Ποσοτικός περιορισμός ευθύνης Επικουρικού Κεφαλαίου για σωματικές Βλάβες

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ/ January 19, 2018: Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα NewsRoom


ethemis

Ποσοτικός περιορισμός ευθύνης Επικουρικού Κεφαλαίου για σωματικές Βλάβες

Αντισυνταγματικότητα και Αντίθεση προς τις Κοινοτικές Οδηγίες των διατάξεων του άρθρου 4 παρ.γ του Ν.4092/2012 για τον ποσοτικό περιορισμό της Ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για Σωματικές Βλάβες

Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (1)

Λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος παραπέμπεται κατά τα άρθρα 563 παρ. 2 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 εδ γ’, δ’ του οργανισμού των Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988) στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κριθεί το νομικό ζήτημα, αν είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 4 παρ. γ’ του Ν. 4092/2012, που περιορίζει ποσοτικά σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης του παθόντος την ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου για σωματικές βλάβες.

Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας – ΑΚ 931

Επιδικάζεται άνευ σύνδεσής της με Περιουσιακή Ζημία (2)

Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, ο τρόπος με τον οποίο τέτοια συνέπεια αποκλείει ή περιορίζει την επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική εξέλιξη του παθόντος καθώς και ποια και πόση είναι η ζημία που αυτός παθαίνει εξαιτίας της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του. Για τον υπολογισμό της εξ ΑΚ 931 αποζημίωσης δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί αξιώσεως αποζημίωσης κατ΄ κατ΄άρθρ.ΑΚ 929 όπου το ύψος της θετικής και αποθετικής βλάβης του παθόντος μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητάς του, αφού, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση.

Ενταύθα αναιρείται κατ΄άρ. 4 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ Εφετειακή απόφαση που απέρριψε το σχετικό εξ ΑΚ 931 κονδύλιο ως αόριστο.

Σχόλια – Παρατηρήσεις

Παραπέμπεται και πάλι στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου το ζήτημα της Αντισυνταγματικότητας και της αντίθεσης προς τις Κοινοτικές Οδηγίες, των διατάξεων του άρθρου 4 Ν.4092/2012 για το Επικουρικό Κεφάλαιο που αφορά εν προκειμένω τον ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για αποζημίωση από σωματικές βλάβες.

Επισημαίνουμε το γεγονός ότι οι εκδοθείσες αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου 3 και 4 του 2017 αναφέρουν στο σκεπτικό τους «Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού, ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση, στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας, δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί κατ’ ανώτατο όριο το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ….. Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους…..

Όπως επισημαίνεται και στο σχετικό άρθρο Γεωργίου Αμπατζή «Ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (3, 4 και 5/2017» ΕΣυγκΔ 2017/146 «Ο Άρειος Πάγος με απόλυτη ομοφωνία, όχι συνήθη για τα νομολογιακά χρονικά αυτής της σύνθεσης, δέχθηκε ότι «…οι περιορισμοί τόσο στις αποζημιώσεις που καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του όσο και στο θέμα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης….είναι ανίσχυροι…». Από τη γενικότητα της διατύπωσης αυτής, η οποία είναι κοινή στο σκεπτικό και των δύο πάρα πάνω αποφάσεων, προκύπτει με σαφήνεια ότι «το ανίσχυρο» δεν περιορίζεται μόνο στους ποσοτικούς περιορισμούς που ορίζει το άρθρο 4 του 4092/2012 για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αλλά αυτό ισχύει και για όλους τους ποσοτικούς περιορισμούς που προβλέπει ο νόμος αυτός. Η απολύτως τεκμηριωμένη και αναλυτική συλλογιστική αυτών των αποφάσεων στηρίζεται στην επίκληση των διατάξεων τόσο του ενωσιακού όσο και του συνταγματικού δικαίου, με τις οποίες διατάξεις έρχεται σε ευθεία αντίθεση οποιοσδήποτε ποσοτικός περιορισμός της οφειλόμενης από το ΕΚ αποζημίωσης. Η συλλογιστική αυτή δημιουργεί ένα στεγανό ερμηνευτικό πλέγμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος, όπως είναι το ενωσιακό και το συνταγματικό δίκαιο, τις οποίες ο κοινός νομοθέτης δεν δικαιούται να παραβιάσει ή να παραγνωρίσει.

