού καταλείπεται και πάλι στη Διοίκηση ένα στάδιο εκτιμητικής ευχέρειας - υποκείμενης, πάντως, σε δικαστικό έλεγχο- κατά το οποίο διατηρεί τη δυνατότητά της να αρνηθεί αιτιολογημένα την ανάκληση συγκεκριμένης πράξης.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, ελλείψει ρητής ειδικής νομοθετικής ρύθμισης περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 65 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και σε πράξεις που πάσχουν από την ίδια με την ακυρωθείσα πράξη παρανομία, για την επέλευση της προβλεπόμενης σε αυτήν ως άνω σοβαρής έννομης (συνταξιοδοτικής) συνέπειας, ήτοι την αναγνώριση ως πραγματικού και συντάξιμου του χρόνου που ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός παρέμεινε εκτός υπηρεσίας εξαιτίας παράνομης πράξης της Διοίκησης, απαιτείται σαφώς διάγνωση της παρανομίας της πράξης αυτής με δικαστική απόφαση με δύναμη δεδικασμένου, εκδοθείσα ειδικώς υπέρ αυτού. Εναπόκειται δε, περαιτέρω, στον νομοθέτη να θεσπίσει, με ειδικό μάλιστα συνταξιοδοτικό νόμο, σύμφωνα με την οριζόμενη στο άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος διαδικασία, επέκταση της ως άνω (ευνοϊκής) συνταξιοδοτικής μεταχείρισης και σε άλλα, μη καταλαμβανόμενα από το δεδικασμένο πρόσωπα, που απομακρύνθηκαν από την υπηρεσία, συνεπεία διοικητικών πράξεων που πάσχουν την ίδια πλημμέλεια με την ακυρωθείσα.
Οι συνταξιοδοτικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά και δεν επιτρέπεται, με διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή τους, να διευρύνεται ο κύκλος των δικαιουμένων σύνταξης προσώπων ή να καθίστανται ευνοϊκότερες οι προϋποθέσεις αναγνώρισης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος .
Source/ Author:elsyn.gr