Συνεπώς η παραπομπή του ζητήματος που αφορά πλέον τον περιορισμό του Επικουρικού Κεφαλαίου για την αποζημίωση από σωματικές βλάβες και πάλι στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, που παρεμπιπτόντως έχει ήδη κριθεί από Ολομέλεια μπορεί να δικαιολογηθεί ότι επιβλήθηκε ΜΟΝΟ για την ασφάλεια του δικαίου. Ορθά κρίθηκε ότι η εκ του ΑΚ 931 αξίωση δεν είναι αόριστος. Έτσι κατά λογική ακολουθία θα επαναφερθεί η αγωγή με κλήση κατά το αναιρετέο μέρος της αξίωσης εξ ΑΚ 931 στο Εφετείο. Ερωτάται πώς θα επιδικάσει το σχετικό κονδύλιο το Εφετείο, πέραν των ορίων ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, που παραπέμφθηκε ως μείζον ζήτημα στην Ολομέλεια; Ο παθών θα πρέπει να περιμένει την απόφαση της Ολομελείας για να κριθεί οριστικά το κονδύλιο αυτό;

Αποφ. ΑΠ.1780/2017, Πρόεδρος: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Εισηγητής : Ελένη Διονυσοπούλου, Μέλη : Σοφία Ντάντου - Γεώργιος Χοϊμέ – Αλεξάνδρα Κακκαβά. Δικηγόροι: Ανδρέας Γιαννακόπουλος - Σταύρος Πανούρης - Αργυρώ Γρατσία - Πλατή.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται, η 671/2014 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρο 681Α Κ.Πολ.Δ.), με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις των διαδίκων της προκειμένης δίκης, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, έγιναν δεκτές κατ’ ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσιβλήτων, κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία εξαφανίσθηκε και ακολούθως έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή του αναιρεσείοντος, επιδίκασης αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από αυτοκινητικό ατύχημα, που οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια οδηγού αυτοκινήτου της κυριότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης, ασφαλισμένου για ζημιές τρίτων σε ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, και στη δικονομική της θέση υπεισήλθε ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής το δεύτερο αναιρεσίβλητο Επικουρικό Κεφάλαιο.

Επειδή η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 ή 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ’ αυτήν ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν, ενώ ο από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη.

Η ποσοτική αοριστία της αγωγής συνίσταται στο ότι δεν αναφέρονται στο δικόγραφό της με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αγωγικό αίτημα, η δε ποιοτική αοριστία αυτής στο ότι στο ίδιο δικόγραφο γίνεται επίκληση απλώς των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1α’ και β’ Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου, διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης.

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 Α.Κ. (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία καθ’ όσον, δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία.

Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική - οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ. που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί.

Το ποσόν του επιδικαζομένου εύλογου χρηματικού ποσού καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αφενός και την ηλικία του παθόντος, αφετέρου, καθώς και με συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμορφώσεώς του όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ δεν έχουν εφαρμογή τα ισχύοντα επί της αξιώσεως αποζημιώσεως του άρθρου 929 του ίδιου Κώδικα, όπου για τον καθορισμό αυτής προσδιορίζεται κατ’ αρχήν το ύψος της θετικής και αποθετικής βλάβης του σώματος ή της υγείας του και το ποσοστό αυτής μειώνεται κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του τελευταίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η χρηματική παροχή της πρώτης διατάξεως δεν αποτελεί αποζημίωση, δεν συνδέεται δηλαδή με συγκεκριμένη μελλοντική περιουσιακή ζημία, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμορφώσεώς και προσδιορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, με βάση τους προεκτεθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση με βάση την ΑΚ 931 πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ότι η αιτούμενη αποζημίωση είναι συνέπεια όχι απλώς της ανικανότητας για εργασία και απόκτησης από αυτήν εισοδημάτων, εφ’ όσον η αποκατάσταση της ζημίας αυτής επιδιώκεται με την ΑΚ 929, αλλά ειδικά συνέπεια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Πρέπει δηλαδή να εκτίθενται συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, ο τρόπος με τον οποίο τέτοια συνέπεια αποκλείει ή περιορίζει την επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική εξέλιξη του παθόντος καθώς και ποια και πόση είναι η ζημία που αυτός παθαίνει εξαιτίας της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του.

Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής του αναιρεσείοντος, το οποίο εκτιμάται κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. από τον Άρειο Πάγο, ως διαδικαστικό έγγραφο, ο τελευταίος προς θεμελίωση της ιστορικής βάσης της αξίωσής του για την επιδίκαση ειδικής χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, εκθέτει τα ακόλουθα: «Οι συνέπειες του βαρύτατου τραυματισμού μου, ήτοι ο ακρωτηριασμός του αριστερού ποδιού μου, είναι ιατρικά βεβαιωμένα ως μόνιμες καταστάσεις, με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας που έχω κριθεί από το Ι.Κ.Α; 67%. Περαιτέρω, το ένδικο ατύχημα και ο σοβαρότατος τραυματισμός μου και οι μόνιμες εξ αυτού του λόγου σωματικές βλάβες και κυρίως ότι πλέον είμαι ακρωτηριασμένος μη μπορώντας να εργαστώ όπως πριν, χωρίς να περιμένω τίποτα πλέον στη ζωή μου, επιδρούν δυσμενέστατα στο μέλλον μου, ήτοι στην επαγγελματική, προσωπική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξή μου, καθώς και στις κοινωνικές μου συναναστροφές. Ειδικότερα: Α) Πρωτίστως εκθέτω ότι η ως άνω μόνιμη και εφόρου ζωής σωματική μου βλάβη, ήτοι αυτή του ακρωτηριασμού του δεξιού μου ποδιού επιδρά πλέον αρνητικά στην δυνατότητά μου για επαγγελματική και οικονομική εξέλιξη, όπως ειδικότερα έχω παραπάνω εκθέσει, εκ του λόγου ότι ως οικονομικός μετανάστης εργαζόμουν σε χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν σημαντική καταβολή σωματικής δύναμης, ορθοστασίας και βάδισης, που εν προκειμένω εργαζόμουν ως εργάτης στην β’ εναγόμενη εταιρεία συλλέγοντας σε μπόγους είδη ιματισμού (πετσέτες, σεντόνια κ.λπ.) από διάφορα ξενοδοχεία και άλλες επιχειρήσεις, πελάτες της, από όλη την Αττική, που στη συνέχεια αφού τα μεταφέραμε στις εγκαταστάσεις της άνω εταιρείας, πλενόντουσαν και ακολούθως τα παραδίδαμε πάλι πίσω στα εν λόγω ξενοδοχεία.

Είναι αυτονόητο ότι πλέον δεν μπορώ στο μέλλον να εργαστώ ξανά όπως προ του ατυχήματος, καθόσον είναι αυταπόδεικτο ότι είναι αδύνατον να εργαστώ ως χειρώνακτας εργάτης με ξύλινο πόδι, κανένας εργοδότης δεν προσλαμβάνει για χειρωνακτικές εργασίες εργάτη, και μάλιστα αλλοδαπό με κομμένο πόδι που στη θέση του έχει τοποθετήσει πρόσθετο τεχνητό μέλος. Είναι επίσης αυτονόητο ότι ούτε ως υπάλληλος γραφείου μπορώ να εργαστώ, εκ του λόγου ότι αφενός είμαι αλλοδαπός και αφετέρου δεν γνωρίζω την ελληνική γλώσσα και γραφή. Προσδοκούσα έτσι από την σκληρή χειρωνακτική εργασία μου να εξελιχθώ οικονομικά, εργαζόμενος σε καθημερινή βάση, ακόμα και σαββατοκύριακα όπου ήταν αυξημένη η αποκομιδή και διανομή στα ξενοδοχεία των ειδών ιματισμού, που κατόπιν της εμπειρίας μου θα είχα εξελιχθεί, να αποκτήσω έτσι αγαθά όπως προσδοκά ο κάθε εργαζόμενος άνθρωπος, καθώς και οικονομική αυτοτέλεια και σιγουριά, και να προσφέρω στην οικογένειά μου όλα τα αγαθά, όπως είναι η φυσιολογική πορεία κάθε ανθρώπου και ιδίως κάθε άνδρα εργαζόμενου, προσδίδοντάς του αυτό που προσδοκά ο κάθε οικογενειάρχης. Συγκεκριμένα προσδοκούσα έτσι από την εργασία μου και την αποταμίευση που έκανα κάθε μήνα, και με την εξέλιξή μου που θα είχα σε τεχνίτη στην εταιρεία όπου εργαζόμουν, ή σε οποιαδήποτε άλλης φύσεως εργασία, λόγω της εμπειρίας και ειδικότητας που θα αποκτούσα με τη πάροδο του χρόνου, και της εξειδίκευσής μου στον τομέα όπου θα εργαζόμουν, θα προβιβαζόμουν σε τεχνίτη με σημαντικά υψηλότερες αποδοχές από τις τωρινές, στη συνέχεια δε, είτε θα μπορούσα να δημιουργήσω την δική μου επιχείρηση, και έτσι θα μπορούσα στο μέλλον έχοντας συγκεντρώσει ένα κεφάλαιο να ανοίξω μία μικρή επιχείρηση κινητών τηλεφώνων, καρτών τηλεφωνίας, μίνι μάρκετ, ψιλικών, εισαγωγής δερμάτινων ειδών και χαλιών από το Μπαγκλαντές όπου τα είδη αυτά είναι περιζήτητα στην Ελλάδα λόγω των χαμηλών τους τιμών και της εξαιρετικής ποιότητάς τους κ.λ.π., όπως έχουν κάνει πάρα πολλοί αλλοδαποί συμπατριώτες μου, έχοντας έτσι προοδεύσει στη ζωή τους, ώστε να αναβαθμίσω το βιοτικό, επαγγελματικό και οικονομικό μου επίπεδο. Εξαιτίας όμως του ατυχήματος και της μόνιμης αναπηρίας μου, η οικονομική και επαγγελματική μου εξέλιξη διακόπηκε απότομα και δεν υπάρχει περίπτωση να βελτιώσω με κανένα τρόπο το επαγγελματικό-οικονομικό και βιοτικό επίπεδο της ζωής μου, εφόσον δεν μπορώ να εργαστώ όπως πριν πλέον εφόρου ζωής.

Η οικονομική κατάστασή μου είναι τραγική διότι δεν έχω ούτε τα απολύτως απαραίτητα προς το ζείν. Β) Επίσης οι κοινωνικές μου συναναστροφές δεν είναι οι ίδιες όπευς πριν, διότι ο ακρωτηριασμός του δεξιού μου ποδιού επιδρά επίσης αρνητικά και στο φιλικό και κοινωνικό μου περιβάλλον, και εκ του λόγου τούτου δεν μπορώ να έχω την ίδια κοινωνική, ή φιλική συναναστροφή. Κανείς από το φιλικό ή συγγενικό περιβάλλον μπορεί πλέον να με αντικρύσει χωρίς να νιώσει αισθήματα συμπόνιας και λύπης για την κατάστασή μου, πράγμα το οποίο αντιλαμβάνομαι και μου δημιουργεί περαιτέρω αποστροφή για το περιβάλλον μου με αποτέλεσμα να νιώθω παραγκωνισμένος, μη θέλοντας να έρθω σε επαφή με κανέναν άλλο άνθρωπο. Δεν μπορώ επίσης να αθληθώ, να διασκεδάσω, να βαδίσω και γενικά να αναπτύξω την παραμικρή δραστηριότητα η οποία απαιτεί αρτιμέλεια και ικανότητα κίνησης όπως ο κάθε απλός άνθρωπος. Είναι δε τραγικό το συναίσθημα που νιώθω απέναντι στους φίλους και την οικογένειά μου που με βλέπουν σαν τον ακρωτηριασμένο, τελείως ανήμπορος για το παραμικρό, εκφράζοντας συνάμα την συμπόνια και λύπη τους για μένα. Γ) Το γεγονός επίσης ότι έχει ακρωτηριαστεί το δεξί μου πόδι, επιδρά αρνητικά τόσο στον ψυχοσωματικό μου κόσμο, όσο και στις προσωπικές μου συναναστροφές και σχέσεις μου με τη σύζυγό μου, και τα παιδιά μου, διότι πλέον δεν αισθάνομαι ως αρτιμελής φυσιολογικός άνδρας, εφόσον είμαι πλέον ακρωτηριασμένος διά βίου, γεγονός που επιδρά αρνητικά στις προσωπικές μου σχέσεις με τη σύζυγό μου, διότι είμαι πλέον ένας μη αρτιμελής άνδρας, που είναι αυτονόητο η σύζυγός μου με βλέπει με λύπη και συμπόνια, γεγονός που μου έχει προκαλέσει οργανικό ψυχοσύνδρομο και κατάθλιψη. Είναι αυτονόητο επίσης ότι λόγω του ακρωτηριασμού του ποδιού μου θα αποτελώ αντικείμενο συμπάθειας αλλά και οίκτου για τον περίγυρό μου. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η επαγγελματικο-οικονομική, προσωπική και κοινωνική μου εξέλιξη έχει διακοπεί οριστικά. Για την βελτίωση της οικονομικής μου εξέλιξης και την όσο δυνατόν μείωση των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων από την μόνιμη αναπηρία μου λόγω του ακρωτηριασμού του δεξιού μου ποδιού, καθόσον είναι πασιφανές ότι μειονεκτώ έναντι της προ του ατυχήματος καταστάσεως, κοινωνικά, προσωπικά, επαγγελματικά και οικονομικά, δικαιούμαι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. να ζητήσω ως εύλογη αποζημίωση το ποσό των 150.000 € προκειμένου να αντιμετωπίσω τις μελλοντικές μου ανάγκες, τις οποίες δημιούργησε η συνεπεία της πλήρους κινητικοαισθητικής ισόβιας παραπληγίας μου στέρηση της κοινωνικής και επαγγελματικής μου εξέλιξης. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, η μόνιμη και εφόρου ζωής σωματική βλάβη που έχω υποστεί, μου έχει αποστερήσει απολύτως την δυνατότητά μου για επαγγελματική, προσωπική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη».

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα ως κατά ένα μέρος ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αγωγή και ως προς το κεφάλαιο αυτής επιδίκασης χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, επί των εφέσεων δε που άσκησαν κατά της απόφασής του οι αναιρεσίβλητοι, καθώς και ο αναιρεσείων σε σχέση με άλλες αγωγικές αξιώσεις, εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση του τελευταίου, έγιναν δεκτές κατ’ ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσιβλήτων, εξαφανίσθηκε η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το ίδιο παραπάνω κεφάλαιο ως αόριστη, με την ακόλουθη αιτιολογία; «Το κονδύλιο αυτό της αγωγής, το οποίο ο ενάγων στηρίζει στη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, είναι αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή με ποιο τρόπο ορισμένως και σαφώς θα επιδράσει η αναπηρία στο μέλλον του ενάγοντος, ποια και πόση θα είναι η υλική ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και πως συμποσούται στο αιτούμενο ποσό των 150.000 ευρώ και ειδικότερα δεν εκτίθενται οι ετήσιες αποδοχές, τις οποίες ο ενάγων θα είχε από την εργασία του, τα ετήσια έξοδά του, τα χρηματικά ποσά που θα αποταμίευε ετησίως, το ποσό που θα απαιτείτο για την δημιουργία της ως άνω επιχειρήσεως, δηλαδή ποιο θα ήταν το οικονομικό του μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε η αναπηρία του και ποιο θα είναι αυτό με την μεσολάβηση της αναπηρίας, ώστε να προσδιορισθεί το ύψος της ζημίας του». Όμως με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή κατά τη θεμελίωσή της στο άρθρο 931 ΑΚ είναι νομικά πλήρης και επαρκής ως προς την αναφορά των παραπάνω περιστατικών που αποτελούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου του ίδιου άρθρου σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Καθ’ όσον εκτίθενται σ’ αυτήν τα συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας του ενάγοντος, ο τρόπος με τον οποίο τέτοια συνέπεια αποκλείει την επαγγελματική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη αυτού, σε τι συνίσταται η ζημία του η οποία θα επέλθει στο μέλλον λόγω της αναπηρίας του και ότι η περιουσιακή του ζημία ανέρχεται στο ποσόν των 150.000 ευρώ.

Άλλα περιστατικά και αριθμητικά στοιχεία (άθροιση κονδυλίων από τα οποία να προκύπτει το αιτούμενο ποσόν, αναφορά των αποδοχών του που θα είχε από την εργασία του, αν δεν μεσολαβούσε η αναπηρία του, τα ετήσια έξοδά του, η ετήσια αποταμίευσή του, το ποσόν που απαιτείται για τη δημιουργία της επιχείρησης, που επικαλείται, δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής, αφού το σχετικό ποσόν ζητείται και επιδικάζεται ως πρόσθετο συνολικό κεφάλαιο αποζημίωσης. Συνεπώς το Εφετείο, που απέρριψε την αγωγή ως προς το προαναφερόμενο κονδύλιο χρηματικής παροχής από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω ποσοτικής αοριστίας, επειδή κατά την παραπάνω αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατ’ ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης νομικού σφάλματος και όχι από τον αρ. 1 που αναφέρεται στο αναιρετήριο και είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης.

Με το ν. 489/1976, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 01-01- 1978 (ήδη π.δ. 237/1986) καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης, με σκοπό την πληρέστερη ικανοποίηση των ζημιωθέντων από ατύχημα. Η ύπαρξη φερέγγυου ασφαλιστή αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση για την εξασφάλιση των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα, με βάση τις διατάξεις του ν. 489/1976, η οποία όμως δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ζημιογόνο αυτοκίνητο δεν είναι ασφαλισμένο, ο ευθυνόμενος κατά νόμο για το ατύχημα είναι άγνωστος, υπάρχει αποκλεισμός ευθύνης του ασφαλιστή γιατί το ατύχημα προκλήθηκε από πρόθεση του αντισυμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου ή ο ασφαλιστής κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μειώνονται οι πιθανότητες του ζημιωθέντος για αποζημίωση. Έτσι, προς αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών, με το άρθρο 16 του ν. 489/1976 συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων”, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορίου (άρθρο 16), σκοπός του οποίου είναι η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητιστικά ατυχήματα στις αναφερόμενες στο άρθρο 19 περιπτώσεις (άρθρο 17), δηλαδή όταν αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο, ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που προκάλεσε από πρόθεση το ατύχημα, ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παράβασης νόμου.

Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνη από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (άρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Έτσι από την νομοθεσία που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.Ι.Α. για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος. Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012 «Κύρωση της από 6 Σεπτεμβρίου 2012 πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου…. και άλλες διατάξεις» ο οποίος σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α’ 78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.

Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί, κατ’ ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ πλην των προσώπων που ζημιώθηκαν με αναπηρία για τα οποία καταβάλλεται αποζημίωση πέραν του ποσού αυτού (άρθρο 19 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ του ΠΔ/τος 237/1986, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο 4 παρ. γ’ του Ν. 4092/2012). Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως”.

Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα του Ν. Δ., που δεν είναι διάδικος στην αναιρετική δίκη, κατά την οδήγηση από αυτόν οχήματος, που ανήκει στην κυριότητα της πρώτης αναιρεσίβλητης, την ευθύνη του οποίου κάλυπτε ασφαλιστικά η εταιρεία «____», και της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας και έτσι υπεισήλθε ως εκ του νόμου διάδοχος αυτής το δεύτερο των αναιρεσιβλήτων Επικουρικό Κεφάλαιο, τραυματίσθηκε ο ενάγων, ότι απώλεσε εισοδήματα, λόγω της ανικανότητάς του να εργασθεί, ότι υπέστη ηθική βλάβη από το ίδιο ατύχημα και ότι η συνολική απαίτησή του προς αποκατάσταση της ζημίας του ανέρχεται στο ποσόν των 99.347,84 ευρώ. Περαιτέρω το Εφετείο αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι (οδηγός, ιδιοκτήτρια και το ΕΚ) υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα αναιρεσείοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το παραπάνω ποσόν, του Επικουρικού Κεφαλαίου ευθυνομένου μέχρι του ποσού των 69.543,49 ευρώ, δηλαδή αναγνώρισε ότι οφείλει (το Επικουρικό Κεφάλαιο) να καταβάλει στον παθόντα το 70% της συνολικής αποζημίωσής του, με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 4055/2012, τις οποίες εφάρμοσε, απορρίπτοντας ως αβάσιμο το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος με τον οποίο διατύπωνε μεταξύ άλλων παράπονα κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης, που επίσης εφάρμοσε τις ίδιες διατάξεις, ότι αυτές είναι ανεφάρμοστες, επειδή δεν είναι συμβατές με το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο.

Με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της ευθείας δηλαδή παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης, κατά το μέρος που περιορίζει την αποζημίωση που υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο, στην περίπτωση μεταξύ άλλων ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει ασφαλιστικές ζημιές που προκλήθηκαν από ασφαλισμένο σ’ αυτήν όχημα, σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης του παθόντος, καθ’ όσον η διάταξη αυτή είναι αντίθετη με την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος), το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι προσβάλλεται η περιουσία κάθε παθόντος δανειστή του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς την επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου ή κοινοτικού συμφέροντος και στο άρθρο 1 της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30-12- 1983 «για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων». Κατόπιν τούτων ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος αν η ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. γ’ του Ν. 4092/2012 με την οποία περιορίζεται το όριο της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλει αποζημίωση, για τη ζημία που προκλήθηκε από αυτοκίνητο καλυπτόμενο από ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας μεταξύ άλλων ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης του παθόντος, κυμαινόμενο από 70% έως 90% αυτής, είναι ή όχι αντίθετη με τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κοινοτικού Δικαίου, το οποίο φέρεται προς κρίση με το δεύτερο αναιρετικό λόγο και γι’ αυτό ως προς αυτόν το λόγο πρέπει, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου τούτου, η υπόθεση να παραπεμφθεί κατά τα άρθρα 563 παρ. 2 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 εδ γ’, δ’ του οργανισμού των Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988) στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθεί το νομικό αυτό ζήτημα που ανέκυψε, αν δηλαδή είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 4 παρ. γ’ του Ν. 4092/2012.

Κατά τα λοιπά ως προς τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, που ήδη έχει κριθεί βάσιμος πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς του διαδίκους της αναιρετικής δίκης κατά το μέρος που απέρριψε ως αόριστη την αγωγική αξίωση επιδίκασης ειδικής χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 ΑΚ. Ακολούθως ως προς το μέρος αυτό, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή, πλην εκείνης που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 εδ. ε’ του Ν. 4055/2012 στον καταθέσαντα και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττηθέντες διάδικοι στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 671/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς τους διαδίκους της αναιρετικής δίκης και κατά το μέρος που έκρινε απορριπτέα ως αόριστη την αγωγική αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής παροχής από το άρθρο 931 ΑΚ.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το παραπάνω μέρος, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνης που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα.

Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Ορθά κρίθηκε ότι η εκ του ΑΚ 931 αξίωση δεν είναι αόριστος. Έτσι κατά λογική ακολουθία θα επαναφερθεί η αγωγή με κλήση κατά το αναιρετέο μέρος της αξίωσης εξ ΑΚ 931 στο Εφετείο



Source/ Author:esd.gr

LATEST POSTS




ethemis map

Προκηρύξεις/ Αγγελίες

Προκηρύξεις, Διαγωνισμοί και Αγγελίες για δικηγόρους, ασκούμενους & νομικούς.

View more
newsroom

ΝewsRoom/      ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Τρέχουσα Νομική Επικαιρότητα

View more
ethemis case law

Noμολογία

Σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας

View more
ethemis case law

Noμοθεσία

Οι νόμοι που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

View more
ethemis legal studies

Εκπαιδευτικά           Προγράμματα

Για νομικούς & δικηγόρους από εκπαιδευτικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

View more
ethemis.gr

EΚΔΗΛΩΣΕΙΣ            ΦΟΡΕΩΝ

Εκδηλώσεις Nομικού Eνδιαφέροντος από ποικίλους θεσμικούς Φορείς

View more
ethemis international news

Διεθνή                      Νέα

Διεθνή Νομικά Νέα και Αρθρογραφία, Νομολογία ΕΔΔΑ και αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων

View more
ethemis map

Δελτία            Τύπου

Ανακοινώσεις ΔΣΑ, δικαστικών ενώσεων, ανεξάρτητων αρχών, θεσμικών φορέων.

View more
ethemis

Συντακτική            Ομάδα

Η Επιστημονική Ομάδα του Ethemis.gr

View more
ethemis.gr

ΣΥΝΕΔΡΙΑ             ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ             e-ΘΕΜΙΣ

Ο Κατάλογος Συνεδρίων και Εκδηλώσεων που έχει διοργανώσει η Ένωση Ελλήνων Νομικών

View more

newsroom